Το Τέταρτο Κουδούνι / 7 Απριλίου 2016
«Λήγουν οι παραστάσεις τού… στις 24 Απριλίου», «τέλος στις παραστάσεις τού…», «λίγες ακόμα οι παραστάσεις τού…», «τελευταίες παραστάσεις τού…», «δυο τελευταίες παραστάσεις τού…», «μια τελευταία παράσταση τού…»…
ΒΟΗΘΕΙΑ! ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ!
Αυτό δεν το κατάλαβα. Τ’ όνομα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ακουγόταν για τη θέση του επικεφαλής του «Ελληνικού Φεστιβάλ», ως διαδόχου του Γιώργου Λούκου, τον οποίο είχαν στο στόχαστρο κάποιοι απ’ το υπουργείο Πολιτισμού και διάφορα απεργάζονταν, απ’ το περασμένο καλοκαίρι. Μετά, όταν καταστρώθηκε το -ευφυέστατο, τι να σας πω…- σχέδιο «κακουργοποίησης» του Λούκου για να τον απομακρύνουν αναίμακτα, ως κλέφτη -ναι, ακριβώς, σ’ αυτό απέβλεπαν, να του μείνει η ρετσινιά του «κλέφτη»-, σχέδιο που τους πέτυχε ως προς την απομάκρυνσή του αλλά δεν τους βγήκε ως προς το «κλέφτης» γιατί ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, πάλι τ’ όνομα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ακουγόταν -που ’ναι και ΣΥΡΙΖΑ κι ο πρωθυπουργός πηγαίνει στις παραστάσεις του. Και του οποίου, μάλιστα, δημοσιεύτηκε, ως ιντερλούδιο, συνέντευξη στα «Νέα», να ψέγει τον Λούκο -η οποία, πάντως, όπως ο ίδιος με διαβεβαίωσε, είχε δοθεί πριν η «Εφημερίδα των Συντακτών» αποφασίσει να γκρεμίσει τον Λουκισμό αλλά δημοσιεύτηκε μετά, άρα bad timing…
Εν πάση περιπτώσει, η απορία μου είναι: γιατί, μετά τον εξοστρακισμό του Λούκου, αφού τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο ήθελαν -τ’ όνομά του είχε ήδη κυκλοφορήσει για τη θέση του διευθυντή του Εθνικού, είχε ήδη κυκλοφορήσει για τη θέση του διευθυντή του ΚΘΒΕ, που, όπως, σίγουρα γνωρίζω, την αρνήθηκε, ενώ έχει ήδη διοριστεί και στο Δ.Σ. του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ολόκληρη τουρνέ- δεν τον διόρισαν απευθείας κι έκαναν καλλιτεχνικό διευθυντή -που δεν ήθελε να ’ναι καλλιτεχνικός διευθυντής αλλά «curator»- τον Γιαν Φαμπρ; Ο οποίος απεδείχθη ο «εις μίαν ώραν την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλό την χώραν», που ’λεγε κι ο Αλέξανδρος Σούτσος. Και πριν αλέκτορα φωνήσαι, στα τρίμερα της παραίτησης Φαμπρ, ιδού, τελικά, με συνοπτικές διαδικασίες, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος καλλιτεχνικός διευθυντής του «Ελληνικού Φεστιβάλ» -αυτός αποδέχεται τον τίτλο «Ελληνικό» κι είναι κι Έλλην, το καυχάται. Δηλαδή, πρόχειρο στο ερμάρι τον είχαν, ως πρώτο αναπληρωματικό, και, βλακωδώς, πυροδότησαν ολόκληρη πυρηνική έκρηξη Φαμπρ (για την οποία είχαν το θράσος να επιρρίπτουν, με επίσημη -ναι!- ανακοίνωση του υπουργείου, το βάρος στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στους καλλιτέχνες κι όχι στα μούτρα τους και στους ηλίθιους χειρισμούς τους); Μόνον ανίδεοι κι άσχετοι κι ανόητοι κι ανεύθυνοι λειτουργούν έτσι.
Πάντως, μέτρησα τους προέδρους/διευθυντές του Ελληνικού Φεστιβάλ απ’ την ίδρυση της Α.Ε. το 1998 -Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Κουρουπός, Βαρβάρα Μπελεζίνη, Περικλής Κούκος, Γιώργος Δ. Βουλγαράκης, Γιάννης Καραχισαρίδης, Γιώργος Λούκος, Γιαν Φαμπρ (ο Γιαν των 52 ημερών, ναι, τόσες ήταν απ’ την ανακοίνωση του διορισμού του μέχρι την ανακοίνωση της παραίτησής του, πώς λέμε «Η Άννα των 1000 ημερών»;)- κι ανακάλυψα πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι ο… 8½. Όχι του Φελίνι αλλά του Φεστιβάλ -διότι άντε να μη μετρήσεις τον Φαμπρ ως ½…
Και κάτι ακόμα. Και στη συγκέντρωση των καλλιτεχνών την περασμένη Παρασκευή στην «Σφενδόνη» και στην πρώτη ανακοίνωσή του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του «Ελληνικού Φεστιβάλ» ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ρίχνει καρφιά κατά Λούκο μεριά ότι δεν είχε καταρτίσει πρόγραμμα για τα καλοκαιρινά Φεστιβάλ. Αν είναι δυνατόν! Μα δεν ξέρει -και μάλλον θα το ξέρει πολύ καλά…- πως η απομάκρυνση του Λούκου συζητιόταν απ’ το περασμένο καλοκαίρι; Και πως από 25 Νοεμβρίου είχε γίνει ο στόχος για «οικονομικό σκάνδαλο»; Και πως για τον προϋπολογισμό των Φεστιβάλ, γι άλλη μια χρονιά, καμιά ενημέρωση δεν είχε; Πότε, δηλαδή, ακριβώς να ετοίμαζε πρόγραμμα, όταν ήταν απολύτως στον αέρα; Να δω του χρόνου πότε θα παραδώσει ο ίδιος ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος το πρόγραμμα;…
Απ’ την άλλη οι αντιδράσεις για τον Φαμπρ, τα ξεκάρφωτα αναρτώμενα και κατά κόρον προβαλλόμενα βιντεάκια με τα «προστυχούλια» τους, τα διαδικτυακά σχόλια της κάθε μετριότητας και του κάθε άσχετου -που μπορεί όχι μόνο τον Φαμπρ να μην είχε ξανακούσει αλλά ούτε τι είναι Φεστιβάλ και Ηρώδειο και Επίδαυρος -τα οποία γράφτηκαν -μην και μπείτε στη σελίδα του στο facebook για να τα διαβάσετε, σκατίλα μυρίζει…-, κι οι ανοιχτοί, ξεχειλισμένοι βόθροι των πρωινάδικων και των απογευματινάδικων και των βραδυνάδικων των κωλοκάναλων, με τους άσχετους να ’χουνε τον πρώτο λόγο, και των ειδικευμένων shitty life style εντύπων ένα μόνο κατέδειξαν: το επίπεδο του ελληνικού λαού -του τόσο περήφανου και τόσο υψηλόφρωνος και τόσο, μα τόσο ελληνικού…, όπου οι βούρτσες των αριστερών να μπλέκονται με τις πούτσες του Φαήλου και του Αδώνιδος. Κι, όπως είπε μια φίλη, μαζί με την κηδεία του τραγουδιστή Παντελίδη ήταν, τελικά, ο καθρέφτης μιας κοινωνίας σε κρίση. Σε πολύ βαθύ γκρεμό πεσμένης και ικανής, πλέον, για τα πάντα. Δηλαδή επικίνδυνης…
Νοιώθω μια βαθύτατη αηδία. Προς πάσαν κατεύθυνσιν.
Μέσα στην κατάσταση «διαφάνεια» και «τα λέμε όλα» (ή όχι, λέμε μερικά μόνο;) που ’χουν περιέλθει οι άνθρωποι του θεάτρου και μέσα στις δύσκολες μέρες που περνάνε(-με) και μέσα στον ντόρο που δημιουργήθηκε για το θέμα «Φαμπρ/Φεστιβάλ», εγώ θα ’θελα να μάθω, εφόσον ο Γιώργος Λούκος είχε «εκλείψει» στο μεταξύ, ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ τα κρατικά Θέατρα είχαν πάρει ημερομηνίες για την Επίδαυρο και ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ είχαν πάρει πράσινο φως παραστάσεις όπως η «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά, ο «Πλούτος» του Γιώργου Κιμούλη ή οι «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου και του «Θεάτρου Τέχνης» και μάλιστα είχαν τόση σιγουριά που κάποιες είχαν ήδη αρχίσει δοκιμές. Έχουν προκληθεί ήδη να μιλήσουν, απάντηση κανείς τους δεν έχει δώσει αλλά εγώ επιμένω.
Ο Γιώργος Γλάστρας θα ’ναι ο Χίθκλιφ του Γιάννη Καλαβριανού στα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλι Μπροντέ που ο Καλαβριανός θ’ ανεβάσει, σε διασκευή του για το θέατρο, στο ΚΘΒΕ τον επόμενο χειμώνα, όπως σας έγραφα στο ιστολόγιο προχτές, 5 Απριλίου. Ο καλός ηθοποιός, ο οποίος τώρα παίζει στην «Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ που ’χει ανεβάσει ο Γιάννης Μόσχος στο Δημοτικό του Πειραιά, συνεργάζεται με τον Γιάννη Καλαβριανό ήδη απ’ το 2013. Έχει παίξει στην παράστασή του «Γιοι και κόρες» -τη δεύτερη χρονιά της-, στην παράστασή του «Ο τρομερός λόγος του Ντέιβιντ για την Ευρώπη», εμπνευσμένη απ’ το λόγο που εκφώνησε ο Ντέιβιντ Κάμερον στις 23 Ιανουαρίου 2013, εν όψει του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή την έξοδο του Ενωμένου Βασιλείου απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρουσίασαν στο Βερολίνο, στο «Αβελάρδος και Ελοΐζα» -ήταν ο Αβελάρδος- καθώς και στο «Ποιος θέλει να είναι αξιαγάπητος;», την παράσταση την ενταγμένη στο πεντάπτυχο «Το χαμένο δαχτυλίδι» που ανέβηκε στο Βερολίνο επίσης.
Αφήστε που ’χουν και προϊστορία ως συνάδελφοι ηθοποιοί επί σκηνής: σεζόν 1999/2000, «Πειραματική Σκηνή της ‘Τέχνης’», ο Νίκος Πολίτης ανεβάζει στο «Αμαλία» την «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ με Άνα Φίρλινγκ την Έφη Σταμούλη κι ο μεν Γιώργος Γλάστρας παίζει Άιλιφ, ο δε Γιάννης Καλαβριανός, Γραφιά και Νέο αγρότη.
Πολλή και καλή δουλειά βλέπω, όσο πάει, να κάνει στο ΚΘΒΕ ο Γιάννης Αναστασάκης μαζί με την Μαρία Τσιμά. Συστηματικά κι αθόρυβα: Τσέζαρις Γκραουζίνις για «Επτά επί Θήβας», Σταμάτης Φασουλής για «Αγαπητικό της βοσκοπούλας», Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς για «Μάνα κουράγιο», Θανάσης Παπαγεωργίου για «Τρίτο στεφάνι»… Και Θεσσαλονικοκεντρικός! Έχει ήδη μαζέψει Λυδία Φωτοπούλου, Φιλαρέτη Κομνηνού -κι ας μην είναι Θεσσαλονικιές, εκεί αναστήθηκαν-, Γιάννη Καλαβριανό -που σκηνοθετεί για πρώτη φορά στο ΚΘΒΕ-, Γιώργο Γλάστρα κι ακούω και γι άλλους. Έως και -με σκηνοθέτη τον Ταξιάρχη Χάνο- το «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» του Σταύρου Τσιώλη θα κάνει!
Καθηλωτική. Τη ρουφούσες μ’ όλους σου τους πόρους, απ’ όλους σου τους πόρους. Την παράσταση «Η συνάντηση». Του Σάιμον ΜακΜπέρνι. Του καλλιτεχνικού διευθυντή των «Complicité». Που μας τους έφερε, για πρώτη φορά στην Αθήνα -παλιά, το 2002, είχαν φέρει το «Mnemonic» τους, στην Θεσσαλονίκη- η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, βέβαια.
Στη σκηνή, ένας ηθοποιός/αφηγητής μόνος του: ο ίδιος ο ΜακΜπέρνι ο οποίος, βασισμένος στο βιβλίο του Πέτρου Ποπέσκου για την περιπέτεια του φωτογράφου του «Νάσιοναλ Τζεογράφικ» Λόρεν ΜακΙντάιρ που χάθηκε στα τροπικά δάση του Αμαζονίου και σώθηκε απ’ τους ιθαγενείς της φυλής των Μαγιοράνα κι έζησε μαζί τους και μαζί τους έμαθε να κοιτάζει αλλιώς τον κόσμο, είχε στήσει μια γοητευτική παράσταση. Έναν αφηγηματικό μονόλογο που η λέξη «συναρπαστικός» είναι ελάχιστη για να τον περιγράψει. Δημιουργώντας, με τη συμπαράσταση του σχεδιαστή ήχου Γκάρεθ Φράι, ένα ηχητικό περιβάλλον, μια 3D-audio συνθήκη ακρόασης του ηχοτοπίου του οικοσυστήματος του Αμαζονίου μέσω των ακουστικών που φορούσαμε, το οποίο σε (ξε)τρέλαινε.
Απλός, άμεσος, καθημερινός, με χιούμορ, μετά από μια σπαρταριστή εισαγωγή για να μας εξοικειώσει με τη λειτουργία των ακουστικών, ο Σάιμον ΜακΜπέρνι βρήκε τους τρόπους -μια αθωότητα, μα μια αθωότητα αφοπλιστική μέσα στις τόσο περίπλοκες τεχνολογικές συνθήκες!- να μας αφηγηθεί την περιπέτεια αυτή κάνοντάς μας να κρατούμε την ανάσα μας δυο ολόκληρες ώρες. Εμπειρία! Να μας τον ξαναφέρουν! Ήταν πολλοί που δεν κατάφεραν να τον δουν.
Κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα στη σκηνή ότι η Έφη Μουρίκη είναι πλάσμα ταλαντούχο -φαινόταν με την πρώτη. Ήταν η Ανδρομάχη στις «Τρωαδίτισσες» του Ευριπίδη που ’χε κάνει το 1985/’86 ο Ανδρέας Φιλιππίδης στο Εθνικό, σε κλειστό χώρο, την -εκείνη την εποχή- «Νέα Σκηνή». Θα πρέπει τότε να ’χε αποφοιτήσει απ’ τη δραματική σχολή του Εθνικού. Έκτοτε, επί τριάντα χρόνια, όπου κι αν την έχω δει, είτε πετυχαίνει στο ρόλο είτε όχι, είτε η παράσταση είναι καλή είτε κακή, πάντα διαπιστώνω ένα τάλαντο εκ βαθέων.
Έτσι και τώρα -κι ακόμα περισσότερο- στο «Δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ρομπέρτο Αταΐτζι που ερμηνεύει στο «Χώρα». Ένα κείμενο που ποτέ δε μου άρεσε ιδιαίτερα -πολύ πρωτόλειο τον βρίσκω αυτό τον βραζιλιάνικο μονόλογο που μου δίνει την αίσθηση ότι είναι ιδιαίτερα αβανταδόρικος για την ηθοποιό που θα τον αναλάβει αλλά και στενά κι άγονα κι επιφανειακά δεμένος με την εποχή του (1973), την εποχή της αμφισβήτησης, όσες φορές κι αν το είδα. Και τον είδα με την Έλλη Λαμπέτη, τον είδα με την Λήδα Πρωτοψάλτη, τον είδα με τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον είδα με τον Γιώργο Μαρίνο, τον είδα με την Όλια Λαζαρίδου. Καλές και λιγότερο καλές ερμηνείες αλλά τολμώ να πω πως η Έφη Μουρίκη είναι η καλύτερη μέχρι τώρα Δεσποινίς Μαργαρίτα που ’χω δει -σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια στον οποίο νομίζω πως οι «μικρές» παραστάσεις τού πάνε περισσότερο. Με φωνή τσέλο και κίνηση ερπετού, η Έφη Μουρίκη, ενσαρκώνει αυτή την επικίνδυνη δασκάλα, αυτό τον άρρωστο, σεξουαλικά προβληματικό χαρακτήρα, αυτό το τέρας-σύμβολο του συστήματος εξουσίας συ-γκλο-νι-στι-κά. Με φοβερή δύναμη, μ’ όλη την τρέλα που χρειάζεται αλλά και με απόλυτο έλεγχο. Με μεταπτώσεις ιλιγγιώδεις, με χιούμορ, με τεχνική αξιομνημόνευτη. Μια ερμηνεία εξαιρετική. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας).
«…Είναι ένα κλασικό μιούζικαλ με έντονο δραματουργικό χαρακτήρα…» διαβάζω στο πρόγραμμα, στο σημείωμα του σκηνοθέτη του μιούζικαλ «Victor/Victoria -που είδα στο «Pantheon»- Απόλλωνα Παπαθεοχάρη. Δηλαδή; (Στη φωτογραφία η πρωταγωνίστρια η Εβελίνα Παπούλια, εκθαμβωτική).
No comments:
Post a Comment