August 10, 2014

«Βάκχες»: το καινούργιο χωρίς τίποτα το καινούργιο


Tο έργο. Ο Διόνυσος -γιος του Δία και της κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου, της Σεμέλης, της δόλια κεραυνοβολημένης από τη ζήλια της Ήρας για το σμίξιμό της με τον Δία-, καινούργιος θεός που έχει επιβάλει τη λατρεία του ήδη σε όλη την Ασία, πρωτοπατάει τα ελληνικά χώματα στην Θήβα, με ανθρώπινη μορφή και με κρυμμένη την ταυτότητά του. Σκοπός του, η επιβολή και εδώ της λατρείας του. Όποιος σταθεί εμπόδιο συντρίβεται. Τις αδελφές της μητέρας του, που αμφισβήτησαν την ένωσή της με τον Δία αποδίδοντας την πατρότητά του σε κοινό θνητό, άρα αμφισβήτησαν τη θεϊκή του φύση, τις μεταμόρφωσε σε Μαινάδες που έχουν ξεχυθεί στον Κιθαιρώνα και οργιάζουν ξέφρενες.
Ο Κάδμος, μαζί του και ο μάντης Τειρεσίας, αν και γέροντες, προσχωρούν στο «κόμμα» του Διόνυσου. Ο Πενθέας όμως, γιος της Αγαύης, επίσης Μαινάδας στον Κιθαιρώνα, εγγονός του Κάδμου, ο οποίος του έχει παραδώσει την εξουσία, είναι θεομάχος: καταδιώκει τους οπαδούς του καινούργιου θεού και διατάσσει να συλλάβουν τον «ξένο» που παρασύρει τους πολίτες και πρώτες τις γυναίκες στη λατρεία του Διόνυσου. Θα τον φυλακίσει αλλά ο θεός θα προκαλέσει σεισμό και θα ελευθερωθεί.
Ο Πενθέας ετοιμάζεται να συντρίψει τις Μαινάδες με τη βία. Ο Διόνυσος θα τον πείσει πως μπορεί να τις φέρει πίσω στην πόλη ειρηνικά. Αρκεί, όταν ανεβεί στο βουνό για να τις κατασκοπεύσει, να ντυθεί με γυναικεία ρούχα για να μην του επιτεθούν ως άνδρα. Οι αρχικές σθεναρές αντιρρήσεις του Πενθέα κάμπτονται και μεταμφιέζεται σε γυναίκα  Έχει πέσει στην παγίδα του Διόνυσου. Ο οποίος, όταν φτάσουν, τον παραδίδει στις Μαινάδες -η μάνα του Αγαύη, ανάμεσά τους -που σε παροξυσμό, τρελαμένες, τον διαμελίζουν.
Η Αγαύη, πιστεύοντας πως σκότωσαν ένα λιονταράκι,             θα φέρει με καμάρι το κεφάλι του στην Θήβα. Ο πατέρας της ο Κάδμος που έχει μάθει τι συνέβη και που μάζεψε τα υπολείμματα του Πενθέα θα τη φέρει σιγά-σιγά στα σύγκαλά της. Και θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που διαμέλισαν δεν είναι λιονταράκι, είναι ο γιος της. Ο Διόνυσος τους κατέστρεψε. Είναι η εκδίκησή του.
Ο Ευριπίδης με τις «Βάκχες» του (405 π.Χ.), ένα από τα αριστουργήματά του, κάνει ίσως το σημαντικότερο βήμα του προς το σύγχρονο θέατρο: ένας ύμνος στο καινούργιο και στην απελευθέρωση από το παλιό, πολυεπίπεδος, που για το λόγο αυτό μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους σήμερα.
Η παράσταση. Η Άντζελα Μπρούσκου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία χρησιμοποιώντας την άνιση -εξαιρετικές επιλογές αλλά και αμήχανες λύσεις- μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά είχε σωστές ιδέες. Και βέβαια η τραγωδία του Ευριπίδη είναι πάνω από όλα τελετουργία -όπως και δόθηκε. Και βέβαια ο Διόνυσος θα μπορούσε να είναι μία ήρεμη δύναμη που εγείρει έναν κυκλώνα -όπως είναι στην παράσταση. Και βέβαια ο Πενθέας θα μπορούσε να είναι μία καταδυναστευτική εξουσία -ένας ακόμα φασισμός, όπως και παρουσιάζεται στην παράσταση. Το θέμα, όμως, είναι πώς υλοποιείς τις ιδέες σου.
Η παράσταση, που η Άντζελα Μπρούσκου έστησε, όντως βακχεύεται. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, βακχεύεται άτεχνα, ενώ η σκηνοθέτρια επεδίωκε το αντίθετο. Είδα παρατακτικές τακτικές, είδα η βακχεία να αναπαρίσταται με εξωτερικά μέσα -με τρεχαλητά και με τσιρίδες-, δεν άκουσα όλο το κείμενο -οι συνεκφωνήσεις του Χορού, εξαιρετικά φιλόδοξες, με μουσικές απαιτήσεις, δεν λειτουργούν άψογα και το αποτέλεσμα συχνά θολώνει-, δεν «άκουσα» το λόγο -ο λόγος δεν με καθήλωσε, δεν κατεβαίνει-, οι ρυθμοί χωλαίνουν, ο Χορός έχει πολλές επιμέρους αδυναμίες, δεν υπάρχει δέσιμο στους ηθοποιούς. Και δεν είδα τίποτα το καινούργιο, όπως περίμενα.
Τρεις μόνο στιγμές ξεχώρισα: τον κύκλιο χορό που σέρνει τον συλληφθέντα Διόνυσο, το μέρος του στάσιμου που δόθηκε ποιητικά με τον Γιώργο Μπινιάρη σαν καθηγητή με το βιβλίο στο χέρι και την Μαρία Κίτσου σαν μαθήτρια-ανάερο λευκοντυμένο κορίτσι και, προς το τέλος, τον Χορό που βακχεύεται στο βάθος, πίσω από τη σκηνή. Και οι χειρότερες -σχεδόν φαιδρότητα μου προκάλεσαν: όταν στο σεισμό ο τάφος της Σεμέλης με το βωμό πάνω του αρχίζει να σείεται σαν το κρεβάτι στον «Εξορκιστή» και ο Διόνυσος σούπερ κερασφόρος, ως άλλος Φάλσταφ στην πέμπτη πράξη στις σεξπιρικές «Εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ». 
Άνισα: ήταν η βασική μου εντύπωση από τα σκηνικά του Σταύρου Λίτινα. Γοητευτικό το κομμάτι με τις καλαμιές που παραπέμπει όμως στη σκηνογραφική λύση της Χλόης Ομπολένσκι στην «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή, άχαρα τα υπόλοιπα, ανορθογραφία στις καμπύλες της Επιδαύρου. Οι εξαίρετοι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου τα σώζουν.
Απογοητευτικά βρήκα και τα κοστούμια που υπογράφει η ίδια Άντζελα Μπρούσκου -χωρίς πνοή, χωρίς ύφος.
Η κίνηση την οποία επιμελήθηκε ο Ερμής Μαλκότσης πολύ σωστά είναι «ακατέργαστη» -ο «χορός» δεν ταιριάζει στις Βάκχες. Αλλά θα ήθελα μέσα από το ακατέργαστο να προκύπτει μία κάποια αρμονία. Αυτό που προκύπτει μου άφησε την εντύπωση της ελλιπούς προετοιμασίας και  του κακότεχνου.
Στα θετικά στοιχεία, η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού που συνοδεύει με κύρος την παράσταση.
Οι ερμηνείες. Ο θίασος, με μερικούς ηθοποιούς που έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα, μοιάζει άδετος -ο καθένας στο δικό του μήκος κύματος.
Απογοητευτικός ο Αριστείδης Σερβετάλης. Ο Πενθέας του βγάζει μία αναίτια μαγκιά, ο λόγος του ανερμάτιστος, η μεγέθυνση της Επιδαύρου διόγκωσε προβλήματά του στην άρθρωση. Βρίσκει τον εαυτό του μετά την μεταμφίεση, όταν το βάρος πέφτει στην κίνηση που είναι το βασικό ατού του.
Δεν πείστηκα για την ανάγκη να υποδυθεί η Μαρία Κίτσου τον Τειρεσία ως γέροντα με κλασικά μέσα φορώντας μεταξωτή κιλότα. Υπερβάλλει και στομφάρει η εξαίρετη ηθοποιός.
Πολύ αδύναμος -και ως μέγεθος και φωνητικά- ο Γιώργος Μπινιάρης. Πιο πειστικοί η Παρθενόπη Μπουζούρη και ο Αργύρης Πανταζάρας  -με «ηχώ» του, ως Δούλος-Άγγελος, τον Χάρη Χαραλάμπους- αν και ο λόγος τους φοβάμαι πως δεν κατεβαίνει μολονότι το κείμενο των δύο Αγγελιών -ειδικά της δεύτερης- είναι συγκλονιστικό.
Η Άντζελα Μπρούσκου θεωρώ πως είναι ακατάλληλη για να σηκώσει η ίδια το βάρος της Αγαύης και της τρομερής σκηνής της.
Το ουσιαστικό βάρος της παράστασης φέρει εκ των πραγμάτων η Αγλαΐα Παππά που επωμίστηκε τον Διόνυσο. Έχει το μέγεθος, τη γερή τεχνική και την ενέργεια να το σηκώσει. Και κρατάει το μέτρο -δεν εκτρέπεται σε υπερβολές. Αλλά αφενός η φωνή της βγαίνει πολύ ζορισμένη, αφετέρου διατηρεί, από την αρχή μέχρι το τέλος, τον ίδιο σχεδόν τόνο, τακτική που πιστεύω πως ισοπεδώνει το ρόλο. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που δεν κομίζει τίποτα το καινούργιο και που με απογοήτευσε.
(Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού).

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, «Θέατρο Δωματίου», Φεστιβάλ Επιδαύρου, 8 Αυγούστου 2014.

No comments:

Post a Comment