April 17, 2016

Μιας πεντάρας καπιταλισμός


Το έργο. Ο Μακχίθ, διαβόητος κακοποιός του βικτοριανού Λονδίνου, γοητευτικός και κομψός, μουρντάρης και τρόφιμος μπορντέλων, φορτωμένος με φόνους, ληστείες, εμπρησμούς και πλήθος άλλων αδικημάτων, γνωστός ως Μακ το Μαχαίρι, επικεφαλής συμμορίας που λυμαίνεται την πόλη ανεμπόδιστα, καθώς ο Μακχίθ, αν και καταζητούμενος, βρίσκεται υπό την προστατευτική ομπρέλα του αρχηγού της αστυνομίας Μπράουν, φίλου του από την εποχή των αποικιακών πολέμων, όταν υπηρετούσαν μαζί στο στρατό, παντρεύεται, κρυφά από τους γονείς της, την Πόλι. 
Κόρη του Πίτσαμ, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Ο Φίλος του Ζητιάνου», που «διαχειρίζεται» όλους τους ζητιάνους της πόλης, με την οποία είχε πάρε-δώσε εν γνώσει της μητέρας της που δεν ήξερε, όμως, πως ο ευγενικός και γαλαντόμος κύριος είναι ο Μακ το Μαχαίρι. Ο Πίτσαμ γίνεται έξαλλος όταν μαθαίνει το νέο και με τη γυναίκα του, την Σίλια, βάζουν στόχο να επιτύχουν τη σύλληψη του και να τον στείλουν στην κρεμάλα για να πάρουν πίσω την κόρη τους.
Η Πόλι ενημερώνει για τα σχέδιά τους τον Μακχίθ που αποφασίζει, για λόγους ασφαλείας, να φύγει από την πόλη, αναθέτει μάλιστα στη γυναίκα του τη «διεύθυνση» της συμμορίας. Αλλά πριν φύγει επισκέπτεται το προσφιλές μπορντέλο του, όπου και η Τζένι, η πόρνη πρώην ερωμένη του. Δεν ξέρει ότι η Κυρία Πίτσαμ την έχει δωροδοκήσει κι εκείνη, για να τον εκδικηθεί, τον έχει προδώσει στον Μπράουν που αναγκάζεται -απολογούμενος…-, να τον συλλάβει.
Στη φυλακή ο Μακχίθ, όμως, έχει και άλλο μέσο: την Λούσι, κόρη του Μπράουν, επίσης ερωμένη του -η οποία, μάλιστα, εμφανίζεται ως έγκυος από τον κακοποιό-, που τον βοηθάει να δραπετεύσει παρά τη σύγκρουσή της, σε μία έκρηξη ζήλειας, με την Πόλι, όταν εκείνη έρχεται να τον επισκεφθεί. 
Ο Πίτσαμ εκβιάζει τον Μπράουν: αν δεν ξαναπιάσει τον Μακχίθ θα αμολήσει τους ζητιάνους του να διαλύσουν την πομπή για την ενθρόνιση της βασίλισσας -η οποία δεν κατονομάζεται αλλά είναι η Βικτόρια, άρα είμαστε στο 1838-, πομπή για την ασφάλεια της οποίας είναι υπεύθυνος. Η Τζένι θα καρφώσει και πάλι τον Μακχίθ: βρίσκεται με μία άλλη πόρνη, την Σούκι Τόντρι. Όταν ο Μπράουν έρχεται να συλλάβει τον Πίτσαμ και τους ζητιάνους του για να αποτρέψει την αμαύρωση της τελετής ενθρόνισης, πληροφορείται πως ο πεθερός του Μακχίθ τους έχει ήδη «εξαπολύσει» και απλώς περιμένουν ένα σημάδι του για να ξεκινήσουν. Οπότε υποκύπτει στον εκβιασμό και καταλήγει, αναγκαστικά, να συλλάβει και πάλι τον φίλο του -στης Σούκι Τόντρι αυτή τη φορά.
Μία ανάσα πριν από την εκτέλεση δια απαγχονισμού του Μακχίθ και όταν φαίνεται πως τίποτα, πια, δεν τον σώζει, έρχεται, όμως, η ανατροπή -ως παρωδία χάπι εντ: απεσταλμένος της βασίλισσας αναγγέλλει ότι η Μεγαλειότητά της του δίνει χάρη, του απονέμει τίτλο κληρονομικό, του χαρίζει έναν πύργο και του χορηγεί σύνταξη. Ο Μακχίθ δικαιώνεται!
Ο Μπρεχτ στην «Όπερα της πεντάρας» (1928) διασκεύασε, σε μετάφραση της Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, την «Όπερα του ζητιάνου» (1728) του Τζον Γκέι, ένα σατιρικό έργο με τραγούδια, πολύ δημοφιλές στην εποχή του αλλά και στη συνέχεια, που παρωδεί τις όπερες του  Χέντελ, σύγχρoνου του Γκέι, εφαρμόζοντας κανόνες που αργότερα θεωρητικοποιήθηκαν ως «επικό θέατρο». Η διασκευή αυτή κατοχυρώθηκε, λόγω της αποδοχής που είχε και λόγω των τραγουδιών του Κουρτ Βάιλ, συνδημιουργού, ουσιαστικά και τυπικά, του έργου, αποκλειστικά στους δυο τους.
Ο Μπρεχτ βρήκε στην κοινωνική σάτιρα του Γκέι απόλυτες αντιστοιχίες με τη γερμανική κοινωνία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην οποία ζούσε και έχει συνθέσει μία καταλυτική σάτιρα της αστικής τάξης των χρόνων του, ένα απόλυτα «ανήθικο», έργο όπου ο υπόκοσμος ταυτίζεται με την «υψηλή κοινωνία», το λούμπεν προλεταριάτο που δημιουργεί ο καπιταλισμός με τη στρατιά των ζητιάνων του Πίτσαμ και «η ληστεία μιας τράπεζας με την ίδρυση μιας τράπεζας». Και το έργο που προέκυψε είναι σαφώς πολιτικό: μία παραβολή του καπιταλισμού.
Από το κείμενο δεν λείπουν οι φλυαρίες, το μπαρόκ φόρτωμα και οι πλατειασμοί -για παράδειγμα το τρενάρισμα της σκηνής του γάμου- αλλά τα τραγούδια του Βάιλ, τα songs, δεν προάγουν μόνο, μέσα από τη διάσπαση της αφήγησης, τις επιδιώξεις του Μπρεχτ για κριτική αντιμετώπιση από το θεατή αυτού που βλέπει και ακούει και όχι για ταύτισή του αλλά, επιπλέον, αυτονομούνται και λειτουργούν σαν δαγκάνες που αρπάζουν και κρατούν το κοινό και το «υποχρεώνουν» να ακούσει τους ανατρεπτικούς στίχους τους. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή είναι τραγούδια έξοχα -ενταγμένα πια στην τζαζ, τάνγκο και φοξ τροτ και εμβατήρια… -, η αυτονόμησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της περί «επικού θεάτρου» θεωρίας του Μπρεχτ και να κλέψουν την παράσταση…
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, κατά τη γνώμη μου, έκανε το πιο μπρεχτικό ανέβασμα της «Όπερας» που έχει γίνει στην Ελλάδα -έχω δει τα επτά από τα δέκα ελληνικά ανεβάσματα. Πάνω στην εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα -έξοχη η απόδοση των στίχων στα songs του Βάιλ- έστησε μία ψυχρή, αποστασιοποιημένη, αυστηρή παράσταση, όπου ο θίασος ξεχύνεται στη σκηνή, σαν σε ένα σύγχρονο εργοστασιακό χώρο, για να παίξει μία παραβολή του καπιταλισμού: κατά μέτωπον στησίματα, τραγούδια άμεσης απεύθυνσης στο κοινό, γκρουπαρίσματα, γρήγοροι ρυθμοί, τίτλοι και στίχοι που πέφτουν σε οθόνη, χιούμορ που γέρνει προς την ειρωνεία και το σαρκασμό και όχι προς τα αστειάκια, κανένα αλληθώρισμα προς το μιούζικαλ, με κίνδυνο η παράσταση «να μην αρέσει»… Η ακραία γκροτέσκα γραμμή, που ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε, στην αρχή με ξένισε, σιγά-σιγά, όμως, την αποδέχθηκα. Αλλά, παράλληλα, δεν λείπει και μία ροπή προς τους σκηνοθετισμούς που, εμένα τουλάχιστον, με κουράζει.
Η Εύα Μανιδάκη σχεδίασε ένα μεταλλικό, συμμετρικό «βιομηχανικό»/τεχνολογικό χώρο, με πολλές τηλεοράσεις, ιδιαίτερα ψυχρό σε πρώτη ματιά. Καθώς η παράσταση, όμως, προχωρεί αντιλήφθηκα ότι, ακριβώς, το σκηνικό αυτό, όπως μάλιστα το φώτισε ο Λευτέρης Παυλόπουλος, είναι που εξυπηρετεί τη σκηνοθεσία. Όπως και τα βίντεο του Δημοσθένη Γρίβα. Η ενδυματολογική δουλειά της Ιωάννας Τσάμη έχει ενιαία γραμμή αλλά η κατάχρηση του μεταμοντέρνου κιτς προσωπικά με απωθεί. Εξυπηρετική της σκηνοθετικής γραμμής και η κινησιολογική επιμέλεια της Αμάλια Μπέννετ.
Οφείλω, όμως, να σταθώ στη δουλειά του Θοδωρή Οικονόμου. Η ενορχηστρωτική επιμέλειά του πάνω στη μουσική του Κουρτ Βάιλ -δεν είναι η πρώτη φορά, έχει πείρα, την είχε αναλάβει και στα δύο από τα τρία ανεβάσματα του έργου από τον Θέμη Μουμουλίδη, το 2005 και το 2009-, σε συνδυασμό με τη διεύθυνση της άψογης δωδεκαμελούς, ζωντανής, βέβαια, ορχήστρας, εκτοξεύει την παράσταση και την απάλλαξε στα μάτια μου από τα ελαττώματά της: ένα υπόδειγμα, ένα μοντέλο εκτέλεσης της μουσικής του Βάιλ για μία αυθεντικά μπρεχτική παράσταση. Ο Μιχάλης Παπαπέτρου που είχε τη φωνητική διδασκαλία, πάντως, θα πρέπει να ταλαιπωρήθηκε με τις φωνητικές δυσκολίες ορισμένων ηθοποιών.

Οι ερμηνείες. Ικανοποιητικό Πίτσαμ βρήκα τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη συνεχίζει το δρόμο της με ανατροπές που αιφνιδιάζουν ευχάριστα: έκπληξη στο ρόλο της Κυρίας Πίτσαμ ως καρατερίστα, πειθάρχησε στη γκροτέσκα γραμμή αλλά στα τραγούδια κάπως ζορίζεται στις χαμηλές νότες. Η Νάντια Κοντογεώργη, με ένα κοστούμι που δε την κολακεύει καθόλου, μοιάζει λίγο αμήχανη στην ένταξή της στην παράσταση. Αλλά όταν αρχίζει να τραγουδάει σε αποστομώνει: μία εκπληκτική φωνή λυρικής σοπράνο που τη χειρίζεται σαγηνευτικά, δεμένη με την ορχήστρα σαν να πρόκειται για το δέκατο τρίτο όργανό της.
Τον Νίκο Καραθάνο εδώ τον βρήκα τον πιο αδύναμο της διανομής: και ως Αφηγητή, «καπελλωμένο» με την αγνώστου σε μένα συμβολικής σκοπιμότητας πιθηκόμορφη μάσκα-κεφάλι, και ως Μπράουν: δύσκαμπτος στην υπερκινητικότητα που του ζητήθηκε, με τα τραγούδια του να έχουν πολύ κακή τύχη…
Η Λυδία Φωτοπούλου υπερασπίζεται με το ευρύ τάλαντό της το ρόλο της Τζένι που ήθελε νεότερη ηθοποιό και έχει ικανοποιητικότατα αποτελέσματα και στα τραγούδια της. Πολύ καλή, υποκριτικά και φωνητικά, και η Λούσι της Κίκας Γεωργίου. Αλλά και όλος ο -μεγάλος- υπόλοιπος θίασος αποτελείται, κατά βάση, από ικανές έως εξαίρετες μονάδες που βάζουν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα. Θα μπορούσα, ίσως, να ξεχωρίσω τον Βασίλη Κουκαλάνι.
Άφησα τελευταίο τον Χρήστο Λούλη: το μεγάλο ατού της παράστασης. Χαρισματικός ηθοποιός! Κίνηση, τραγούδι -ένας πολύ σωστός βαρύτονος-, παρουσία, ερμηνεύει, απόλυτα ενταγμένος στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, έναν Μακχίθ σαγηνευτικά επικίνδυνο και λαμπερό. Όχι με τον τρόπο του μιούζικαλ αλλά ως σύμβολο. Μία από τις πολύ καλές στιγμές του στο θέατρο. 
Το συμπέρασμα. Μία μπρεχτικότατη παράσταση, με κάποια ελαττώματα, μία γενναιόδωρη παραγωγή και ένα εξαιρετικό μουσικό επίπεδο, πάνω από τον συνήθη μέσο όρο (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

Θέατρο «Παλλάς», 14 Απριλίου 2016.

2 comments:

  1. Ναι, συμφωνώ απόλυτα σε κάθε τι. Είδα απόψε την τελευταία παράσταση και λυπάμαι που δεν θα την ... ξαναδώ.

    ReplyDelete