Ο Ντον σχεδιάζει να κλέψει ένα συλλέκτη που πέρασε από το μαγαζί του ψάχνοντας αντίκες και που απρόσμενα του ’δωσε ενενήντα δολλάρια για ένα παλιό πεντοδόλαρο με χαραγμένο ένα βούβαλο πάνω του. Πιστεύει πως το νόμισμα άξιζε πολύ περισσότερα και πως ο συλλέκτης τον έριξε. Θέλει να το πάρει πίσω αλλά να κάνει και την μπάζα του. Σχεδιάζει να στείλει για τη διάρρηξη τον Μπομπ. Ο Τιτς θα τον πείσει πως η δουλειά δεν είναι για τον μικρό. Και πως πρέπει να την αναλάβει ο ίδιος μαζί με τον κοινό τους φίλο, τον Φλέτσερ, κρύβοντάς το απ’ τον Μπομπ.
Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν ο Τιτς φτάσει καθυστερημένος στο παλιατζίδικο για να βάλει μπρος στο κόλπο, ο Φλέτσερ που τον περίμεναν δεν θα ’χει έρθει. Έρχεται όμως ο Μπομπ. Φέρνει ένα πεντοδόλαρο με βούβαλο, που δεν διευκρινίζει πού το βρήκε και θέλει να το πουλήσει στον Ντον για πενήντα διολάρια. Αλλά τους φέρνει και το μαντάτο πως τον Φλέτσερ τον λήστεψαν και του έσπασαν το σαγόνι. Και πως βρίσκεται στο νοσοκομείο _ έτσι εξηγείται γιατί δεν εμφανίστηκε. Το κόλπο ναυαγεί. Κάποιες αντιφάσεις του Μπομπ εξοργίζουν τον μόνιμα, άλλωστε, οργισμένο _ και οπλισμένο πια, πράγμα που καθόλου δεν αρέσει στον Ντον… _ Τιτς που υποψιάζεται τον μικρό και, με την ανοχή του Ντον, τον χτυπάει άσχημα στο κεφάλι. Ο Μπομπ αρχίζει να αιμορραγεί από το αυτί. Όταν ένα τηλεφώνημα έρθει να τον «αθωώσει», ο Ντον θα βρίσει και θα διώξει τον Τιτς που θα τα σπάσει στο μαγαζί πριν οι δυο τους τα ξαναβρούν και πριν ξεκινήσουν να πάνε το παιδί στο νοσοκομείο, σ’ ένα φινάλε ανοιχτό σε όλες τις πιθανότητες.
Ο Ντέιβιντ Μάμετ με τον «Αμερικάνικο βούβαλο» (1975) συνθέτει, μέσα από τον πυκνό, σφιχτό, εξαιρετικά επεξεργασμένο, φωτογραφικά ρεαλιστικό, «βρώμικο» _ γιατί έτσι πρέπει κι όχι για λόγους εντυπωσιασμού _ διάλογό του, μια φέτα αμερικάνικης ζωής. Που πόρρω απέχει από τα μιούζικαλ του Μπρόντγουέι και τις ταινίες του Χόλιγουντ. Καθόλου φωτεινή και ροζ αλλά σκοτεινή και γκρίζα. Στόχος του, το ξεγύμνωμα του Αμερικάνικου Όνειρου, η αποκάλυψη της Μεγάλης αυτής Απάτης _ και Αυταπάτης _ και ένα μάθημα ανατομίας πάνω στο πτώμα του καπιταλισμού. Ελεύθερη οικονομία, λέει ο Τιτς, το απόβρασμα που δεν είναι παρά θύμα της κοινωνίας στην οποία ζει, είναι «η ελευθερία του Ατόμου Να Επιχειρεί Ελευθέρως Ό,τι του Καυλώσει προκειμένου να ασκεί το αναφαίρετο δικαίωμά του να εξασφαλίζει κέρδος».
«Ο αμερικάνικος βούβαλος» είναι, σαφώς, ένα πολιτικό έργο αλλά, απλώς, πιστεύω πως ο Μάμετ βουτάει, αλλά λίγο βαθύτερα από την επιφάνεια, δεν καταδύεται στο βυθό. Όπως ακριβώς και ο «πρόγονός» του, ο Άρθουρ Μίλερ. Συγγραφείς σημαντικοί, συγγραφείς με πολιτική συνείδηση, που, όμως, όπως όλο σχεδόν το αμερικάνικο θέατρο _ το θέατρο ουσίας εννοώ, Ο’ Νιλ, Τενεσί Γουίλιαμς, Χέλμαν, Θόρντον Γουάιλντερ, Σέπαρντ, ΜακΝάλι… εκτός ίσως απ’ τον Άλμπι και τον Τόνι Κούσνερ _, δεν χώνουν το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο.
Ο Μάμετ, πάντως, παρά τον κοντά στον νατουραλισμό ρεαλισμό του, δημιουργεί φωτοσκιάσεις που προσδίδουν γοητεία στο τελικό αποτέλεσμα και οι τρεις χαρακτήρες του έργου διαγράφονται αδρά ενώ τα απόντα πρόσωπα που αναφέρονται διαρκώς _ Ρούθ, Γκρέισι, Φλέτσερ, Κόμης… _ είναι ωσεί παρόντα εμπλουτίζοντας τη δραματουργία του.
Η παράσταση. Για να πετύχει το ανέβασμα ενός έργου που στηρίζεται στο διάλογο και όχι στη δράση, όπως ο «Αμερικάνικος βούβαλος», πρέπει να κερδίσει τη συγκέντρωση του θεατή. Πώς μπορεί να το καταφέρει ο σκηνοθέτης; Προσέχοντας ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες. Ο Δημήτρης Τάρλοου _ που ανέλαβε τη σκηνοθεσία και που γνωρίζει άριστα το έργο γιατί όχι μόνο έπαιζε το ρόλο του Μπομπ στο πρώτο του ανέβασμα στην Ελλάδα, το 1992, στο «Εμπρός» από τον Τάσο Μπαντή, αλλά και το συνυπέγραφε μαζί του ως μεταφραστής _ πρόσεξε τις λεπτομέρειες όσο δεν γινόταν.
Καταρχάς έκανε κάποιες αλλαγές στη μετάφραση που την υπογράφει πια μόνος του. Η μετάφραση είναι, ως γνωστόν, το ήμισυ του παντός. Και η παρούσα είναι εξαιρετική. Πάνω στη μετάφραση αυτή ο Τάρλοου δούλεψε εξαντλητικά με τους ηθοποιούς του. Το αποτέλεσμα, μια παράσταση με άψογους ρυθμούς, εσωτερικότατη, μετρημένη με το υποδεκάμετρο αλλά χωρίς αυτό να την κάνει να χάσει τους χυμούς της. Η μουσική και η επιμέλεια ήχων του Μπλέιν Ρέινινγκερ και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο τους στο αποτέλεσμα. Δεν θα έλεγα όμως το ίδιο για το παρατακτικό σκηνικό της που το σώζουν πάντως οι φωτισμοί της Φελίς Ρος.
Οι ερμηνείες. Οι τρεις ηθοποιοί είναι το μεγάλο ατού της παράστασης: εξαίρετοι και οι τρεις! Είχα πολύ καιρό να δω τον Αλέξανδρο Μυλωνά σε τόσο βασανισμένη ερμηνεία. Ο Γιώργος Γάλλος, με την αδρότητά του που ταιριάζει κουτί στο ρόλο του Τιτς, έστω και αν είναι λίγο τσιμπημένη στις εντάσεις η υποκριτική του, έχει μία αυθεντικότητα μοναδική. Συγκλονιστικός ο αδύναμος Μπομπ του νεαρού Παναγιώτη Καλαντζή. Θέλω να τον δω και σε άλλους ρόλους για να σιγουρευτώ πώς η απόδοσή του είναι καρπός διακεκριμένου ταλάντου και όχι απλώς ότι ο ηθοποιός είναι ιδιοσυγκρασιακά κοντά στον Μπομπ. Αλλά και αυτό να συμβαίνει είναι επίτευγμα πώς τη «συγγένεια» αυτή την υλοποιεί σκηνικά.
Μία παράσταση, κατά τη γνώμη μου, από τις ΠΟΛΥ καλές της σεζόν. Και που θα σας συνιστούσα ανυπερθέτως να δείτε.
Θέατρο «Πορεία», 8 Μαρτίου 2012.
No comments:
Post a Comment