August 2, 2021

Στο Φτερό / Σύναξη των Λαβδακιδών

 
«Φοίνισσες» του Ευριπίδη / Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος 
 
Ο Οιδίπους, βασιλιάς της Θήβας, έχει εξορύξει τα μάτια του όταν, ερευνώντας, ανακάλυψε ότι ο γέροντας που, νέος, είχε σκοτώσει με τα χέρια του, σε έναν καυγά έξω από την πόλη, ήταν ο ίδιος του ο πατέρας και προηγούμενος βασιλιάς Λάιος -χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι, καθώς εκείνος, λόγω χρησμού ότι ο γιος του θα τον σκοτώσει, τον είχε παρατήσει στο βουνό,
βρέφος, για να πεθάνει αλλά ένας βοσκός λυπήθηκε το μωρό και το έδωσε στον άτεκνο βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβο που το υιοθέτησε- και ότι η χήρα του Λάιου, η Ιοκάστη, την οποία, αφού απάλλαξε την πόλη από την τυραννία της Σφίγγας και έγινε βασιλιάς της, είχε παντρευτεί, ως έπαθλο, και έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά, ήταν η μάνα του. Η βασιλεία έχει περάσει στους γιους τους Ετεοκλή και Πολυνείκη που, αφού έκλεισαν 
στο παλάτι τον πατέρα τους που τους καταράστηκε, συμφώνησαν να μοιράσουν τα πλούτη του και να βασιλεύουν εναλλάξ, ανά έτος, ξεκινώντας από τον Ετεοκλή. Όταν όμως πέρασε ο πρώτος χρόνος ο Ετεοκλής αρνείται να παραδώσει την εξουσία και τη μισή περιουσία και ο Πολυνείκης, που έχει ξενιτευτεί στο Άργος και έχει παντρευτεί με την κόρη του
βασιλιά-του Άδραστου, εκστρατεύει, επικεφαλής, μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε λοχαγούς, των αργείτικων στρατευμάτων -ουσιαστικά πρόκειται για Εμφύλιο- εναντίον της πατρίδας του  Την οποία πολιορκεί με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί εκεί μία ομάδα γυναικών από την Φοινίκη, που πήγαιναν στους Δελφούς -ο Χορός του έργου. Η Ιοκάστη προσπαθεί εις μάτην να συμφιλιώσει τους γιους της οι οποίοι αποφασίζουν να λύσουν το θέμα που έχει προκύψει
μονομαχώντας μεταξύ τους. Θα αλληλοσκοτωθούν με αποτέλεσμα η μάνα τους να αυτοκτονήσει ενώ τη βασιλεία αναλαμβάνει ο αδελφός της Κρέων, που και ο ίδιος έχασε το γιο του Μενοικέα, καθώς, όταν ο μάντης Τειρεσίας έδωσε χρησμό ότι η πόλη θα σωθεί μόνον εάν τον θυσιάσουν, ο νέος προτίμησε ηρωικά να αυτοκτονήσει για τη σωτηρία της πατρίδας του, όπως αποδέχτηκε τη θυσία της και η Ιφιγένεια. Ο Κρέων εξορίζει τον Οιδίποδα για να απαλλαγεί η Θήβα από το μίασμα. Η κόρη του Αντιγόνη θα τον ακολουθήσει, αρνούμενη τον προσχεδιασμένο γάμο της με τον
άλλο γιο του Κρέοντος, τον Αίμονα, αλλά υπόσχεται ότι θα θάψει και τον Πολυνείκη για τον οποίο ο Κρέων διέταξε, ως προδότη, επειδή είχε στραφεί κατά της πατρίδας του, να τον αφήσουν άταφο στα όρνεα. Ο Ευριπίδης, με τις «Φοίνισσές του (χρονολογείται, περίπου, μεταξύ 411 και 408 π.Χ.), το σωζόμενο δράμα μιας τριλογίας στην οποία ανήκαν οι χαμένες τραγωδίες «Υψιπύλη» και «Αντιόπη» αλλά που υπάρχει η εκδοχή πως μπορεί να επρόκειτο και για τετραλογία, με τέταρτο δράμα τον «Ορέστη», συνοψίζει αλλά και διαφοροποιεί
τον μυθικό κύκλο των Λαβδακιδών, με τον οποίο καταπιάστηκαν οι προγενέστεροί του Αισχύλος και Σοφοκλής, έχοντας το ίδιο θέμα με τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Στο έργο συγκεντρώνει πλήθος προσώπων -μία σύναξη Λαβδακιδών- και η εξέλιξή του προαναγγέλλει -και δε είναι το μόνο έργο του Ευριπίδη- τους καινούργιους δρόμους που άνοιξε στο θέατρο αγγίζοντας το επικό μελόδραμα του κατοπινού ευρωπαϊκού θεάτρου, καθώς κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον με την πλοκή του. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος, στην πρώτη ενασχόλησή του με την αρχαία ελληνική τραγωδία και μάλιστα στην Επίδαυρο, θέλησε να συνδέσει το έργο με τη 
σημερινή εποχή των εμφυλίων διαμαχών χωρίς να μεταμοντερνίσει αλλά με τρόπο απολύτως λιτό. Και γι αυτό ακριβώς ζήτησε από τον Νικηφόρο Παπανδρέου αυτή την απλή μετάφραση. Η οποία, όμως, αποδεικνύεται πολύ «καθημερινή», πολύ πεζολογική. Αναλαμβάνοντας και τη 
δραματουργική προσαρμογή της ο Γιάννης Μόσχος έκανε διάφορες επεμβάσεις με βασικότερη τη μετάθεση του Προλόγου από την Ιοκάστη στον Χορό, που δεν ξέρω αν εξυπηρετεί σε κάτι. Ανάλογης λιτότητας είναι και τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα -μία σχεδόν επίπεδη πρόσοψη του παλατιού των Λαβδακιδών και ένα ξύλινο κάλυμμα της θυμέλης. Ανάλογης λιτότητας είναι και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, εξαίρετα
συνδυασμένα χρωματικά και με διακριτικές πινελιές που τα φέρνουν κοντά στο σήμερα. Σε ανάλογης λιτότητας ερμηνείες έχουν οδηγηθεί και οι ηθοποιοί. Αλλά ο σκηνοθέτης σαν να φοβήθηκε ότι η λιτότητα αυτή θα «μίκραινε» το αποτέλεσμα. Και, τελικά, φόρτωσε την παράσταση, καταρχάς, με μία υπερκινητικότητα δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο στοιχείο αυτό -η χορογράφος Amalia Bennett  είναι η αμέσως επόμενη, μετά το μεταφραστή και το σκηνοθέτη, που αναγράφεται στο πρόγραμμα ανάμεσα
στους συντελεστές της παράστασης-, υπερκινητότητα που, προσωπικά, με κούρασε. Και, κατά δεύτερο λόγο, τη φόρτωσε με υπερβολική δόση μουσικής. Ο πολύ ταλαντούχος Θοδωρής Οικονόμου που την υπογράφει συνέθεσε, ουσιαστικά, ένα επίμονο soundtrack που δεν αφήνει ούτε μία ανάσα. Το αποτέλεσμα των υπερβολών αυτών συνοψίζεται και προσωποποιείται στον Χορό. Εξαιρετικά δουλεμένος φωνητικά, βέβαια, από την Μελίνα Παιονίδου, με ικανά μέλη, αφήνει, όμως, με την καλλιεπή 
ομοιομορφία των κοστουμιών του και την ακόμα πιο καλλιεπή κίνησή του που με παρέπεμπε σε Ραλλού Μάνου του ’70, μία αίσθηση παλιού και ανεπίδοτου. Περίμενα μία πιο σύγχρονη λύση. Ενώ οι «διαφωτιστικές» προβολές πάνω στο σκηνικό, με γκρο πλάνα των ηρώων, όταν αναφέρονται στο έργο, και με λάιτ μοτίφ τον διαρκώς κινούμενο θίασο (άρτιο video design του Αποστόλη Κουτσιανικούλη), άψογα συναρμοσμένες με τη 
δράση, μού δημιούργησαν μία αίσθηση αφέλειας και ευκολομασημένου για το κοινό. Βέβαια, υπάρχουν και άλλα ευρήματα -οι εμφανίσεις πάνω από την πρόσοψη του παλατιού της (βουβής) Σφίγγας που στοιχειώνει όλη τη δράση -άλλο ένα λάιτ μοτίφ-, οι χρήσεις της θυμέλης μέσα στην παράσταση, ειδικά στις μαντείες του Τειρεσία, ή, κυρίως, η θεατρικότατη ιδέα οι νεκροί να μη μεταφέρονται αλλά να στέκονται όρθιοι στον περίγυρο της ορχήστρας και να ενσωματώνονται, στη Έξοδο, με τον αποχωρούντα θίασο -μαζί τους και ο άταφος Πολυνείκης που τον τραβάει μαζί με τους
άλλους, η Αντιγόνη, αυτή που θα τον θάψει- ιδιαιτέρως επιτυχημένα. Ειδικά στο τελευταίο μέρος της, η παράσταση, όσο και αν τη βρήκα άνιση και να μην εκτοξεύεται, με συνεπήρε και με συγκίνησε. Ειδική μνεία για τους εκπληκτικούς, συναρπαστικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Δίνουν  κύρος στο σκηνικό και μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στην παράσταση, απολύτως συμβατή με το κείμενο. Οι ερμηνείες (Μαρία Κατσιαδάκη-Ιοκάστη, Λουκία 
Μιχαλοπούλου-Αντιγόνη, Αλέξανδρος Μυλωνάς-Τειρεσίας, Γιώργος Γλάστρας-Αγγελιαφόρος, Κώστας Μπερικόπουλος-Παιδαγωγός, Αργύρης Ξάφης-Ετεοκλής, ο πολύ καλός Δημήτρης Παπανικολάου-Οιδίπους, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης-Κρέων, παρά την κάποια μονοτονία στην εκφορά του λόγου του), έστω και αν δεν υπάρχουν εκρήξεις, είναι, λίγο-πολύ, ικανοποιητικές. Αλλά θα ξεχωρίσω τον Πολυνείκη του εκφραστικότατου Θάνου Τοκάκη και τον Μενοικέα του νεαρού Βασίλη Ντάρμα -έκπληξη!
Η Σεσίλ Μικρούτσικου, εντυπωσιακή εμφάνιση με το πάλλευκο κοστούμι και το μακιγιάζ, κινησιολογικά άψογη ως βουβή Σφίγγα. Να επισημάνω τη χρήση στην παράσταση μικροφώνων που, δυστυχώς, από ανασφάλεια, τείνει να καθιερωθεί και μάλιστα αγνοώντας την ακουστική της Επιδαύρου και «αναδεικνύοντας» -απορώ πώς δεν γίνεται αντιληπτό...- τυχόν λανθάνοντα ελαττώματα στην άρθρωση των ηθοποιών. Πιστεύω, πως, αν ο Γιάννης Μόσχος, σκηνοθέτης σκεπτόμενος, με γνώση, μέτρο και γούστο, επιμείνει, θα βρει το δρόμο του και στο αρχαίο δράμα.
 
 

(Εξαιρετικό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά -και δίχρωμο έντυπο πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης -έκδοση Εθνικό Θεάτρο, υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου: άψογο αισθητικά -καλλιτεχνική επιμέλεια-σχεδιασμός Σάκης Στριτσίδης / Front-, με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα, ειδικά γραμμένα, και με το πλήρες κείμενο της μετάφρασης). 
 
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, 30 Ιουλίου 2021 (Την παράσταση παρακολούθησα με δημοσιογραφική πρόσκληση που είχε την ευγένεια να μου διαθέσει απευθείας το Εθνικό Θέατρο).

No comments:

Post a Comment