Το έργο. Ο περσικός
στρατός έχει εκστρατεύσει για άλλη μια φορά κατά των Ελλήνων με τον άφρονα νεαρό βασιλέα
Ξέρξη επικεφαλής του. Στα Σούσα οι άρχοντες της Αυλής ανησυχούν για την τύχη
του -κακά τα προαισθήματά τους. Η βασίλισσα Άτοσσα, μητέρα του βασιλέα έρχεται
να τα φουντώσει με το ζοφερό όνειρο που έχει δει -ένα όνειρο που προμηνύει
καταστροφή. Αλλά η καταστροφή είναι ήδη γεγονός. Αγγελιαφόρος έρχεται να αναγγείλει νέα τραγικά: τη συντριβή και τον αφανισμό του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα
και, στη συνέχεια, του στρατού στις Πλαταιές, με τον βαρύ χειμώνα που
ακολούθησε να δίνει το τελειωτικό χτύπημα κατά την υποχώρηση και την επιστροφή.
Ο βασιλέας Ξέρξης -αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ανακούφιση- έχει, πάντως, γλιτώσει.
Η Άτοσσα συστήνει στους
γέροντες άρχοντες του Χορού να καλέσουν από τον Άδη το πνεύμα του προγενέστερου,
συνετού βασιλιά Δαρείου, συζύγου της και πατέρα και προκατόχου του Ξέρξη στο θρόνο.
Ο Δαρείος όντως εμφανίζεται, μαθαίνει τα της συμφοράς και πριν γυρίσει πάλι στους νεκρούς μία σύσταση
έχει να κάνει: να αφήσουν οι Πέρσες ήσυχους τους Έλληνες και να μην
εκστρατεύσουν άλλη φορά εναντίον τους. Η εμφάνιση του κυριολεκτικά
καταρρακωμένου, ταπεινωμένου Ξέρξη που θρηνεί για τη συμφορά κλείνει
την τραγωδία.
Οι «Πέρσες» (472 π.Χ.) είναι
ίσως η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου και πιθανόν το παλαιότερο
αρχαίο ελληνικό δράμα που σώζεται πλήρες -ουσιαστικά ένα προσκλητήριο νεκρών.
Και φέρει τη σφραγίδα μιας μεγαλοφυΐας: ο Αισχύλος βλέπει την περιφανή νίκη
των αμυνομένων Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία πιθανότατα
συμμετείχε και ο ίδιος, από την πλευρά
των ηττημένων. Αλλά βλέποντάς τους μέσα από το πρίσμα των Ελλήνων -οι Πέρσες αυτοαποκαλούνται
«βάρβαροι». Ενώ, ταυτόχρονα, η τραγωδία του δεν είναι κήρυγμα μίσους και
εκδίκησης. Αντίθετα ο Αισχύλος συμπάσχει με τον αφανισμό των ηττημένων έχοντας
συνθέσει παράλληλα ένα ρέκβιεμ εις μνήμην των νεκρών τους αλλά και έναν Εθνικό
Ύμνο εις δόξαν των νικητών, διδακτικό για της επιπτώσεις της έπαρσης και της
αλαζονείας -όχι μόνο του Ξέρξη και των Περσών…
Η παράσταση. Η Νικαίτη Κοντούρη, ακουμπώντας με
σιγουριά στην έξοχη, έστω και αν οι ρυτίδες της είναι εμφανείς πια, μετάφραση
του Πάνου Μουλλά, μία μετάφραση που ισορροπεί την ποίηση με τους αισχυλικούς
όγκους, απέσταξε με σεβασμό την ουσία του έργου. Έκανε μία παράσταση μετρημένη,
σεβαστική προς το κείμενο, με σφιχτούς ρυθμούς, τελετουργική, προσθέτοντας τρεις «Νύφες του Πένθους» στις
οποίες μοίρασε μέρη των στασίμων -εύρημα πολύ ενδιαφέρον και θεμιτό- και επιστέφοντας
την τραγωδία με ένα σύγχρονο ποίημα -την «Ναυμαχία» του Καβάφη. Ιδέα
εξαιρετική, έστω και αν δεν είναι πρωτότυπη -ο Στάθης Λιβαθινός έτσι, με Καβάφη,
τους «Τρώες» του, κλείνει την περσινή «Ιλιάδα» του. Αλλά, αν στην «Ιλιάδα» το
εύρημα μου φάνηκε εύκολο και ζορισμένο λόγω της αναγνωρισιμότητας των κοινόχρηστων
πια «Τρώων», εδώ η χρήση ενός σχετικά άγνωστου ποιήματός του Αλεξανδρινού μού φάνηκε καίρια -βρήκα ότι το ποίημα κουμπώνει τέλεια στο φινάλε.
Αλλού βρίσκονται οι
αντιρρήσεις μου. Η Νικαίτη Κοντούρη θέλησε -και μέσω της όψης- να δώσει μία
σύγχρονη παράσταση. Η Άτοσσά της μπορεί να είναι ευθέως αντλημένη από το
ιαπωνικό θέατρο «Νο» αλλά παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει, το θέμα είναι
πώς θα χρησιμοποιήσεις το εύρημά σου. Και η σκηνοθέτρια το έχει σωστά, πιστεύω,
χρησιμοποιήσει - μία μητριαρχική αίσθηση που αυτήν ακριβώς αφήνει η συγκεκριμένη
τραγωδία. Ο ήχος της παράστασης είναι που δεν με κέρδισε: μου φάνηκε
ανομοιογενής. Και το γράφω με την έννοια της ομοιογένειας στην υποκριτική και
στην εκφορά του λόγου: και από τους ερμηνευτές αλλά και από τα μέλη του Χορού
εισέπραξα πολλές διακυμάνσεις που απλώνονται από τη λιτή εκφορά μέχρι τον
παλαιάς αντίληψης στόμφο.
Πάντως η παράσταση διαθέτει
πολύ καλές στιγμές. Για παράδειγμα η εμφάνιση του Δαρείου που «αποκολλάται» από τη μεγαλοπρεπή
αμφίεσή του σαν να αποχωρίζεται τη σαρκοφάγο του, η εμφάνιση του γυμνού, μακελεμένου
Ξέρξη ως ανάδυση από την κόλαση ή το φινάλε με την Άτοσσα στοργικά να τυλίγει
το γιο της σκεπάζοντας τη γύμνια του Ξέρξη με την πορφύρα -η εξουσία ποτέ δεν
πεθαίνει…- ενώ οι γέροντες του Χορού σωριάζονται σιγά-σιγά, μισόγυμνοι, στο έδαφος εικονοποιώντας κάτι σαν πεδίο μάχης.
Σε καλή ώρα, όλοι οι
συντελεστές έδωσαν χέρι αποφασιστικό για το αποτέλεσμα.
Ο Γιώργος Πάτσας έστησε ένα
μοντέρνας όψης σκηνικό χρησιμοποιώντας μεν παλαιότερες λύσεις του -το πατάρι με
τις καταπακτές από τον περσινό «Αγαμέμνονα» της Νικαίτης Κοντούρη με το ΔΗΠΕΘΕ
Κοζάνης, οι λευκές ταινίες που συνδέουν το σκηνικό μέχρι ψηλά με το κοίλον από
την «Αντιγόνη» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, συμπαραγωγή του «Άττις» με το «Τεάτρο
Ολίμπικο» της Βιτσέντσα, το 1995, στην Επίδαυρο -αλλά το αποτέλεσμα, θαυμάσια
φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, είναι καλόγουστο και λειτουργικό. Αρμονικά
δεμένα με το σκηνικό τα υψηλής αισθητικής κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και
εξαιρετική η συμβολή τους στην όψη της παράστασης σε συνδυασμό με το μακιγιάζ.
Αλλά τα δύο μεγαλύτερα συν είναι οι μουσικές της Σοφίας Καμαγιάννη -τσέλο παίζει ζωντανά ο Θοδωρής Παπαδημητρίου, η μουσική διδασκαλία του Νίκου Βουδούρη- που υπογραμμίζουν υπόγεια,
εσωστρεφώς τον τρόμο, το δέος που υποβάλλει το κείμενο -προφανώς έχει προκύψει
τάλαντο σπουδαίο στο χώρο της σύνθεσης- και οι χορογραφίες του Κώστα Γεράρδου
που υλοποιούν τέλεια το ζητούμενο της σκηνοθεσίας.
Με χαρά είδα, μετά το ευτελές
χειμωνιάτικο «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές!..» του ΚΘΒΕ, τον Άκη Σακελλαρίου να
επιστρέφει με ένα ρόλο ουσίας. Η ιαπωνικών καταβολών Άτοσσά του είναι σχεδιασμένη
και εκτελεσμένη λιτότατα αλλά άψογα -φιγούρα, κίνηση, ακρίβεια, τόνοι… Ο Λάζαρος
Γεωργακόπουλος είναι ο Αγγελιαφόρος της παράστασης. Δύσκολοι ρόλοι οι αγγελιαφόροι
της τραγωδίας. Δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να συμπάσχουν με τις συνήθως
τραγικές ειδήσεις και τις ζοφερές περιγραφές των οποίων είναι φορείς ή να αποστασιοποιούνται
-με ποιον τρόπο, δηλαδή, κατεβαίνει καλύτερα ο λόγος τους και αγγίζει περισσότερο, αφορά περισσότερο το θεατή. Εδώ επελέγη ο πρώτος δρόμος. Βρήκα, όμως, αν και καλά εκτελεσμένη,
υπερβολικά φορτωμένη δραματικά -υπερπάσχουσα- την
εξαγγελία. Και το «Ίτε παίδες Ελλήνων…» τόσο κραυγαλέα, σαν με
ντουντούκα εκτοξευόμενο με αποκλειστικό σκοπό να εκμαιεύσει το χειροκρότημα ομολογώ
πως με ενόχλησε: το βρήκα όσο δεν πάει παρά πέρα λαϊκίστικο.
Ο Γιώργος Κολοβός,
συγκλονιστική, οργανικά γυμνή φιγούρα, με εξαιρετική, λειτουργική κίνηση,
παλλόμενος, πιστεύω πως υποκριτικά είναι ακόμα σκληρός και χρειάζεται δουλειά.
Ο Χορός μου φάνηκε άνισος:
μονάδες άρτιες αλλά και ηθοποιοί αδύναμοι. Και ο συχνά συνεκφερόμενος λόγος του, κάποτε ασυντόνιστος.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση όχι καινοφανής, με δάνεια και με επί μέρους, κατά τη γνώμη μου,
ελαττώματα αλλά καλά οργανωμένη, καλά εκτελεσμένη, με ύφος και με θετικότατο
τελικό αποτέλεσμα.
Αρχαίο θέατρο
Επιδαύρου, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 15 Αυγούστου
2014.
!!!
ReplyDeleteΕξαιρετική παράσταση που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή..
ReplyDelete