Μόνο να χαιρετήσω οφείλω την εμφάνιση μιας καινούργιας θεατρικής ομάδας. Παρά τους φόβους μου μπροστά στο αδιέξοδο που πιστεύω πως δημιουργεί ο ανεξέλεγκτος πλέον πληθωρισμός στο χώρο του θεάτρου μας. Και παρά την εκτίμησή μου _ που τείνει να εδραιωθεί σε πεποίθηση _ πως οι δεκάδες πια παραστάσεις αυτών των νέων ομάδων δεν είναι παρά παραστάσεις πανικού απεγνωσμένων ενώπιον του φάσματος της ανεργίας παιδιών που ξεκίνησαν να σπουδάσουν θέατρο θαμπωμένα, στη συντριπτική τους πλειονότητα, από την απατηλή και εύκολη λάμψη της τηλεόρασης, λάμψη που ήδη έσβησε.
Σεβαστή, όμως, κάθε νεανική θεατρική προσπάθεια. Αλλά όχι και υπεράνω κριτικής _ κριτικής καλόπιστης. Πιστεύω, καταρχάς, πως μια ομάδα θα πρέπει να ξεκινήσει με ένα σύγχρονο κείμενο. Ένα κείμενο που να την αφορά άμεσα. Που να μπορεί να το «μιλήσει». Ή, έστω, με ένα κείμενο κλασικό που να ανταποκρίνεται στον νεανικό ψυχισμό _ μια κωμωδία του Σαίξπιρ, για παράδειγμα. Άντε ένα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ένας Τσέχοφ ή ένας Πίντερ απαιτούν μια γνώση, μια πείρα ζωής και μια γνώση, μια πείρα θεάτρου καθώς και μια δυνατότητα εμβάθυνσης, εσωτερίκευσης που πολύ δύσκολα μπορεί να διαθέτει ένας άπειρος ηθοποιός ή ένας άπειρος σκηνοθέτης. Εκτός κι αν είναι ο Κουν ή ο Λιουμπίμοφ. Βέβαια, προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται… Και το αποτέλεσμα μπορεί να ανατρέψει κάθε ανάλογη, συντηρητική(;), όπως η παραπάνω, άποψη
Δεν θα κατέληγα στο συμπέρασμα αυτό για την «Ομάδα 11» που ο Αντώνης Αντύπας είχε την γενναιοδωρία να της παραχωρήσει στέγη. Αποφάσισαν, αν και πρωτοεμφανιζόμενοι, να ανεβάσουν ένα από τα δίσημα αριστουργήματα του Χάρολντ Πίντερ, τους «Παλιούς καιρούς», στην ανθεκτική, ακόμα, μετάφραση της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Μια φίλη _ και ίσως όχι απλώς φίλη… _ από το απώτερο παρελθόν _ είκοσι χρόνια πριν _ της γυναίκας επισκέπτεται στο σπίτι του, στην αγγλική εξοχή, ένα ζευγάρι. Οι μνήμες αλλοιωμένες, αντιφατικές, μέσα από διαφορετικά πρίσματα διυλισμένες, οι χρόνοι, διεσταλμένοι, μέσα από διαφορετικά εσωτερικά ρολόγια μετρημένοι θα υψωθούν απειλητικά απέναντί τους εμπλέκοντας τους τρεις σε ένα ομιχλώδες παιχνίδι υψηλής ποίησης.
Έργο με δύσκολες, επικίνδυνες ισορροπίες. Που ο σκηνοθέτης Νίκος Πασχίδης δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου, να τιθασσεύσει μέσα στο, επαρκώς φωτισμένο από την Σοφία Αλεξιάδου, νοικοκυρεμένο σκηνικό του Δημήτρη Κακριδά. Με αποτέλεσμα μια δειλή, επίπεδη παράσταση, άνισων ρυθμών και καλών προθέσεων που, σίγουρα, δεν μπορώ να τις αρνηθώ _ η προσπάθεια το κείμενο να αρθρωθεί σωστά και να κατεβεί στο κοινό είναι αισθητή _, η οποία δεν ξεφεύγει από την πρωτογενή ανάγνωση. Το πιντερικό χιούμορ κάποιες στιγμές διασώζεται πάντως.
Ελκυστικοί εμφανισιακά αλλά άπειροι και αμήχανοι, η Έλενα Πελαγία και, κυρίως, ο Γιάννης Μοσχίδης _ που επιπλέον διαθέτει ένα πολύ καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο _ αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους με ειλικρίνεια και με σπουδαστικό φιλότιμο. Η Μαρία Σκαφτούρα, όμως, που δεν είναι άπειρη, απορώ γιατί επέλεξε _ και γιατί ο σκηνοθέτης το αποδέχτηκε _ την οδό της διαρκούς πόζας που κάποιες στιγμές γίνεται ενοχλητική.
«Απλό Θέατρο» / Νέα Σκηνή, 20 Μαρτίου 2012
Σεβαστή, όμως, κάθε νεανική θεατρική προσπάθεια. Αλλά όχι και υπεράνω κριτικής _ κριτικής καλόπιστης. Πιστεύω, καταρχάς, πως μια ομάδα θα πρέπει να ξεκινήσει με ένα σύγχρονο κείμενο. Ένα κείμενο που να την αφορά άμεσα. Που να μπορεί να το «μιλήσει». Ή, έστω, με ένα κείμενο κλασικό που να ανταποκρίνεται στον νεανικό ψυχισμό _ μια κωμωδία του Σαίξπιρ, για παράδειγμα. Άντε ένα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ένας Τσέχοφ ή ένας Πίντερ απαιτούν μια γνώση, μια πείρα ζωής και μια γνώση, μια πείρα θεάτρου καθώς και μια δυνατότητα εμβάθυνσης, εσωτερίκευσης που πολύ δύσκολα μπορεί να διαθέτει ένας άπειρος ηθοποιός ή ένας άπειρος σκηνοθέτης. Εκτός κι αν είναι ο Κουν ή ο Λιουμπίμοφ. Βέβαια, προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται… Και το αποτέλεσμα μπορεί να ανατρέψει κάθε ανάλογη, συντηρητική(;), όπως η παραπάνω, άποψη
Δεν θα κατέληγα στο συμπέρασμα αυτό για την «Ομάδα 11» που ο Αντώνης Αντύπας είχε την γενναιοδωρία να της παραχωρήσει στέγη. Αποφάσισαν, αν και πρωτοεμφανιζόμενοι, να ανεβάσουν ένα από τα δίσημα αριστουργήματα του Χάρολντ Πίντερ, τους «Παλιούς καιρούς», στην ανθεκτική, ακόμα, μετάφραση της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Μια φίλη _ και ίσως όχι απλώς φίλη… _ από το απώτερο παρελθόν _ είκοσι χρόνια πριν _ της γυναίκας επισκέπτεται στο σπίτι του, στην αγγλική εξοχή, ένα ζευγάρι. Οι μνήμες αλλοιωμένες, αντιφατικές, μέσα από διαφορετικά πρίσματα διυλισμένες, οι χρόνοι, διεσταλμένοι, μέσα από διαφορετικά εσωτερικά ρολόγια μετρημένοι θα υψωθούν απειλητικά απέναντί τους εμπλέκοντας τους τρεις σε ένα ομιχλώδες παιχνίδι υψηλής ποίησης.
Έργο με δύσκολες, επικίνδυνες ισορροπίες. Που ο σκηνοθέτης Νίκος Πασχίδης δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου, να τιθασσεύσει μέσα στο, επαρκώς φωτισμένο από την Σοφία Αλεξιάδου, νοικοκυρεμένο σκηνικό του Δημήτρη Κακριδά. Με αποτέλεσμα μια δειλή, επίπεδη παράσταση, άνισων ρυθμών και καλών προθέσεων που, σίγουρα, δεν μπορώ να τις αρνηθώ _ η προσπάθεια το κείμενο να αρθρωθεί σωστά και να κατεβεί στο κοινό είναι αισθητή _, η οποία δεν ξεφεύγει από την πρωτογενή ανάγνωση. Το πιντερικό χιούμορ κάποιες στιγμές διασώζεται πάντως.
Ελκυστικοί εμφανισιακά αλλά άπειροι και αμήχανοι, η Έλενα Πελαγία και, κυρίως, ο Γιάννης Μοσχίδης _ που επιπλέον διαθέτει ένα πολύ καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο _ αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους με ειλικρίνεια και με σπουδαστικό φιλότιμο. Η Μαρία Σκαφτούρα, όμως, που δεν είναι άπειρη, απορώ γιατί επέλεξε _ και γιατί ο σκηνοθέτης το αποδέχτηκε _ την οδό της διαρκούς πόζας που κάποιες στιγμές γίνεται ενοχλητική.
«Απλό Θέατρο» / Νέα Σκηνή, 20 Μαρτίου 2012
No comments:
Post a Comment