Το έργο. Ο
Αισχύλος δεν ζει πια. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης πέθαναν την ίδια χρονιά -μόλις
την προηγούμενη από τη συγγραφή του έργου. Ο Διόνυσος, θεός-προστάτης του
θεάτρου, απογοητευμένος από τους επιγόνους τους, παίρνει την τολμηρή απόφαση να
κατεβεί στον Άδη, παρέα με το δούλο του, τον Ξανθία, και να φέρει πίσω τον
Ευριπίδη. Πρότυπό του, ο Ηρακλής. Που έχει ήδη τολμήσει να πάει τον Άδη -για να
φέρει τον Κέρβερο, τον σκύλο τον τρομερό, τον φύλακά του. Οπότε ντύνεται ο Διόνυσος
-ρόπαλο και λεοντή- Ηρακλής για να επαναλάβει τον άθλο. Και επισκέπτεται τον
ήρωα για περισσότερες πληροφορίες. Αλλά άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της
κουκουβάγιας… -ο Ηρακλής είναι τύπος
ηρωικός, ο Διόνυσος χέστης. Πράγμα το οποίο θα αποδειχθεί και κυριολεξία στη
συνέχεια…
Ο Διόνυσος, όμως, επιμένει.
Διαπλέει την Αχερουσία με βαρκάρη τον Χάροντα κωπηλατώντας στο ρυθμό των
κοασμάτων των βατράχων της λίμνης, συναντάει τέρατα, συναντάει τους μύστες των
Ελευσινίων Μυστηρίων αλλά, όταν καταφέρει να φτάσει, ο κλειδάρχης του Άδη, ο
Αιακός, τον παίρνει -ως Ηρακλή… -απ’ τα μούτρα -τους έχει κλέψει τον Κέρβερο
βλέπεις- και τον απειλεί με τα χειρότερα.
Ο τραβεστί Ηρακλής τα κάνει
επάνω του -κυριολεκτικά… Και πείθει τον Ξανθία να αλλάξουν ρούχα: να ντυθεί εκείνος
Ηρακλής και ο ίδιος δούλος του. Όταν όμως έρχεται η Θεράπαινα και καλωσορίζει
τον «Ηρακλή» και του λέει πως είναι καλοδεχούμενος από την Περσεφόνη και πως
τον περιμένουν φαγιά φρεσκοψημένα και χορεύτριες και αυλητρίδες, ο Διόνυσος τα
παίρνει πίσω: φοράει πάλι την περιβολή Ηρακλέους και επαναφέρει τον Ξανθία στο
ρόλο του. Τι ήταν να το κάνει; Σειρά έχουν τώρα οι Πανδοκεύτρες -του
ξενοδοχείου όπου έμεινε ο βεριτάμπλ Ηρακλής την προηγούμενη φορά και όπου έφαγε
τον αγλέορα και έκανε και ζημιές χωρίς να πληρώσει -και τον απειλούν με δίκες.
Ο Διόνυσος/«Ηρακλής» πάλι σκούρα θα τα βρει. Ζητάει για άλλη μια φορά από τον
Ξανθία να αλλάξουν ρόλους και παρά, πια, τις αντιρρήσεις του πάλι τον πείθει.
Όταν ο Αιακός επανέρχεται
απειλητικός, ο Διόνυσος ομολογεί ποιος είναι αλλά πλέον τον έχουν μπλέξει τον
Αιακό. Ένα μαστίγωμα και των δύο -Διόνυσου/«Ξανθία» και Ξανθία/«Ηρακλή»- είναι
η λύση: όποιος είναι Θεός δεν θα πονέσει. Μωρέ και οι δύο πονάνε αλλά προσπαθούν
να μην το δείξουν. Οπότε ο Αιακός, ακόμα πιο μπερδεμένος, τους παραπέμπει στον
Πλούτωνα και την Περσεφόνη να ξεκαθαρίσουν, ως θεοί, το θέμα. Όπερ και
συμβαίνει.
Όμως στον Κάτω Κόσμο γίνεται
χαμός: Αισχύλος και Ευριπίδης διεκδικούν τα τραγικά πρωτεία με τον Σοφοκλή διακριτικά
να έχει αποσυρθεί υπέρ του Αισχύλου. Ο Πλούτων για να λύσει το θέμα προκηρύσσει
Αγώνα μεταξύ των δύο. Ο Διόνυσος, ως καθ’ ύλην αρμόδιος θεός, θα είναι ο κριτής.
Από πολλές φάσεις περνάει ο μακροσκελέστατος Αγώνας. Ο Διόνυσος, που για τον
Ευριπίδη κατέβηκε, προτιμάει τελικά τον Αισχύλο. Που και τον παίρνει μαζί του
στην Αθήνα ενώ εκείνος παραιτείται από τα πρωτεία στον Άδη υπέρ του Σοφοκλή.
Ο Αριστοφάνης με τους «Βατράχους»
του έχει γράψει (405 π.Χ.) μία από τις καλύτερες κωμωδίες του -από τις
σωζόμενες τουλάχιστον- που ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στο γέλιο, το λυρισμό, τη
νοσταλγία και την πολιτική παρέμβαση. Σε μία κρίσιμη στιγμή για τους Αθηναίους -ένα
χρόνο πριν από τη συντριβή τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο- ανακαλεί κλέη
οριστικά χαμένα και τους κάνει για άλλη μία φορά μία ουτοπική έκκληση να
ξαναβρούν τον εαυτό τους μέσα από την ποίηση και το θέατρο.
Η παράσταση.
Ο Γιάννης Κακλέας επέλεξε να σκηνοθετήσει την αριστοφάνεια κωμωδία πάνω σε δική
του μετάφραση/απόδοση. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για διασκευή καθώς έχει
πάρει πολλές ελευθερίες -απάλειψε, ας πούμε, όλες τις αναφορές σε πολιτικούς
και, γενικότερα, σε πρόσωπα της εποχής του έργου και έγραψε σχεδόν καινούργιες
Παραβάσεις. Αλλά η έξυπνη κίνησή του ήταν να μην τα αντικαταστήσει,
επιθεωρησιακώ τω τρόπω, με αναφορές σε πρόσωπα σημερινά -τακτική που από την εποχή
του Αλέξη Σολομού έχει εφαρμοστεί κατά κόρον και έχει πια εξαντληθεί αν όχι
ευτελιστεί. Με δραματολόγο την Εύα Σαραγά, εμπνευσμένος ακριβώς από το κύριο
θέμα των «Βατράχων» και τον μεγάλο Αγώνα
τους, που δεν αφορούν παρά την τραγική ποίηση, βρήκε τροφή για τις αναφορές και
τις αντιστοιχίσεις του, καθόλου ξεκάρφωτα, στη σύγχρονη ελληνική ποίηση
-Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Κατσαρός, Δημουλά…
Βέβαια μία καλή ιδέα δεν
αρκεί. Το θέμα είναι πώς θα υλοποιηθεί. Αν υλοποιηθεί λαϊκίστικα, κραυγαλέα και
κακόγουστα χάθηκε το παιχνίδι. Ο Γιάννης Κακλέας το πρόσεξε αυτό. Οι επιλογές
από την ποίηση, τις οποίες έκανε, δεν είναι διανοουμενίστικες, απλώς είναι
προσιτές στο μεγάλο κοινό που έτσι μπορεί να τις προσλάβει και να το κερδίσουν
αναβαθμίζοντάς το παράλληλα.
Για την παράσταση ο
σκηνοθέτης απέφυγε επίσης το αγοραίο, πλέον, ύφος -φαλλοί, πρόσθετα στήθια, χοντροκοπιές,
βωμολοχίες οι οποίες, υποτίθεται, μεταφέρουν το γράμμα του Αριστοφάνη αγνοώντας τους
25 αιώνες οι οποίοι έχουν μεσολαβήσει...- που έχει καθιερωθεί ως «ύφος αριστοφανικό»
με την εντελώς κακή έννοια. Επέλεξε να κρατήσει το προσωπικό του στιλ -γκόθικ
θα το έλεγα. Που το βρίσκω εύκολο και επιφανειακό. Αλλά τη φορά αυτή ζύγισε τα
πράγματα καλά. Το στιλ του αντιστοιχήθηκε με τα παρόντα στο έργο Ελευσίνια
Μυστήρια και δόθηκε στην παράσταση μία τελετουργική μορφή μέσα από την οποία οι
ποιητικές αναφορές της απόδοσής του πέρασαν με μέτρο.
Μία παράσταση σχεδόν μουσική,
όπου η εξαίρετη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, μουσική προσιτή στο αυτί του
ακροατή αλλά με υψηλές συνθετικές φιλοδοξίες, που θα μείνει, αγκάλιασε τα
δρώμενα και, παρά την «ποσότητά» της, δεν τα καπέλωσε. Η Εβελίνα Παπούλια ως Ιέρεια
-ένα είδος Κορυφαίας, που άνοιξε την παράσταση και την εμβόλιζε σε όλη τη
διάρκειά της-, με τις σπουδαίες φωνητικές δυνατότητές της -αλλά και με την
κίνηση και την ακτινοβολία της-, στήριξε αυτή τη μουσική πρόταση, όπως και ο
άψογος Χορός με μεγάλη φροντίδα διδαγμένος μουσικά από την Μελίνα Παιονίδου. Οι
χορογραφίες του Χρήστου Παπαδόπουλου, ελεύθερες, χωρίς στιλιζαρίσματα, εκτελεσμένες
με πλαστικότητα από τον Έντυ Λάμε και τους ηθοποιούς ενίσχυσαν το αποτέλεσμα
αποφασιστικά.
Βεβαίως και βρήκα ελαττώματα
στην παράσταση. Ο Γιάννης Κακλέας πέφτει
ακόμα θύμα μιας πεισματικής εμμονής του να εικονοποιεί βιντεοκλιπίστικα τα
πάντα -όταν μιλούν για απαγχονισμό ή θάνατο με κώνειο τα βλέπουμε κιόλας, στον
Αγώνα όλες οι σκηνές των τραγωδιών που αναφέρονται υλοποιούνται σκηνικά… -,
πράγμα το οποίο κάποιες στιγμές καταλήγει σε φλυαρία. Αλλά θα πρέπει να
ομολογήσω πως για πρώτη φορά σε παράσταση των «Βατράχων» δεν έπληξα στον
φιλολογικής υφής μακροσκελή Αγώνα ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, ζωντάνεψε.
Επίσης μερικά ξεφωνητά -που ευτυχώς δεν
κυριάρχησαν- ή κάποιες υπερβολές- η Θεραπαινίδα, για παράδειγμα, η οποία
πολλαπλασιάστηκε σε ολόκληρο τραβεστί συρφετό- στη δεύτερη ώρα της δίωρης παράστασης
με ενόχλησαν. Αλλά δεν μετέβαλαν την αρχική μου καλή αίσθηση. Και τις προσθήκες
που δεν έλειψαν τις βρήκα έξυπνες και καλού γούστου. Η παράσταση βγάζει γέλιο
προσφεύγοντας στο χιούμορ και όχι στη χυδαιότητα.
Ο Μανόλης Παντελιδάκης στα
σκηνικά του επαναλαμβάνει τη γραμμή της προηγούμενης αριστοφανικής παράστασης
του με τον Γιάννη Κακλέα -των «Ορνίθων»: περιβάλλον φθοράς, γκρεμίδια, υλικά σκουπιδότοπου,
ένας σωρός από πεταμένες τηλεοράσεις, μία μισοκατεστραμμένη σακαράκα… -εικόνα
παρακμής που θέλει να δέσει το έργο με τη σημερινή μας πραγματικότητα. Τα υλικά
του, λίγο χοντροκομμένα. Αλλά οι έξοχοι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη απαλύνουν
τα ελαττώματα και δίνουν ένα τελικό αποτέλεσμα ικανοποιητικό. Η ενδυματολόγος
Εύα Νάθενα έπαιξε στην κόψη του ξυραφιού. Αλλά κέρδισε το στοίχημα. Τα
κοστούμια της υπηρετούν μία φαντασμαγορία αλλά δεν χάνουν την επαφή τους με το
καλό γούστο. Το χρυσό αλυσιδάκι, με το οποίο κρεμάει στους ώμους το α λα Ηρακλής
ρόπαλό του ο Διόνυσος, γράφει.
Οι ερμηνείες.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ανάλαφρα, χωρίς χοντροκοπιές ακκιζόμενος θηλυκά Διόνυσος,
κάνει τον καλύτερό του νομίζω ρόλο στον Αριστοφάνη. Ηθοποιός με εξαίρετο κωμικό
τάλαντο, που ποτέ δεν αγγίζει το ευτελές, είχα σχηματίσει την πεποίθηση πως
μπορεί να κυριαρχήσει μόνο σε κλειστούς χώρους. Πρώτη φορά με έπεισε πως έχει
πρωταγωνιστικό εκτόπισμα κατάλληλο και για τα μεγάλα αρχαία αμφιθέατρα. Δεν είναι
απλώς χαριτωμένος Διόνυσος, είναι απολαυστικός: καταφέρνει να παίξει με λεπτές αποχρώσεις
σε ένα αδηφάγο όπως η Επίδαυρος χώρο που απαιτεί μεγεθύνσεις.
Παράτολμη η ανάθεση του
Ξανθία σε ένα ηθοποιό τόσο νέο όπως ο Πάνος Βλάχος. Απέδειξε, όμως, πως μπορεί
να σταθεί άνετα πλάι στον Χαραλαμπόπουλο. Γιατί διαθέτει τάλαντο. Την πείρα και
την τεχνική να ρίχνει την κωμική ατάκα, που δεν τις διαθέτει, αν δουλέψει και
ακολουθήσει ένα σωστό δρόμο, μπορεί να τα αποκτήσει.
Ο Φάνης Μουρατίδης, ένας
πλήρης πια ρολίστας με ευρύτατες δυνατότητες στην κωμωδία, δίνει έναν Ευριπίδη
με κύρος και χιούμορ. Ο Γιάννης Ζουγανέλης πάντα πίστευα και πιστεύω πως δεν
είναι ηθοποιός. Ανήκει, όπως ο Χάρρυ Κλυνν και ο Λάκης Λαζόπουλος, στην
κατηγορία των διασκεδαστών που μόνο με τα δικά τους κείμενα και την άμεση απεύθυνση
διαπρέπουν. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ρόλους -τους μιμούνται. Ο Γιάννης
Ζουγανέλης μιμείται το ρόλο του Αισχύλου μέσα από την κωμική περσόνα που έχει δημιουργήσει -Ζουγανέλης
παραμένει. Λέει βεβιασμένα την ατάκα του «σπρώχνοντάς» την να βγει με έντονες χειρονομίες
και μετά περιμένει να πει την επόμενη -δεν υπάρχει ομαλή υποκριτική ροή.
Έξοχος Ηρακλής ο Λαέρτης
Μαλκότσης και στο ίδιο επίπεδο ο Χάρων του Στέλιου Ιακωβίδη -πολύ καλός ηθοποιός
με φάτσα που μένει. Ικανοποιητικότατοι ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου,
ο Σωκράτης Πατσίκας. Σε ξεφωνητά έχει ωθηθεί στην Πανδοκεύτρα Α΄ η Αγορίτσα
Οικονόμου που δείχνει όμως το κύρος και το μέγεθός της στην Παράβαση. Πιο
αδύναμη βρήκα την Μαρία Κωνσταντάκη η οποία, πάντως, διαθέτει πικάντικη φατσούλα.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση κάπως φορτωμένη αλλά ευφρόσυνη, που δεν ξεπουλάει φτηνά τον
Αριστοφάνη.
Αρχαίο θέατρο
Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 1 Αυγούστου 2014.
No comments:
Post a Comment