«Digger». Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης
Ο Νικήτας, εξηντάρης πια, έχασε κάποτε, στο ορυχείο όπου δούλευε εργάτης, σε δυστύχημα, φίλους του και τον αδελφό του. Ο ίδιος γλύτωσε. Μεγάλο το σοκ. Τα παράτησε τότε όλα και εγκαταστάθηκε εκεί κοντά, σε ένα απομονωμένο
αγροτόσπιτο με άλογα, ζώντας από το κτήμα του, χωμένο μέσα στο δάσος, στα ορεινά. Δεν κατονομάζεται ο τόπος αλλά είναι στον Χολομώντα, βουνό της Χαλκιδικής -ένας επίγειος παράδεισος. Η γυναίκα του, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει στην απομόνωση. Πήρε το γιο τους και έφυγαν. Ο Νικήτας ζει μόνος, εδώ και χρόνια, δεμένος με τη φύση, δεμένος με το δάσος, δεμένος με τα άλογά του αλλά και αντιμετωπίζοντας
μία απειλή: την εταιρεία εξορύξεων που επιδιώκει να επεκταθεί. Τη βλέπει να απλώνει τα δίχτυα της, σιγά-σιγά, στο δάσος, να ξεριζώνει δέντρα με το έτσι θέλω, να καταπατάει ατομικές ιδιοκτησίες, να αγοράζει κτήματα της περιοχής, να
προσφέρει και στον ίδιο ένα αδρό ποσό για να πουλήσει το δικό του... Τους το αρνείται ενώ οι χωριανοί του γειτονικού χωριού έχουν διχαστεί -το συμφέρον τους είναι να πουλήσουν τα κτήματά τους ή να σώσουν το δάσος; Και ξαφνικά, από το πουθενά, καβάλα στην αγωνιστική μηχανή του, φτάνει στο αγρόκτημα ο γιος του Νικήτα, ο Τζόνι. Τριαντάρης. Παιδί των μοτοκρός. Καμία σχέση με τη φύση.
Εντελώς διαφορετική νοοτροπία -χάσμα... Η μάνα του, και γυναίκα του Νικήτα, πέθανε και του άφησε με διαθήκη το μερίδιό της στο κτήμα -της ανήκε το 50%. Πιέζει τον πατέρα του να του δώσει τα χρήματα, άρα να το πουλήσει. Φτάνει στο σημείο να πιάσει δουλειά στην εταιρεία ως οδηγός εκσκαφέα.
Ο Νικήτας πάντα αρνείται. Συγκρούονται. Χωρίς να φτάσουν στα άκρα. Αλλά η φύση που τους χωρίζει, τελικά, επανενώνει τα κομμένα νήματα: όταν ο Νικήτας βρεθεί να βουλιάζει μέσα σε ένα βάλτο ο Τζόνι θα τον γλυτώσει με τον κάδο του εκσκαφέα που οδηγεί: μία σκηνή αγωνίας η οποία καταλήγει αστεία, με τον λασπωμένο
Νικήτα μέσα στον κάδο -η ταινία δεν στερείται το χιούμορ. Ο εκσκαφέας -ο digger- γίνεται το σύμβολο που τους χώρισε αλλά και θα τους φέρει, επιτέλους, κοντά, ανασκαλεύοντας, σκάβοντας τις ψυχές τους. Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Digger» (Ελλάδα/Γαλία/Γερμανία, 2020) πέτυχε να συγκεράσει τον (καθόλου αφελή) οικολογικό προβληματισμό με μία προσωπική ιστορία
πατέρα-γιου ισορροπώντας τα πάνω σε ένα πολιτικό υπόβαθρο, χωρίς όμως να το φέρει σε πρώτο πλάνο, μολονότι οι ομοιότητες με το σκάνδαλο της πώλησης των μεταλλείων -επίσης...- της Χαλκιδικής και με τις συγκρούσεις στις Σκουριές είναι οφθαλμοφανείς. Το σενάριο, που έγραψε ο ίδιος πάνω σε μία ιστορία δική του, της Μαρίας Βώττη και του Βαγγέλη Μουρίκη, έχει κάποια προβλήματα στις συνδέσεις
των επιμέρους στοιχείων -το επεισόδιο στο βάλτο δεν προκύπτει αβίαστα- αλλά με τη σκηνοθεσία του τα ξεπερνάει και ας γίνεται κάποιες στιγμές κάπως επίπεδο, κάπως άνευρο το αποτέλεσμα. Και οι διάλογοί του προκύπτουν αβίαστοι, φυσικότατοι. Οι ρυθμοί του, συχνά αργοί, είναι αυτοί που πρέπει για το θέμα του -λειτουργούν σαν εύγλωττες θεατρικές παύσεις που σημαίνουν περισσότερο τα πλάνα του. Οι αρχικές σκηνές της πλημμύρας είναι δεξιοτεχνικά γυρισμένες που μόνο
σε πρωτάρη να μην παραπέμπουν, το ίδιο και το βούλιαγμα του Νικήτα στον βάλτο ενώ κινηματογραφεί συναρπαστικά το δάσος με τις εποχικές εναλλαγές του. Πολλά, άλλωστε, οφείλει η ταινία στη μουντή, ομιχλώδη, «υγρή», υποβλητική φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα. Στα υπέρ της σκηνοθεσίας και ότι ο Τζώρτζης Γρηγοράκης έχει οδηγήσει πολύ καλά τους ηθοποιούς του, φαινόμενο όχι συνηθισμένο στους σύγχρονους έλληνες σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Ειδικά έχει
καταφέρει -και αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα- να δέσει θαυμαστά τους δύο πρωταγωνιστές του, αν και εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ηθοποιούς, πολύ καλά, πάντως, επιλεγμένους ώστε να προκύπτει το χάος ανάμεσά τους και ανάμεσα στις γενιές τους. Αυτή η διαφορετική στόφα τους, όμως, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ. Και να μη δεθούν
μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα επίτευγμα του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Όχι, βέβαια, άμοιρο των ηθοποιών. Ο Βαγγέλης Μουρίκης, ηθοποιός ιδιοσυγκρασιακός, άμεσος -πιο άμεσος δεν γίνεται- παραμένει σταθερή αξία. Αλλά με ένα ελάττωμα: την κακή άρθρωσή του, εξαιτίας της οποίας αρκετά χάνονται από το λόγο του. Ο Αργύρης Πανταζάρας χαλιναγωγεί τη θεατρικότητά του, γίνεται απολύτως κινηματογραφικός και ερμηνεύει τον Τζόνι υποδόρια, με αξιομνημόνευτη λιτότητα,
χωρίς να του ξεφεύγουν κορόνες. Η Σοφία Κόκκαλη, αν και σε ένα ρόλο χωρίς ψαχνό, γράφει στο πανί με μία απαράμιλλη, αφοπλιστική εκφραστικότητα κάνοντας το συμπληρωματικό
της παρουσίας της σημαντικό. Από τους υπόλοιπους ρόλους ξεχώρισα τον Μιχάλη Ιατρόπουλο -έχει μία αυθεντικότητα. Μία ταινία ουσιαστική αλλά που δεν χάνεται σε λαβυρίνθους. Αξίζει να τη δείτε!
Κινηματογράφος «Παναθήναια», 9 Αυγούστου 2021.
No comments:
Post a Comment