August 8, 2014

Και όμως σημειώνονται ζημιές…


Το έργο. Λαλάκης Μακρυκώστας: διευθύνων σύμβουλος μεγάλης εταιρείας. Παντρεμένος με την Πόπη. Αλλά -κλασικός έλληνας αστός- και με κρυφή φιλενάδα -έτσι τις έλεγαν τότε… Με την οποία το σκάει σε ταξιδάκια ανά την Ελλάδα επικαλούμενος προβλήματα της εταιρείας. Αλλά ο κλέφτης και ο ψεύτης… Όταν, άρτι αφιχθείς από Θεσσαλονίκη, ανακοινώνει πως και πάλι φεύγει -στην Καλαμάτα αυτή τη φορά- και πάλι για προβλήματα της εταιρείας, η Πόπη, υποδαυλιζόμενη και από τη φίλη της Κική, αρχίζει να τον υποψιάζεται σοβαρά. Ο Λαλάκης, βέβαια, ξέρει να της ρίχνει στάχτη στα μάτια -η ειδικότητά του. Έχει βάλει ένα φίλο του να τηλεφωνήσει στο σπίτι τους δήθεν από την Καλαμάτα για να τον ακούσει η γυναίκα του. Το 1954, στο οποίο, όμως, τοποθετείται το έργο, τα τηλεφωνήματα τα έκαναν από περίπτερα. Και, κατά σατανική σύμπτωση, η Τασία, η υπηρέτρια, όπως τις έλεγαν τότε, του σπιτιού τυχαίνει να βρίσκεται στο ίδιο περίπτερο και να ακούσει το τηλεφώνημα. «Φάρσα έκαναν στον κύριο;» ρωτάει την κυρία της, όταν γυρίζει. Και έτσι σιγουρεύεται η Πόπη για τα «επαγγελματικά ταξίδια» του Λαλάκη. Οπότε -οφθαλμόν αντί οφθαλμού-, εκδρομή στην Καλαμάτα με γυναικεία συντροφιά ο Λαλάκης, εκδρομή κι εκείνη, με τον Νίκο, που καιρό τώρα την πολιορκεί αλλά η Πόπη μέχρι τότε, πιστή στον άντρα της, πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση, στην Θυμαριά, ένα όμορφο και ήσυχο χωριό που εκείνος της προτείνει και όπου θα τους φιλοξενήσουν ο σιδηροδρομικός σταθμάρχης, ο Στέλιος, φίλος του από το στρατό -πολέμησαν μαζί στην Αλβανία- και η γυναίκα του, η Φρόσω. Θα παρουσιαστούν ως νιόπαντρο ζευγάρι.
Στο σταθμό της Θυμαριάς, όμως, θα βρεθούν, κατά άλλη σατανική σύμπτωση, ποιοι; Ο Λαλάκης με την Λολότα, την ερωμένη του: κατέβηκαν για λίγο στο σταθμό από την ταχεία, καθυστέρησαν και έχασαν το τρένο. Ο σταθμάρχης και η γυναίκα του, καθώς δεν υπάρχει άλλο τρένο παρά το επόμενο πρωί, τους προτείνουν να τους φιλοξενήσουν επίσης -ξενοδοχείο το χωριό δεν έχει.
Τα δύο παράνομα ζευγάρια είναι αναπόφευκτο να συναντηθούν. Μετά την αρχική ψυχρολουσία η Πόπη προτιμάει το θέατρο του Παραλόγου: κάνει πως είναι κάποια άλλη. Ο Λαλάκης τρελαίνεται αλλά αναγκαστικά μπαίνει στο παιχνίδι. Την επομένη το πρωί Πόπη και Νίκος -που δεν κοιμήθηκαν μαζί, βέβαια, ώστε να εφαρμοστεί η… πολιτική ορθότητα της εποχής- φεύγουν πρώτοι και φτάνουν πρώτοι στη  Αθήνα. Όταν ο Λαλάκης μπαίνει αργότερα στο σπίτι του θα βρει εκεί την Πόπη. Που του παίζει το παιχνίδι πως τίποτα δεν συνέβη -«εκείνη, το περασμένο βράδυ, πήγε σινεμά με την Κική και ύστερα γύρισε άρρωστη σπίτι της και κρεβατώθηκε». Στο παιχνίδι έχει βάλει και τη φίλη της, ως αυτόπτη μάρτυρα, και την υπηρέτρια. Ο Λαλάκης αποτρελαίνεται.
Αλλά η επίσκεψη του σταθμάρχη ο οποίος του φέρνει κάποια χαρτιά που ξέχασε στην Θυμαριά αλλά κουβαλάει μαζί του, με σκοπό να το παραδώσει στην Πόπη, και το ρολόι της που εκείνη επίσης ξέχασε στη Θυμαριά, δίνει τη λύση. Και το ζευγάρι δεν λέει τίποτα αλλά αγκαλιάζεται γελώντας: μία του και μία της. Ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’50 (;)… Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», διάλεξαν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος για την α λα Φεντό φάρσα τους (1950). Το έργο είναι έξυπνο, χαριτωμένο αλλά δεν φτάνει άλλες κωμωδίες του συγγραφικού διδύμου -το τέλος του είναι αδύναμο.
Η παράσταση. Ο Θοδωρής Πετρόπουλος το διασκεύασε, αντλώντας προφανώς και από το σενάριο -το συνυπογράφουν άλλωστε οι δύο συγγραφείς- της ταινίας (1955) η οποία βασίστηκε στο θεατρικό και την οποία σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος, χωρίς εξυπνάδες και ιδιαίτερες παρεμβάσεις -διακριτικά.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Λυπάμαι αλλά αυτό που είδα ήταν μία προχειροφτιαγμένη παράσταση, άρρυθμη, με άδετους ηθοποιούς, χωρίς καμία προσοχή στη λεπτομέρεια, άτεχνη -εκείνη η μεταφορά του κιβώτιου που φρακάρει στο φράχτη του σταθμού-, χωρίς κανένα -ούτε κατά διάνοια…- σχόλιο.
Ο διασκευαστής και ο σκηνοθέτης κράτησαν την εποχή του έργου και πολύ καλά έκαναν γιατί αυτές οι κωμωδίες, βιαστικά γραμμένες αλλά από ικανές για το είδος αυτό πένες, σώζονται όχι μόνο από το χιούμορ τους αλλά και από το άρωμα της εποχής που διατηρούν και αναδίνουν και που εισπράττεται σήμερα νοσταλγικά. Αλλά για να αναδυθεί το άρωμα αυτό, για να περάσει το ήθος και το ύφος της εποχής, χρειάζεται εξαντλητική δουλειά. Εδώ δεν την είδα.
Επιπλέον είδα μία φτηνιάρικη παραγωγή. Αναρωτήθηκα ποια σχέση με τη σκηνογραφία μπορεί να έχει η Μαίρη Τσαγκάρη που υπογράφει τα δύο, φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα, σκηνικά. Χειρότερα, είχα χρόνια να δω. Ειδικά το σαλόνι της πρώτης και της τρίτης πράξης με τα στημένα κόντρα πλακέ, τον «πολυεπίπεδο» όροφο -σκαλάκια εδώ, σκαλάκια εκεί-, τα κακοντυμένα με κάτι πράσινα καλύμματα φτηνοέπιπλα και το τρανζίστορ του ’70 που υποδύεται το ραδιόφωνο του ’50. Χωρίς να παραλείψω και τα δύο κατάξερα δέντρα της δροσερής Θυμαριάς που μοιάζουν με πόδια ελέφαντα.
Σε ανάλογα μίζερα επίπεδα, και τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου, με αποκορύφωμα το κραυγαλέο της Κικής στην τρίτη πράξη.
Διανομή. Αφημένοι στην τύχη τους οι ηθοποιοί, κάνουν ό,τι μπορούν να κάνουν από μόνοι τους. Συμπαθητική και μετρημένη η πρωτοεμφανιζόμενη στη σκηνή Δανάη Μπάρκα, τα βγάζει πέρα. Καλός τυπίστας ο Μάρκος Μπούγιας αλλά ακατέργαστος ακόμα, ζητάει σκηνοθέτη. Χωρίς να ενοχλήσει υπάρχει στη σκηνή η Γιάννα Ζιάννη. Άχρωμη και αμήχανη Λολότα η Μένη Κωνσταντινίδου και αδύναμος ο Γιώργος Κοψιδάς, με τόση «άνεση» που αποβαίνει εις βάρος του.
Η Άβα Γαλανοπούλου, με τσαγανό σουμπρέτας, έχει επιλέξει την ευκολία και το ρηχό και μηχανικό σαν γάβγισμα παίξιμο ακολουθώντας τον ολισθηρό δρόμο που άνοιξαν από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πολλές γυναίκες κωμικές ηθοποιοί μας συγχέοντας το κωμικό με το κακέκτυπο τραβεστί -εκφορά λόγου, κίνηση, καμώματα... Δυστυχώς τον ίδιο δρόμο αυτή τη φορά ακολουθεί και η Μαρία Κατσανδρή, μία ηθοποιός που εκτιμώ εξαιρετικά.
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ηθοποιός χαριτωμένος και με χιούμορ αλλά όχι με πρωταγωνιστική στόφα, εδώ μοιάζει πιο αμήχανος έχοντας κάνει κωμική μανιέρα τη μονοτονία, καθώς τονίζει συνεχώς, με τον ίδιο τρόπο, άχρωμα, υιοθετώντας επιπλέον και κάποια τερτίπια του Μεγάλου -με όλη τη σημασία της λέξης- Βασίλη Λογοθετίδη που έχει σημαδέψει το ρόλο καθώς τον κατέγραψε και στον κινηματογράφο.
Αμεσότερος όλων και πιο κοντά στο ρόλο του ο Κώστας Ευριπίωτης που καταφεύγει όμως στην επιθεώρηση.
Το συμπέρασμα. Μία άχρωμη παράσταση που μιμείται άτεχνα τη δεκαετία του ’50.

Θέατρο «Λαμπέτη», 7 Αυγούστου 2014. 

No comments:

Post a Comment