Το έργo. Ο κυρ Κουτρούλης ο Μανόλης, ράφτης με χρήμα, παρεπιδημών εις Αθήνας, πρωτεύουσα πια του νεόκοπου ελληνικού κράτους, γύρω στο μέσον του 19ου αιώνα, ερωτευμένος με την Ανθούσα, κόρη του κυρ Σπύρου του ξενοδόχου, ζητάει το χέρι της από τον πατέρα της. Εκείνος είναι πρόθυμος να του το δώσει αλλά η Ανθούσα προβάλλει βέτο: δεν τον θέλει! Διότι έχει ήδη μία σχέση στα σκαριά με τον πολύ, επίσης, ερωτευμένο μαζί της Λεωνίδα Ξανθούλη, αστυνομικό γραφέα το επάγγελμα, αλλά και διότι του Κουτρούλη το επάγγελμα το απεχθάνεται _ « να πάρει ράπτην;». Προς τι, τότε, η «μόρφωσις» που έχει πάρει; Η κιθάρα και το κέντημα, τα ποιήματα που αναγιγνώσκει, και τα ιταλικά που τα «καψοσυντυχαίνει», κι οι οδηγοί καλοί συμπεριφοράς που απεστήθισε, και το βαλς που διδάχθηκε _ «να γυρνάει σαν μύλος»;
Πείθει και τον πατέρα της για την ταπεινόν του συγκεκριμένου επαγγέλματος και θέτει όρον: θα υπανδρευθεί τον κυρ Κουτρούλη μόνον αν αλλάξει την τέχνη του. Και να γίνει τι; Υπουργός! Στόχος τόσο μεγαλομανής που δείχνει ανέφικτος _ ένας τρόπος για να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο.
Μα ο κυρ Κουτρούλης έχει υπηρέτη – σύμβουλο τον ξύπνιο και πονηρό Στροβίλη. Που ξέρει τη συνταγή πώς ο Κουτρούλης θα γένει υπουργός: θα το διαδώσουν παντού και, λέγε – λέγε, στο τέλος θα συμβεί κιόλας. Επί το έργον! Εντός ολίγου ο κόσμος βουίζει: ο Κουτρούλης οσονούπω γίνεται υπουργός. Ήδη φτάνουν οι πρώτοι _ ένας τέως υγειονόμος, ένας «εφημεριδογράφος» κι ένας ποιητής _ που ζητούν ρουσφέτια. Η φήμη στο μεταξύ, καθώς έχει γοργά ποδάρια, φέρνει το μαντάτο πως όντως ο Κουτρούλης υπουργοποιήθηκε. Οπότε το πιστεύει κι ο ίδιος.
Η Ανθούσα το ακούει, εντυπωσιάζεται και γλυκαίνεται. Εγκαταλείπει τα σχέδιά της και παντρεύεται τον τέως ράφτη. Οι αιτήσεις για ρουσφέτια πέφτουν πια βροχή πάνω του. Κι όταν εκείνος αγανακτήσει και αρνηθεί να τα ικανοποιήσει, το πόπολο θα εξεγερθεί εναντίον του. Αλλά τότε ακριβώς επανεμφανίζεται ο Λεωνίδας. Για να συλλάβει τον «υπουργό»! Με την κατηγορία της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, της αντιποίησης αρχής και της πρόκλησης εις ταραχάς. Όχι, ο Κουτρούλης δεν έχει γίνει υπουργός. Και θα βρισκόταν στα σίδερα της φυλακής εάν ο πεθερός του δεν πλήρωνε την εγγύηση.
Η Ανθούσα εμβρόντητη διαλαλεί πως θα διαλύσει το γάμο προσβλέποντας στην επιστροφή της υπό την σκιάν του _ προβιβασμένου πια σε υπαστυνόμο _ Λεωνίδα. Αμ δε! Ο Λεωνίδας απορρίπτει ακόμη και την ιδέα αυτή χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η Ανθούσα έχασε. Είναι, κατά τον νόμον, σύζυγος Κουτρούλη και μαζί του πρέπει να ζει πια. Το βαλς μετασχηματίστηκε σε χορό του Ζαλόγγου για τη ματαιόδοξη μικροαστή. Οπότε το μόνο που μπορεί να κάνει δεν είναι παρά να συμβιβαστεί και να επιβάλει νέους όρους _ πιο… εφικτούς: απαιτεί από τον Κουτρούλη φουστάνια πολλά, και καπέλα, και δούλους, και μάγειρα, και μεγάλη ζωή…
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής με την κωμωδία του «Του Κουτρούλη ο γάμος» (την πρωτοεξέδωσε, με ψευδώνυμο, το 1845), μία οξύτατη σάτιρα της διαμορφούμενης ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής κατάστασης του καιρού του (μόλις το 1844, και μετά την ενάντια στον Όθωνα επανάσταση του 1843, είχαν γίνει οι πρώτες εκλογές – παρωδία που κράτησαν επί μήνες (!), με τα βασικά κόμματα όχι μόνο να σύρονται από την Γαλλία, την Αγγλία και την Ρωσία _ τις «Μεγάλες Δυνάμεις» _ αλλά και απροκάλυπτα να αποκαλούνται Γαλλικό, Αγγλικό και Ρωσικό…), στηριγμένη σε φαρσικά στοιχεία, θέλησε να μιμηθεί τον Αριστοφάνη. Χωρίς να ξεχνάει τον Μολιέρο. Το έργο, που ακολουθεί τη φόρμα της αριστοφανικής κωμωδίας _ με στίχο, με Χορό, με επεισόδια και με στάσιμα, με Παράβαση, με δεύτερο μέρος όπου παρελαύνουν διάφοροι τύποι… _ , κάπως φλυαρεί, η, ενίοτε αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα στην οποία είναι γραμμένο δυσκολεύει την πρόσληψη από τους νεότερους αλλά το διακρίνουν μία καθαρότητα και μία ευθυβολία. Και οι στόχοι του _ η απόλυτη διαφθορά της πολιτικής ζωής του τόπου και τα μαϊμουδίσματα της (μικρο/μεσο/μεγαλο)αστικής τάξης _ βάλλονται τόσο καίρια, με τόσο σαρκασμό, ώστε, αίφνης, γίνεται τόσο επίκαιρο όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Αποδεικνύοντας πως η πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους αυτού, που ξεκίνησε όπως – όπως την πορεία του το 1830, καθορίστηκε από την πρώτη στιγμή. Η διαφθορά έγινε η σημαία του. Με σύμφυτη την τούρκικη νοοτροπία του ρουσφετιού και του μπαξισιού, μέσα στην οποία οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια, μ’ ένα λαό ανώριμο και αμόρφωτο, δεν έμελλε, μέχρι και σήμερα, να προχωρήσει ουσιαστικά. Οπότε, καθώς η ιστορία επαναλαμβάνεται, «Του Κουτρούλη ο γάμος», έστω κι αν είναι ένα έργο «αφελές» και «διδακτικό», όχι μόνο συνεχίζει να ισχύει αλλά, εκατόν εβδομήντα χρόνια μετά, μοιάζει κωμικοτραγικά επίκαιρο κείμενο.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου φυσικά το αντελήφθη αυτό. Και το εκμεταλλεύτηκε. Με τον πρόλογο και με τον επίλογό του _ ο ίδιος υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία μαζί με τον Στρατή Χαβιάρα _ στη φόρμα της επιθεώρησης ξεκαθάρισε τα πράγματα. Και ανάμεσα άφησε το κείμενο απολύτως ελεύθερο, να «κυκλοφορήσει» και να μιλήσει μόνο του, δίνοντάς του μοντέρνες κατευθύνσεις που ούτε το αλλοίωσαν ούτε το θόλωσαν ούτε το παραβίασαν, στήνοντας, στη γραμμή του γκροτέσκο, μία καρναβαλική παράσταση που άντλησε άφοβα από την κομέντια ντελ άρτε, από τα καρναβαλικά δρώμενα, από τον Αριστοφάνη _ τον οποίο, άλλωστε, ο Ραγκαβής έχει χρησιμοποιήσει ως πρότυπο _ ακόμα κι από τον Καραγκιόζη. Το χιούμορ περισσεύει και στους υπέρτιτλους που πέφτουν στα τραγούδια ή στις «δύσκολες» λέξεις συνδυάζεται το τερπνόν _ το γέλιο _ μετά του ωφελίμου _ η καλύτερη κατανόησή τους από το κοινό.
Οι ηθοποιοί του Βασίλη Παπαβασιλείου, που βρέθηκε στην καλύτερή του στιγμή των τελευταίων χρόνων, παρουσιάζουν τον «Κουτρούλη» στη σκηνή ως μέλη μιας κάποιας Φιλογλώσσου Εταιρείας και αφήνονται σ’ έναν οίστρο, απόλυτα ελεγχόμενο πάντως, κατεβάζοντας με αμεσότητα τα επίκαιρα νοήματα του έργου χωρίς να κλείνουν το μάτι. Παίζοντας οι ίδιοι μουσικά όργανα, εκτελούν την απόλυτα ταιριαστή μουσική και _ διδαγμένοι, άψογα όπως πάντα, από την Μελίνα Παιονίδου _ τα τραγούδια του Δημήτρη Καμαρωτού ο οποίος επιτυχώς ξανοίγεται από τα χωρικά του ύδατα κάνοντας την έκπληξη.
Η αισθητική των «χάρτινων» κοστουμιών της Μαρί – Νοέλ Σεμέ δεν με αγγίζει καταρχάς. Αλλά η χρήση τους _ μαζί με τα μεθυστικά, χαρούμενα, καρναβαλικά τους χρώματα _ μου τα δικαιολόγησε απολύτως. Πόσω μάλλον όταν, κρεμασμένα αππό ψηλά και εξαιρετικά φωτισμένα από την Ελευθερία Ντεκώ, καθορίζουν και τον σκηνικό χώρο. Η αρμονική προς το ύφος της σκηνοθεσίας, «ακατέργαστη» κίνηση που δίδαξαν οι Sinequanon συμπληρώνει την ευτυχή συγκυρία της παράστασης αυτής.
Οι ερμηνείες. Η οποία ευτύχησε και στη διανομή της.
Ο εύφορος Νίκος Καραθάνος σ’ ένα ρόλο που του ταιριάζει, ο Νίκος Χατζόπουλος _ φιγούρα, κίνηση , μούτες ενός Πανταλόνε της κομέντια ντελ άρτε _, ο έξοχος, λιτότατος Μανώλης Μαυροματάκης, το αφοπλιστικό τρίο _ ο αστειότατος Σωτήρης Τσακομίδης, ο εκρηκτικής ενέργειας Μιχάλης Σαράντος και ο απολαυστικός, λαμπερός Φοιβίσκος του Άγγελου Μπούρα _, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Λαέρτης Μαλκότσης, Χριστίνα Μαξούρη, Άγγελος Τριανταφύλλου ακόμα και ο πιο αδύναμος Γιωργής Τσουρής όχι μόνο χειρίζονται το γκροτέσκο που τους ζητήθηκε χωρίς να χάνουν το μέτρο αλλά έχουν καταφέρει και να κατακτήσουν την άγνωστή τους καθαρεύουσα του κειμένου που πρέπει να εκστομίζουν γι αυτό και το κάνουν, όσο περισσότερο γίνεται, κατανοητό στο θεατή / ακροατή.
Ξεχώρισα τον άψογα στιλιζαρισμένο Θανάση Δήμου και την Γαλήνη Χατζηπασχάλη η οποία, διαφορετική κάθε φορά, από έργο σε έργο και από ρόλο σε ρόλο, με την τεχνική της, με την αιχμηρή, «αντιπαθητική» φωνή που επέλεξε και με τον μοναδικό, εμφατικό αλλά ποτέ «ορθοφωνικό» τρόπο που αρθρώνει το κείμενο, καταγράφει την Ανθούσα της στις αξέχαστες, για μένα τουλάχιστον, ερμηνείες.
Ένα, κατά τη γνώμη μου επίτευγμα ισορροπίας ανάμεσα στο παλαιό και στο μοντέρνο που αναδεικνύει το έργο του Ραγκαβή σε κείμενο σύγχρονο με τρόπο απολαυστικό. Και μία παράσταση, εξαντλητικά _ χωρίς να το επιδεικνύει _ μελετημένη και δουλεμένη, που δεν πρέπει να χάσετε: η καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, αυτής της σεζόν. Εγώ, πάντως, την είδα δυο φορές.
Εθνικό Θέατρο / Κεντρική Σκηνή, 19 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 2012.
Πείθει και τον πατέρα της για την ταπεινόν του συγκεκριμένου επαγγέλματος και θέτει όρον: θα υπανδρευθεί τον κυρ Κουτρούλη μόνον αν αλλάξει την τέχνη του. Και να γίνει τι; Υπουργός! Στόχος τόσο μεγαλομανής που δείχνει ανέφικτος _ ένας τρόπος για να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο.
Μα ο κυρ Κουτρούλης έχει υπηρέτη – σύμβουλο τον ξύπνιο και πονηρό Στροβίλη. Που ξέρει τη συνταγή πώς ο Κουτρούλης θα γένει υπουργός: θα το διαδώσουν παντού και, λέγε – λέγε, στο τέλος θα συμβεί κιόλας. Επί το έργον! Εντός ολίγου ο κόσμος βουίζει: ο Κουτρούλης οσονούπω γίνεται υπουργός. Ήδη φτάνουν οι πρώτοι _ ένας τέως υγειονόμος, ένας «εφημεριδογράφος» κι ένας ποιητής _ που ζητούν ρουσφέτια. Η φήμη στο μεταξύ, καθώς έχει γοργά ποδάρια, φέρνει το μαντάτο πως όντως ο Κουτρούλης υπουργοποιήθηκε. Οπότε το πιστεύει κι ο ίδιος.
Η Ανθούσα το ακούει, εντυπωσιάζεται και γλυκαίνεται. Εγκαταλείπει τα σχέδιά της και παντρεύεται τον τέως ράφτη. Οι αιτήσεις για ρουσφέτια πέφτουν πια βροχή πάνω του. Κι όταν εκείνος αγανακτήσει και αρνηθεί να τα ικανοποιήσει, το πόπολο θα εξεγερθεί εναντίον του. Αλλά τότε ακριβώς επανεμφανίζεται ο Λεωνίδας. Για να συλλάβει τον «υπουργό»! Με την κατηγορία της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, της αντιποίησης αρχής και της πρόκλησης εις ταραχάς. Όχι, ο Κουτρούλης δεν έχει γίνει υπουργός. Και θα βρισκόταν στα σίδερα της φυλακής εάν ο πεθερός του δεν πλήρωνε την εγγύηση.
Η Ανθούσα εμβρόντητη διαλαλεί πως θα διαλύσει το γάμο προσβλέποντας στην επιστροφή της υπό την σκιάν του _ προβιβασμένου πια σε υπαστυνόμο _ Λεωνίδα. Αμ δε! Ο Λεωνίδας απορρίπτει ακόμη και την ιδέα αυτή χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η Ανθούσα έχασε. Είναι, κατά τον νόμον, σύζυγος Κουτρούλη και μαζί του πρέπει να ζει πια. Το βαλς μετασχηματίστηκε σε χορό του Ζαλόγγου για τη ματαιόδοξη μικροαστή. Οπότε το μόνο που μπορεί να κάνει δεν είναι παρά να συμβιβαστεί και να επιβάλει νέους όρους _ πιο… εφικτούς: απαιτεί από τον Κουτρούλη φουστάνια πολλά, και καπέλα, και δούλους, και μάγειρα, και μεγάλη ζωή…
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής με την κωμωδία του «Του Κουτρούλη ο γάμος» (την πρωτοεξέδωσε, με ψευδώνυμο, το 1845), μία οξύτατη σάτιρα της διαμορφούμενης ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής κατάστασης του καιρού του (μόλις το 1844, και μετά την ενάντια στον Όθωνα επανάσταση του 1843, είχαν γίνει οι πρώτες εκλογές – παρωδία που κράτησαν επί μήνες (!), με τα βασικά κόμματα όχι μόνο να σύρονται από την Γαλλία, την Αγγλία και την Ρωσία _ τις «Μεγάλες Δυνάμεις» _ αλλά και απροκάλυπτα να αποκαλούνται Γαλλικό, Αγγλικό και Ρωσικό…), στηριγμένη σε φαρσικά στοιχεία, θέλησε να μιμηθεί τον Αριστοφάνη. Χωρίς να ξεχνάει τον Μολιέρο. Το έργο, που ακολουθεί τη φόρμα της αριστοφανικής κωμωδίας _ με στίχο, με Χορό, με επεισόδια και με στάσιμα, με Παράβαση, με δεύτερο μέρος όπου παρελαύνουν διάφοροι τύποι… _ , κάπως φλυαρεί, η, ενίοτε αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα στην οποία είναι γραμμένο δυσκολεύει την πρόσληψη από τους νεότερους αλλά το διακρίνουν μία καθαρότητα και μία ευθυβολία. Και οι στόχοι του _ η απόλυτη διαφθορά της πολιτικής ζωής του τόπου και τα μαϊμουδίσματα της (μικρο/μεσο/μεγαλο)αστικής τάξης _ βάλλονται τόσο καίρια, με τόσο σαρκασμό, ώστε, αίφνης, γίνεται τόσο επίκαιρο όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Αποδεικνύοντας πως η πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους αυτού, που ξεκίνησε όπως – όπως την πορεία του το 1830, καθορίστηκε από την πρώτη στιγμή. Η διαφθορά έγινε η σημαία του. Με σύμφυτη την τούρκικη νοοτροπία του ρουσφετιού και του μπαξισιού, μέσα στην οποία οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια, μ’ ένα λαό ανώριμο και αμόρφωτο, δεν έμελλε, μέχρι και σήμερα, να προχωρήσει ουσιαστικά. Οπότε, καθώς η ιστορία επαναλαμβάνεται, «Του Κουτρούλη ο γάμος», έστω κι αν είναι ένα έργο «αφελές» και «διδακτικό», όχι μόνο συνεχίζει να ισχύει αλλά, εκατόν εβδομήντα χρόνια μετά, μοιάζει κωμικοτραγικά επίκαιρο κείμενο.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου φυσικά το αντελήφθη αυτό. Και το εκμεταλλεύτηκε. Με τον πρόλογο και με τον επίλογό του _ ο ίδιος υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία μαζί με τον Στρατή Χαβιάρα _ στη φόρμα της επιθεώρησης ξεκαθάρισε τα πράγματα. Και ανάμεσα άφησε το κείμενο απολύτως ελεύθερο, να «κυκλοφορήσει» και να μιλήσει μόνο του, δίνοντάς του μοντέρνες κατευθύνσεις που ούτε το αλλοίωσαν ούτε το θόλωσαν ούτε το παραβίασαν, στήνοντας, στη γραμμή του γκροτέσκο, μία καρναβαλική παράσταση που άντλησε άφοβα από την κομέντια ντελ άρτε, από τα καρναβαλικά δρώμενα, από τον Αριστοφάνη _ τον οποίο, άλλωστε, ο Ραγκαβής έχει χρησιμοποιήσει ως πρότυπο _ ακόμα κι από τον Καραγκιόζη. Το χιούμορ περισσεύει και στους υπέρτιτλους που πέφτουν στα τραγούδια ή στις «δύσκολες» λέξεις συνδυάζεται το τερπνόν _ το γέλιο _ μετά του ωφελίμου _ η καλύτερη κατανόησή τους από το κοινό.
Οι ηθοποιοί του Βασίλη Παπαβασιλείου, που βρέθηκε στην καλύτερή του στιγμή των τελευταίων χρόνων, παρουσιάζουν τον «Κουτρούλη» στη σκηνή ως μέλη μιας κάποιας Φιλογλώσσου Εταιρείας και αφήνονται σ’ έναν οίστρο, απόλυτα ελεγχόμενο πάντως, κατεβάζοντας με αμεσότητα τα επίκαιρα νοήματα του έργου χωρίς να κλείνουν το μάτι. Παίζοντας οι ίδιοι μουσικά όργανα, εκτελούν την απόλυτα ταιριαστή μουσική και _ διδαγμένοι, άψογα όπως πάντα, από την Μελίνα Παιονίδου _ τα τραγούδια του Δημήτρη Καμαρωτού ο οποίος επιτυχώς ξανοίγεται από τα χωρικά του ύδατα κάνοντας την έκπληξη.
Η αισθητική των «χάρτινων» κοστουμιών της Μαρί – Νοέλ Σεμέ δεν με αγγίζει καταρχάς. Αλλά η χρήση τους _ μαζί με τα μεθυστικά, χαρούμενα, καρναβαλικά τους χρώματα _ μου τα δικαιολόγησε απολύτως. Πόσω μάλλον όταν, κρεμασμένα αππό ψηλά και εξαιρετικά φωτισμένα από την Ελευθερία Ντεκώ, καθορίζουν και τον σκηνικό χώρο. Η αρμονική προς το ύφος της σκηνοθεσίας, «ακατέργαστη» κίνηση που δίδαξαν οι Sinequanon συμπληρώνει την ευτυχή συγκυρία της παράστασης αυτής.
Οι ερμηνείες. Η οποία ευτύχησε και στη διανομή της.
Ο εύφορος Νίκος Καραθάνος σ’ ένα ρόλο που του ταιριάζει, ο Νίκος Χατζόπουλος _ φιγούρα, κίνηση , μούτες ενός Πανταλόνε της κομέντια ντελ άρτε _, ο έξοχος, λιτότατος Μανώλης Μαυροματάκης, το αφοπλιστικό τρίο _ ο αστειότατος Σωτήρης Τσακομίδης, ο εκρηκτικής ενέργειας Μιχάλης Σαράντος και ο απολαυστικός, λαμπερός Φοιβίσκος του Άγγελου Μπούρα _, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Λαέρτης Μαλκότσης, Χριστίνα Μαξούρη, Άγγελος Τριανταφύλλου ακόμα και ο πιο αδύναμος Γιωργής Τσουρής όχι μόνο χειρίζονται το γκροτέσκο που τους ζητήθηκε χωρίς να χάνουν το μέτρο αλλά έχουν καταφέρει και να κατακτήσουν την άγνωστή τους καθαρεύουσα του κειμένου που πρέπει να εκστομίζουν γι αυτό και το κάνουν, όσο περισσότερο γίνεται, κατανοητό στο θεατή / ακροατή.
Ξεχώρισα τον άψογα στιλιζαρισμένο Θανάση Δήμου και την Γαλήνη Χατζηπασχάλη η οποία, διαφορετική κάθε φορά, από έργο σε έργο και από ρόλο σε ρόλο, με την τεχνική της, με την αιχμηρή, «αντιπαθητική» φωνή που επέλεξε και με τον μοναδικό, εμφατικό αλλά ποτέ «ορθοφωνικό» τρόπο που αρθρώνει το κείμενο, καταγράφει την Ανθούσα της στις αξέχαστες, για μένα τουλάχιστον, ερμηνείες.
Ένα, κατά τη γνώμη μου επίτευγμα ισορροπίας ανάμεσα στο παλαιό και στο μοντέρνο που αναδεικνύει το έργο του Ραγκαβή σε κείμενο σύγχρονο με τρόπο απολαυστικό. Και μία παράσταση, εξαντλητικά _ χωρίς να το επιδεικνύει _ μελετημένη και δουλεμένη, που δεν πρέπει να χάσετε: η καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, αυτής της σεζόν. Εγώ, πάντως, την είδα δυο φορές.
Εθνικό Θέατρο / Κεντρική Σκηνή, 19 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 2012.
No comments:
Post a Comment