August 18, 2021

Στο Φτερό / Με τη στρεβλή οπτική της άνοιας ή Επιστροφή στη χαμένη μητρική αγκαλιά

 

«Ο πατέρας». Σκηνοθεσία: Φλοριάν Ζελέρ 

 

Ο Άντονι, μηχανικός άλλοτε, ευκατάσταστος, καλλιεργημένος, έχει φτάσει τα 83. Δείχνει ακμαίος, ενεργός, με χιούμορ. Αλλά η άνοια τον έχει πλήξει και τον διαβρώνει. Χώροι, χρόνοι, γεγονότα, πρόσωπα... συγχέονται στο μυαλό του.

Ξεχνάει, χάνει αντικείμενα που έχει ο ίδιος κρύψει... Αλλά αρνείται, δεν θέλει να το παραδεχτεί. Δεν υπάρχει πια η γυναίκα του -έχει πεθάνει; Τον έχει αφήσει; Είχαν δύο κόρες, η Λούσι, ζωγράφος, έχει σκοτωθεί σε δυστύχημα και η διαζευγμένη Αν που απέμεινε είναι αυτή που τον φροντίζει. Ζούσε στο διαμέρισμά του, στο Λονδίνο, αλλά η Αν τον έχει πάρει στο δικό της για να τον προσέχει, όταν είναι εκεί. Για τις ώρες που λείπει ψάχνει να βρει κάποια γυναίκα να τον φροντίζει. Αλλά ο Άντονι δεν αποδέχεται ότι είναι πια ανήμπορος. Ο επιθετικός τρόπος του έχει ήδη τρέψει σε φυγή τρεις από τις κοπέλες που η Αν προσέλαβε. Την τέταρτη, την Λόρα, η οποία έρχεται για μία πρώτη γνωριμία, την υποδέχεται στην αρχή πιο θερμά, γιατί του θυμίζει την Λούσι που «λείπει και έχει καιρό να τη δει» -έχει απωθήσει το θάνατο της κόρης του- προσπαθεί να τη γοητεύσει ισχυριζόμενος ότι ήταν χορευτής αλλά η κατάληξη είναι η ίδια: την αποτρέπει να τον αναλάβει. Η Αν, χωρισμένη από χρόνια, πρόκειται να ακολουθήσει τον Πολ, τον άνθρωπο με τον οποίο έχει συνδεθεί, στο Παρίσι και προσπαθεί να τακτοποιήσει τον πατέρα της στο σπίτι πριν αναγκαστεί να τον κλείσει σε κάποια κλινική. Ή μήπως δεν πρόκειται να φύγει και ζούνε και οι τρεις μαζί; Και ο Πολ είναι που δεν αντέχει πια τη νοσηρή παρουσία του Άντονι στο σπίτι τους; Αλλά ο άντρας

αυτός που ο Άντονι δεν τον αναγνωρίζει είναι ο Πολ; Και η γυναίκα που του λέει ότι είναι η Αν αλλά δεν την αναγνωρίζει είναι η Αν; Όλα μπερδεύονται, όλα  μπλέκονται. Στο μυαλό του. Ο Γάλος Φλοριάν Ζελέρ στο θεατρικό του έργο «Ο πατέρας» (2012) -που έχει παρουσιαστεί και στην Αθήνα, στο θέατρο «Χορν», τη σεζόν 2015/2016, με τον τίτλο «Ο μπαμπάς», σε

σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή και με τον ίδιο και την Μαρίνα Ασλάνογλου στους δύο βασικούς ρόλους-, το δεύτερο μίας τριλογίας του («Η μητέρα»-2010, «Ο γιος»-2018, τα άλλα δύο), ένα έργο λιτό, ελλειπτικό, καθόλου μελοδραματικό αλλά δυνατό, έχει την πολύ ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία ότι παρουσιάζει τα γεγονότα σε μία όχι ευθύγραμμη αφήγηση και μέσα από την μπερδεμένη, μπλεγμένη οπτική του ανοϊκού πατέρα. Την ίδια

τεχνική ακολούθησε ο Φλοριάν Ζελέρ στο μετασχηματισμό του έργου του, σε συνεργασία με τον Βρετανό Κρίστοφερ Χάμπτον, σε σενάριο για την ταινία «Ο πατέρας» («The Father», Γαλία/Ενωμένο Βασίλειο, 2020) της οποία ανέλαβε ο ίδιος -είναι η πρώτη του φορά σε ταινία μεγάλου μήκους- τη σκηνοθεσία. Μολονότι σχεδόν «εγκλωβισμένη», όπως ο γέροντας, στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, η ταινία, που, παρά το ζόφο της, δεν της λείπει το χιούμορ, με την καθοριστική βοήθεια του μοντάζ του δικού μας Γιώργου

Λαμπρινού, με τη διαρκή μετακίνηση των σκηνικών του Πίτερ Φράνσις, με τα επιδέξια χρησιμοποιημένα λάιτ μοτίφ της -το «χαμένο» ρολόι του γέροντα, το κοτόπουλο που μαγειρεύει η Αν...- καταφέρνει να υπηρετήσει την ανοϊκή αυτή οπτική του Άντονι και, κατ’ επέκταση, του σενάριου και της σκηνοθεσίας.

Για να καταλήξει σε μία «ειδική κλινική» όπου, τελικά, η Αν έχει αφήσει τον Άντονι φεύγοντας για το Παρίσι. Ή, μήπως, εκεί βρίσκεται από την αρχή της ταινίας και εκεί ζει τα τελευταία χρόνια του μέσα από φαντασιώσεις;  Στα πρόσωπα του νοσοκόμου και της νοσηλεύτριάς του αναγνωρίζουμε τα πρόσωπα που «εμφανίζονται» στον Άντονι ως ο Πολ και η Αν χωρίς εκείνος να τα αναγνωρίζει ως Πολ και Αν. Στην αγκαλιά της νοσηλεύτριας καταλήγει, άλλωστε, στην τελευταία, σπαρακτική σκηνή, αναζητώντας, σαν βρέφος, τη χαμένη μητρική αγκαλιά, με τον Ζελέρ ευθέως να παραπέμπει στο ομώνυμο  έργο του Στρίντμπεργκ, που κλείνει με τον τρελαμένο πια Ίλαρχο Άντολφ να βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά της Μαργκρέτ, της παλιάς, γριάς πια παραμάνας του, της μόνης η οποία μπορεί να τον στριμώξει στο ζουρλομανδύα που της εμπιστεύονται... Οι ρυθμοί της ταινίας, οι μουσικές του Λουντοβίκο Εϊνάουντι που επέλεξε για τον Άντονι να ακούει από τα ακουστικά του cd player Κλάους Νόμι και τη βαθιά μελαγχολική, νοσταλγική άρια του Ναντίρ «Je crois entendre encore» («Νομίζω ότι ακούω ακόμα...») από τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Ζορζ Μπιζέ, η οποία γίνεται το ηχητικό λάιτ μοτίφ της  και το φινάλε, με το πλατύφυλλο δέντρο στο οποίο ζουμάρει αργά η κάμερα βάφουν το φιλμικό αποτέλεσμα με μία λεπτή συγκίνηση για το αναπόδραστο. Ο Άντονι Χόπκινς παίζει στα δάχτυλα το ρόλο του Άντονι με το χαμένο, τρομαγμένο βλέμμα το οποίο, κάποιες στιγμές, ανακτά την παλιά λάμψη του και, μετά, πάλι τη χάνει. Με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια και με μία σπάνια, καθόλου θεατρική, λιτότητα. Η επιλογή ο ήρωας να έχει το ίδιο όνομα και την ίδια ακριβώς ηλικία με τον ηθοποιό -στη γιατρό όπου τον πάει η κόρη του, σε μία σκηνή με πικρό αλλά απολαυστικό χιούμορ, ο Άντονι δηλώνει την ίδια ακριβώς ημερομηνία γέννησης με του ίδιου του ηθοποιού- πλουτίζει την ερμηνεία του με ένα προσωπικό στοιχείο, κλείνοντάς μας το μάτι. Αλλά εκείνη που ομολογώ ότι με συγκίνησε περισσότερο είναι η Ολίβια Κόλμαν. Η Αν της φέρει μία συγκίνηση, μία αμηχανία, καθώς δεν ξέρει πώς να αντιδράσει στα αλλόκοτα που ξαφνικά ακούει από τον πατέρα της, έναν πόνο αλλά και μία, κάποιες στιγμές, αγανάκτηση, ένα πνίξιμο,

τόσο ειλικρινή, τόσο εύγλωττα στο πρόσωπό της, στο βλέμμα της, που τα εισπράττεις ως προσωπική της υπόθεση. Σπουδαία ηθοποιός! Πλάι τους, ο Ρούφους Σίγουελ (Πολ), η Ίμοτζεν Πουτς (πολύ χαριτωμένη, με ψυχολογημένες αντιδράσεις Λόρα) και οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμπληρώνουν με επιτυχία τη διανομή. Μία ταινία που θα σας πονέσει, καθώς μας θυμίζει οικεία κακά, αλλά που αφήνει πίσω της και τη μελαγχολική γλύκα της παραδοχής του αναπόδραστου.

Κινηματογράφος «Αίγλη», 13 Ιουλίου 2021.

No comments:

Post a Comment