June 5, 2014

Και αντιπρόεδρος και συγγραφέας και σκηνοθέτης;


Το Τέταρτο Κουδούνι / 5 Ιουνίου 2014

Αντιπρόεδρος του –απροέδρευτου πάντα, πώς λέμε αβασίλευτη;- Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, ο συγγραφέας Γιώργος Μανιώτης. Και στο ρεπερτόριο του 2014/2015 που ανάγγειλε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Σωτήρης Χατζάκης να περιλαμβάνεται και το παλαιό του έργο «Ο λάκκος της αμαρτίας» -που θ’ ανεβάσει ο Πέτρος Φιλιππίδης- αλλά κι οι «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ στις οποίες έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου. Κανένας δε σκέφτηκε πως αυτό είναι too much, που λέμε; Και πως θα μπορούσε να κριθεί και ως αντιδεοντολογικό;



Επί του προκειμένου τώρα. Το ρεπερτόριο σαφώς και είναι πιο ισορροπημένο απ’ τον πρώτο χειμώνα του Σωτήρη Χατζάκη στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Ναι, «Ο άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ είναι κατεψυγμένο της δεκαετίας του ’60, ναι, η «Φιλουμένα» είναι χιλιοπαιγμένη, ναι, η «Λιλιπούπολη» έχει πια ξεζουμιστεί, ναι, ο Ξενόπουλος πολύ πασέ και μικροαστικός ακούγεται πια, ακόμα και για σίριαλ -ελπίζω ο Άκης Δήμου που ’χει αναλάβει τη… βρομοδουλειά της δραματοποίησης του συγκεκριμένου μυθιστορήματος να συνεφέρει κάπως τους «Μυστικούς αρραβώνες» που θα παρουσιαστούν-, ναι, η Ελεονώρα Ζουγανέλη ως Πιαφ στο «Rex/Κοτοπούλη» πολύ φοβάμαι πως θα μπερδεύει τους θεατές -«στο ισόγειο ‘Rex’ του Μαροσούλη πάμε ή παίρνουμε ασανσέρ για πάνω;»-, ναι, το κλασικό έργο -για Εθνικό Θέατρο πρόκειται!- υποχωρεί ατάκτως και μόνο μέσα απ’ το «Κρίμα που είναι πόρνη» του Φορντ υπάρχει, ναι, η επιμονή στον πληθωρισμό των είκοσι παραστάσεων συνεχίζεται αλλά χοντρά λαϊκίστικες επιλογές, όπως κάποιες απ’ τις περσινές, δεν υπάρχουν.
Έμαθε ο Σωτήρης Χατζάκης απ’ τα λάθη του; Δε μας μένει παρά να περιμένουμε.




Στα θετικά ν’ αναφέρω τις πέντε επαναλήψεις. Καλώς επαναλαμβάνονται οι παραστάσεις αυτές (η φωτογραφία απ’ το «Δεκαήμερο»). Όχι γιατί «τα ’φεραν» αλλά γιατί και οι πέντε κάτι καλό έως πολύ καλό κόμισαν. Κι αξίζει να τις δουν περισσότεροι. Αν γινόταν αυτό και αρχή για την καθιέρωση ενός μακροπρόθεσμου ρεπερτορίου με παραστάσεις που θ’ άξιζε να επανέρχονται … Όπως στα κρατικά Θέατρα του εξωτερικού.
Στα Σκόπια των 600.000 κατοίκων, όπου βρέθηκα, είδα στο ρεπερτόριο του Εθνικού τους, εκτός απ’ τις πρεμιέρες της σεζόν, τουλάχιστον δέκα παραστάσεις που χρονολογούνται δεν ξέρω από πότε αλλά διατηρούνται και, αραιά έστω, παίζονται και ξαναπαίζονται. Κι έτσι αποκτούν φήμη και καινούργιο κοινό -«α, να το δούμε αυτό που δεν είδαμε, τώρα που το ξαναπαίζουν».

Στα θετικά, επίσης, η είσοδος στο Εθνικό, με τη σκηνοθετική ιδιότητα, ανθρώπων που ’χουν δώσει έως τώρα καλά έως εξαιρετικά δείγματα -Άντζελα Μπρούσκου, Ακύλλας Καραζήσης, Πηγή Δημητρακοπούλου…
                             

Όσο για την -αυταπόδεικτη- γελοιότητα της ένταξης απ’ το 2011 των κρατικών Θεάτρων στις ΔΕΚΟ, που δεν ξέρω πιο πανάσχετο μυαλό τη σκέφτηκε και που διατηρείται, απόλυτο δίκιο έχει ο Σωτήρης Χατζάκης που επιμένει στην κατάργησή της και διαρκώς επανέρχεται στο θέμα. Όπως είχε κι ο προκάτοχός του Γιάννης Χουβαρδάς που επίσης το ’λεγε.
Φαντάζομαι πως του θέματος θα επιληφθεί ο υπουργός «Πολιτισμού», αν παραμείνει στη θέση για «να ολοκληρώσει το έργο του». Φημίζεται για την ενεργητικότητά του…




Δε μου λέει τίποτα το έργο αυτό -«Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Τζόζεφ Κέσελρινγκ (τον οποίο στην Ελλάδα οι μισοί προφέρουν ή γράφουν Κέσερλινγκ…). Ούτε κι η ταινία -η μεταφορά του στον κινηματογράφο. Κι ας την έκανε ο Φρανκ Κάπρα που πολύ τον αγαπώ. Μαύρο χιούμορ, ναι, αλλά τόσο παλιό, τόσο 40’s που λένε, τόσο ναφθαλίνη μυρίζει… Απορώ γιατί το διαλέξανε για το «Παλλάς». Για να παίξουν, προφανώς τις δυο γριούλες πρωταγωνίστριες του έργου ο -και σκηνοθέτης της παράστασης- Σταμάτης Φασουλής κι ο Πέτρος Φιλιππίδης. Ναι, καλά, εντάξει, γελάς να τους βλέπεις με τις δαντέλες -ο Σταμάτης Φασουλής μου θύμισε την Καίτη Λαμπροπούλου. Αλλά είναι αρκετό αυτό επί τρεις ώρες και κάτι που κρατάει; Έεεεπληξα. Μέχρι θανάτου. Απολογισμό ζωής έκανα μέχρι να τελειώσει.


Α, και να συμπληρώσω, με την ευκαιρία. Την παράγραφο για την ελληνική προϊστορία του έργου στο σημείωμα «Η επιτυχία μιας ζωής» που υπάρχει στο πρόγραμμα της παράστασης. Το «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» στην Ελλάδα δεν παρουσιάστηκε μόνο απ’ τους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1946 στο «Rex» και της Άλκηστης Γάσπαρη το 1967 στο τότε «Όρβο» (το οποίο -σύμπτωση!- βρισκόταν στη θέση που σήμερα είναι το μεγάλο φουαγιέ του εξώστη στο αποκατεστημένο «Παλλάς») αλλά και πιο πρόσφατα: τη σεζόν 1989/1990 στο Εθνικό (όπως μου θύμισαν ο και σκηνογράφος/ενδυματολόγος της παράστασης Απόστολος Βέττας, και η Εύα Γεωργουσοπούλου) με Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μαργαρίτα Λαμπρινού, Αντώνη Θεοδωρακόπουλο και με σκηνοθέτη τον Νίκο Αρμάο και το χειμώνα 1999/2000 στο θέατρο «Μπροντγουαίη» από θίασο μ’ επικεφαλής την Κατερίνα Γιουλάκη, την Μάρθα Καραγιάννη και τον Χάρη Ρώμα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου.


Δεκατέσσερις έγιναν τελικά! Οι φετινές παραστάσεις Ίψεν (σας τις έχω ήδη απαριθμήσει στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 21 Νοεμβρίου, στις 2 και 9 Ιανουαρίου και στις 20 Μαρτίου) που ομιλούν και ομίλησαν την ελληνικήν. Μέχρι 24 Ιουνίου στο «Beton7» παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Σοφίας Αλεξανιάν το μόνο μια φορά -και για πολύ λίγο- παιγμένο στην Ελλάδα «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί».


Στο απώτερο παρελθόν ανήκει το «Όλα για τη μητέρα μου», «μεταγραφή» για τη σκηνή της ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ απ’ τον Σάμουελ Άνταμσον που ’χε ανεβάσει στο «Ακροπόλ» ο Πέτρος Ζούλιας. Ούτε τρεις μήνες δεν άντεξε -κι αυτούς κουτσοπήγε. Απ’ τις αποτυχίες της θεατρικής χρονιάς. Φυσικά και δε βρήκα το κατέβασμα αυτό ευχάριστο -ο παραγωγός θα πρέπει να μπήκε μέσα, οι ηθοποιοί έμειναν άνεργοι, ελπίζω να μη χάσανε τα λεφτά τους... Αλλά το βρήκα λογικό.
Πρώτον, γιατί το έργο, παρά τα γερά ονόματα των ηθοποιών που υπήρχαν στο σχήμα, σαφώς και ΔΕΝ ταίριαζε στο «Ακροπόλ». Το ευρύ λαϊκό κοινό στο οποίο πιστεύω πως αυτό το τεράστιο, για τα σημερινά δεδομένα, θέατρο απευθύνεται, δεν προσήλθε. Διότι ουδεμία σχέση με Αλμοδόβαρ έχει. Στην απογευματινή που ’χα πάει είδα καμιά τριανταριά γηραιές κυρίες άναυδες με τις τραβεστί που ’βλεπαν επί σκηνής και με τα «βρομόλογα» που άκουγαν. Σε ποια φίλη τους θα ’λεγαν να πάει να το δει; Αυτό το έργο χρειαζόταν ένα χώρο πιο μαζεμένο, πιο μικρό, πιο ιδιαίτερο, που να τραβήξει το πιο εναλλακτικό κοινό, το νεανικό κοινό, που θα το ενδιέφερε να δει Αλμοδόβαρ, που θεωρεί καλτ τον Αλμοδόβαρ και που ποτέ, βέβαια, δε θα πήγαινε να τον δει σ’ ένα μεγάλο, ιστορικό θέατρο του κέντρου.
Και δεύτερον, γιατί η παράσταση ήταν μια τραγική αποτυχία. Έβλεπα πίσω απ’ τα επί σκηνής δρώμενα ένα σκηνοθέτη εντελώς αμήχανο που δεν ήξερε τι να πράξει στην άδεια, σαν παγωμένη, σκηνή. Που δεν είχε καταφέρει ούτε τους χώρους της δράσης να προσδιορίσει -από πού έμπαιναν οι ηθοποιοί, από πού έβγαιναν, πού πήγαιναν, που βρίσκονταν, γιατί πηγαινοέρχονταν στην πλατεία, κάτω απ’ τη σκηνή... Κρίμα στις καλές ηθοποιούς της διανομής. Οι οποίες είχα την αίσθηση, όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούσαν, πως δεν είχαν πειστεί γι αυτό πού έκαναν.




Μια κι ο λόγος για τις καλές ηθοποιούς του ατυχήσαντος «Όλα για τη μητέρα μου», να σταθώ στην Μαρίνα Ψάλτη. Την εκτιμώ βαθύτατα. Τι καλή ηθοποιός! Εξαίρετη! Τη βλέπω απ’ το ’93 -είκοσι χρόνια στο σανίδι έκλεισε πια- που ντεμπουτάρησε στο θέατρο με μια συγκλονιστική Μάσα στον «Γλάρο» του Γιούρι Λιουμπίμοφ πλάι στην Κάτια Δανδουλάκη/Αρκάντινα η οποία είχε ανεβάσει την παράσταση στο τότε «Διονύσια» -νυν «Δημήτρης Χορν». Όταν αυτομάτως, με την πρώτη, μας βούλωσε το στόμα πως μια ηθοποιός, που, μέχρι τότε, δυο χρόνια στην τηλεοπτική «Λάμψη» του Φώσκολου είχε μόνο στο βιογραφικό της, δε θα μπορούσε να σταθεί στο σανίδι. Έκτοτε, σε μια απολύτως συνεπή πορεία, με καλές πάντα επιλογές, σχεδόν κάθε φορά κάνει την έκπληξη -γκάμα να δείτε! Έχει κάνει δράμα, έχει κάνει -εντυπωσιακά- κωμωδία, έχει κάνει κλασικό θέατρο, έχει κάνει σύγχρονα έργα...
Πάντα χαίρομαι να τη βλέπω -κι ας μην είναι κάποιες απ’ τις παραστάσεις αυτές πετυχημένες. Με αποκορύφωμα την Έλεν Τζόουνς την οποία ερμήνευσε στο «Machinal» της Σόφι Τρέντγουελ, που ’χε ανεβάσει σε μια πολύ καλή παράσταση η Νικαίτη Κοντούρη στο ΚΘΒΕ το 2006/2007 -μια ερμηνεία συ-γκλο-νι-στι-κή. Κι επιπλέον παραμένει ένας άνθρωπος σεμνός, διακριτικός, που δεν κυνηγάει τη δημοσιότητα -την αποδέχεται μόνο όταν τη χρειάζεται η δουλειά της- συμπλέοντας με το σύντροφό της στη ζωή, τον Γιάννη Φέρτη.
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι πως η Μαρίνα Ψάλτη απ’ την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ξεκίνησε -απόφοιτη στις κατευθύνσεις Ζωγραφικής και Σκηνογραφίας. Αδιάφορο αν ύστερα ακολούθησε το δρόμο του θεάτρου φοιτώντας στη δραματική σχολή Θεοδοσιάδη. Αλλά η ηθοποιός Μαρίνα Ψάλτη δεν έχει ξεχάσει τη ζωγράφο Μαρίνα Ψάλτη. Και εικονογραφεί παιδικά βιβλία. «Το ταξίδι του Φριχτούλη» του Γιάννη Ξανθούλη ήταν το πρώτο της. Έχω στα χέρια μου, εδώ και κάποια χρόνια, τέσσερα απ’ τα βιβλία αυτά, και δεν είχα αξιωθεί να γράψω μέχρι τώρα κάτι -πανέμορφες, τρυφερές οι ζωγραφιές της. Τώρα που τα ξανάπιασα για να τα διαβάσω στις βαφτιστήρες μου τα ξαναχάρηκα.
Τ’ άλλα τρία, «Οι περιπέτειες της Σκιουρίτσας» του Γιώργου Παλυβίδα -πολύ τρυφερό οικολογικό παραμύθι-, «Το κυπαρίσσι που τα ’βαλε με τον ουρανό» του Λουάν Τζούλις, σε επιμέλεια Γιάννη Ξανθούλη, και το πρώτο ολότελα δικό της -με κείμενο γραμμένο σε έξυπνο στίχο και με τον πανέξυπνο τίτλο «Ο Ψίνης ο Νυχάρας». Δεν ξέρω αν συνεχίζει στο χώρο του παιδικού βιβλίου η Μαρίνα Ψάλτη, αλλ’ αυτά τα τέσσερα βιβλία -εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα και τα τέσσερα, μεταξύ 2006 και 2008- άξιζαν τον κόπο για συνέχεια.





Όχι άλλο Μαζωνάκη με τα σώβρακα! Όχι άλλο! Νισάφι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment