«Human Requiem» («Ανθρώπινο ρέκβιεμ») είναι ο τίτλος που επελέγη για τη διαδραστική, «χορογραφημένη» παρουσίαση, από την Χορωδία της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου, σε συνεργασία με την ομάδα «Σάσα Βαλς και Καλεσμένοι», του έργου του Γιoχάνες Μπραμς «Ένα Γερμανικό Ρέκβιεμ», στην εκδοχή του, τη λεγόμενη «Του Λονδίνου», για σολίστ, μεικτή χορωδία και πιάνο τέσσερα χέρια, όπως τη διασκεύασε o Φίλιπ Μολ. Τίτλος απόλυτα επιτυχημένος και απόλυτα αντιπροσωπευτικός.
Ο ευφάνταστος Γιόχεν Ζάντιχ, στον οποίο οφείλεται η σύλληψη της ιδέας και η σκηνοθετική υλοποίησή της, σε δραματουργία της Ίλκα Ζάιφερτ και της Σάσα Βαλτς και με καλλιτεχνικούς συνεργάτες τον Νταβίντε Καμπλάνι και την Κλάουντια ντε Σέρπα Σουάρις, ελάφρωσε το «πολύ γερμανικό», δύστροπο «Ρέκβιεμ» του Μπραμς χρησιμοποιώντας την εκδοχή του χωρίς ορχήστρα αλλά και, ταυτόχρονα, το βάθυνε και το έκανε πιο κοντινό μας μπλέκοντας τα -πάνω από 60- μέλη της χορωδίας ανάμεσα στο κοινό που το ανέβασε στη σκηνή. Είχε, βέβαια, ένα συν: το κείμενο που έχει χρησιμοποιήσει ο Μπραμς για το «Ρέκβιέμ» του, από την Βίβλο -αλλά και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια- αντλεί, δεν είναι, όμως, το «επίσημο» λατινικό κείμενο της νεκρικής ακολουθίας και δεν έχει στόχο τη λειτουργική χρήση. Άρα, καθώς είναι στα ομιλούμενα γερμανικά, είναι πιο άμεσο.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μέσα λιτά αλλά καίρια για να το οπτικοποιήσει: κυκλικές κινήσεις της χορωδίας που σε κάποια σκηνή σέρνουν και το πιάνο με τους δύο πιανίστες, μία από τις κοπέλες-μέλη της, στα λευκά ντυμένη, να μεταφέρεται στα χέρια των άλλων ως νεκρή, το σώμα της να εναποτίθεται σε ένα σκαλοπάτι και να το ραίνουν με ρύζι, κούνιες ξύλινες, δεμένες με χοντρές τριχιές, που πέφτουν από την οροφή και πάνω τους κουνιούνται χορωδοί και η σοπράνο, ο βαρύτονος, στο δεύτερο κομμάτι στο οποίο συμμετέχει, να τραγουδάει μακριά από τη σκηνή, σε ένα από τα θεωρεία, τα παιδάκια στα λευκά που σκορπίζονται ανάμεσά μας προς το τέλος… Και, πάνω απ’ όλα, η συμμετοχή μας ως ακροατών/θεατών -χωρίς, πάντως, διαδραστικές απαιτήσεις: να κινούμαστε ελεύθερα στη σκηνή, να καθόμαστε όπου θέλουμε, να μας μοιράζουν μαξιλαράκια για να καθίσουμε στα σανίδια του πατώματος, να στρώνουν καραβόπανα για να καθίσουμε κάτω… Και πλάι μας, πίσω μας, μπροστά μας, ανάμεσά μας, οι χορωδοί, με ρούχα καθημερινά -να νοιώθουμε, ξαφνικά, τις ανάσες τους. Μία παράσταση που ρέει -διαρκής ροή- συναρπαστικά, άμεση και βαθιά συγκινητική. Και όπου ο Μπραντ Χουάνγκ με την εικαστική επιμέλειά του και ο Γιεργκ Μπίτνερ με τους φωτισμούς του δίνουν αποφασιστικό χέρι βοηθείας ακολουθώντας τη γραμμή αυτή της άκρας λιτότητας.
Όσο για το μουσικό μέρος συμπλέει αρμονικά με το σκηνικό. Ο αρχιμουσικός Χάις Λέναρς, με βοηθό μαέστρο τον Νίκολας Φινκ, οδηγούν θαυμαστά την έξοχη χορωδία, παρά τις μετακινήσεις της και τις μετατοπίσεις των ηχητικών όγκων. Ενώ οι σολίστ -η σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν και ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός-, άψογοι, αίρονται στο ύψος των περιστάσεων, όπως και οι δύο πιανίστες, η Άνγκελα Γκάσενχούμπερ και ο Φίλιπ Μάγιερς.
Το συμπέρασμα. Μία έξοχη μουσική παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε με τίποτα!
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», «Adagio-Μουσικές για τις Ημέρες του Πάσχα», 26 Απριλίου 2016.
No comments:
Post a Comment