Πολυτάραχος ο βίος της. Ένα οικογενειακό μπαχαράδικο στην Ευριπίδου που το κρατούσε ο παππούς της. Ένας πατέρας άσωτος που έτρεχε πίσω από τις ερωμένες _ μέχρι που πάντρεψε μια τους με το γιό του. Ένας σύζυγος, σωφέρ σε τουριστικά λεωφορεία, που ακολούθησε την «καριέρα» του πεθερού του και ασχολήθηκε με το… κυνήγι της τουρίστριας μέχρι που βρέθηκε νεκρός από ατύχημα στο Ναύπλιο ενώ προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάποιες τουρίστριες. Ο πατέρας και η νύφη / ερωμένη που πυρπόλησαν το μπαχαράδικο για να εισπράξουν την ασφάλεια. Η νύφη που την έκλεισαν στο Δαφνί ως πυρομανή. Ο άντρας της και αδελφός της Ελένης που εξαφανίστηκε _ κάπου μισθοφόρος; Κάπου έμπορος ναρκωτικών; Ο πατέρας που βρέθηκε νεκρός, ξεβράκωτος, στο Σούνιο. Η οικονομική καταστροφή. Το σπίτι που γλύτωσε γιατί ήταν στο όνομα της Ελένης αλλά που το απαλλοτρίωσαν για να μην ενοχλεί τη θέα του Μουσείου και πρόκειται να της το πάρουν. Ο γερανός που δουλεύει τριγύρω με ήχους απειλητικούς. Και η ξεναγός Ελένη που φυλάει σαν τα μάτια της τη θέση της έκτης Καρυάτιδας, της κλεμμένης, και γίνεται ο ενδιάμεσος με τις «αδελφές» της οι οποίες ζουν πια στο Μουσείο.
Ο Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης έγραψαν ένα μονόλογο _ «Η έκτη Καρυάτιδα» ο τίτλος του _, που μοσχοβολάει μπαχάρια κι αρώματα παλιάς εποχής. Συνδυάζοντας μια ζωή ταραχώδη, η οποία κουβαλάει μνήμες από το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, με την αρχαιότητα _ η Ακρόπολη, το Μουσείο της, οι Καρυάτιδες, η Βραυρώνα… Που τα έδεσαν αρμονικά _ και πολύ έξυπνα _ με κρίκο το επάγγελμα της ξεναγού το οποίο διάλεξαν για την ηρωίδα τους δημιουργώντας ένα κείμενο πολυεπίπεδο _ το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, από τα παιγμένα τους.
Ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης έπιασε το κείμενο αυτό με αγάπη, το εγκατέστησε σ’ ένα έξοχο αισθητικά, αυθεντικά τσοκλικό εικαστικό περιβάλλον _ έστω κι αν θα το προτιμούσα πιο σκηνικά λειτουργικό _, όπου κυριαρχεί το λευκό, το φώτισε με φως άπλετο, έντυσε την ηθοποιό του μ’ ένα λευκό κοστούμι απόλυτα ταιριαστό και την οδήγησε, αυτός ο σκηνοθετικά άπειρος, σε μια ερμηνεία αποχρώσεων μ’ ένα τολμηρό φινάλε – έκπληξη. Μόνη μου ένσταση, η κίνηση που, κάποιες στιγμές, μοιάζει υπερβολική ή αμήχανη.
Η Σοφιά Φιλιππίδου που επωμίστηκε το μονόλογο, δείχνει για πρώτη φορά να δέχτηκε να υποτάξει το πληθωρικό, εκρηκτικό τάλαντό της σε σκηνοθέτη. Αγνώριστη, αφήνοντας τη μοναδική κωμική μανιέρα της, άρα διακινδυνεύοντας, αλλά χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της ακολουθεί μία υποκριτική λεπτομέρειας ενώ δεν παύει να είναι άμεση. Το χιούμορ της, η «τρέλα» της, αλώβητα, έχουν αφήσει το γκροτέσκο κατά μερος και κατεβάζουν το χιούμορ του κειμένου με λεπτότητα αλλά και με αιφνιδιασμούς, απόλυτα, όμως, ελεγχόμενους.
Ένα κείμενο, μια παράσταση και μια ερμηνεία απολαυστική που σας συστείνω ανεπιφύλακτα.
Θέατρο «Άλμα» / Κεντρική Σκηνή, 12 Μαρτίου 2012
No comments:
Post a Comment