Το Τέταρτο Κουδούνι / 12 Ιουνίου 2014
Ο Αντώνης Σαμαράς ενώπιον Θεού, Αγίων και ανθρώπων εξομολογείται τον ανασχηματισμό που διέπραξε.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Καλά, αυτή η ανασχηματισμένη κυβέρνηση μπορεί να σηκώσει από μόνη της ολόκληρη επιθεώρηση. Διότι ΕΙΝΑΙ επιθεώρηση. Επιθεωρησιογράαααφοι μου, ΠΟΥ είστε;
Βογγάω σα χώρα… Άλλος ένας ανίδεος περί τον Πολιτισμό στο υπουργείο Πολιτισμού -ή μήπως κάνω λάθος; Διάβασα πως είναι «σοβαρός, χαμηλών τόνων και με χιούμορ» ο καινούργιος, ονόματι Κωνσταντίνος Τασούλας. «Περί πολιτισμό νογάει τίποτα;» ρώτησα. Απάντηση δεν πήρα. Θα δείξει. Κοντός ψαλμός, αλληλούια. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι στην παραλαβή του υπουργείου δήλωσε πως θα συνεχίσει το έργο του προκατόχου του…
Έχει, πάντως, δε λέω, γερό στήριγμα: την Άντζελα Γκερέκου, υφυπουργό -και πάλι- Πολιτισμού, εκλεκτή, μετά τον Γιώργο Παπανδρέου, και των Αντώνη Σαμαρά/Ευάγγελου Βενιζέλου (στη φωτογραφία η κυρία υφυπουργός προσέρχεται στο προεδρικό μέγαρο για την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης).
Habemus πρόεδρο! Η τελευταία (δεν ξέρω αν έγινε στη ζούλα και καμιά άλλη πονηρή…) κίνηση που ’κανε ως υπουργός «Πολιτισμού» ο Πάνος Παναγιωτόπουλος: ο διορισμός, μετά από 11 (ναι, έντεκα!) μήνες που η θέση παρέμενε κενή, του δικηγόρου Γιώργου Εμμ. Στεφανάκη ως προέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κόκαλα, πια είχε… Μ’ αυτή ο κ. Παναγιωτόπουλος έκλεισε τη θητεία του στην Μπουμπουλίνας. Αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο -ώωωωρα κράτησε ο απολογισμός του στην παράδοση του υπουργείου, πού τα βρήκε ολ’ αυτά που ’λεγε πως έπραξε;- το οποίο, αλίμονο, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει… Και παίρνοντας μαζί του το ευρηματικό κράξιμό του στο Μέγαρο Μουσικής, ένα κράξιμο άνευ προηγουμένου, που, μωρέ, δε θα το ξεχάσει σ’ όλη του τη ζωή.
Μαρτυρίες σύγχρονων Ελλήνων που κατέγραψε -και μάλιστα πολύ πριν αρχίσει η κρίση- ο καθηγητής κοινωνιολογίας Νίκος Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του «Η οδύνη των ανέργων» σε «συνομιλία» με «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ. Και τίτλος της παράστασης που συνδύαζε τα δυο, ο μάλλον ανέμπνευστος « Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά». Ανόρεχτα και με τον κρυφό φόβο πως θα πλήξω και θα νυστάξω πήγα να δω την παράσταση -ήταν κι η δεύτερη στη σειρά την οποία έβλεπα εκείνο το βράδυ…- που είχε σκαρώσει ο Θοδωρής Γκόνης με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και τώρα την έφερνε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κι είδα μια παράσταση που με ενεργοποίησε: ολοκληρωμένη, απίστευτα -καλά, αυτό δεν το συζητώ…- επίκαιρη, μοντέρνα στημένη, κοφτή, με ρυθμούς λαχανιαστούς, με τέσσερις καλούς νέους ηθοποιούς -Δημήτρης Δάγκαλης, Ίρις Νικολάου, Κλέα Σαμαντά, Παύλος Σταυρόπουλος- άριστα οδηγημένους και πολύ καλά δεμένους μεταξύ τους, μια παράσταση καλοφωτισμένη απ’ τον Τάσο Παλαιορούτα και με λιτά μεν αλλά όχι μίζερα, «γραμμικά», αυστηρά, όπως έπρεπε, σκηνικά της Ελένης Στρούλια. Ένα μεταμπρεχτικό θέατρο-ντοκουμέντο, ένα θέατρο άμεσης απεύθυνσης στο θεατή, ένα θέατρο που τον αφορά.
Κι ανάμεσα μικρά θεατρικά ευρήματα, μικρά παραξενίσματα -το τραγουδάκι «Je ne veux pas travailler» («Δεν θέλω να δουλέψω»), για παράδειγμα- που ενίσχυαν τη δυσεύρετη στα κείμενα της παράστασης θεατρικότητα. Και στο φινάλε, στην οθόνη, να περνάει ένα σύντομο επιλογικό κείμενο που να μας θυμίζει πως ο Λαφάργκ, γραμματέας και γαμπρός -σύζυγος της κόρης του- του Μαρξ, άφησε στο τέλος την πολιτική κι ασχολήθηκε με τη… μελίγκρα. Και το οποίο να σου παίρνει με χιούμορ πικρό όλη την κατάθλιψη απ’ όσα είχες μέχρι τότε ακούσει. Που τα ξέρεις, τα ζεις αλλά άλλο να τα βλέπεις στη σκηνή -τα συνειδητοποιείς βαθύτερα.
Αν αυτό δεν είναι θέατρο που αφορά το σήμερα, τότε ποιο είναι; Κάτι ανάλογο με τον «Μεφίστο» που ’χει ανεβάσει για το Εθνικό ο Νίκος Μαστοράκης στο Δημοτικό του Πειραιά. Επομένως, έπαινοι και μόνο για τις επιλογές αυτές.
Αφού έτρεξα στον ΕΔΟΕΑΠ να κάνω ακουόγραμμα…
Πάω στο Φεστιβάλ Αθηνών να δω το «Αβελάρδος και Ελοΐζα» του Γιάννη Καλαβριανού, Χώρος Δ, κατεβασμένη η σκηνή, όλα τα τεκταινόμενα στο τσιμεντένιο πάτωμα, μικρόφωνα, αντηχήσεις, αντηχήσεις, αντηχήσεις, τα μισά άκουσα…
Πάω στο «Ραμόνα travel» του Γιάννη Σκουρλέτη –και του Φεστιβάλ ωσαύτως-, Αποθήκη, ήταν και τα θρακιώτικα της Γλυκερίας Μπασδέκη που ’γραψε το κείμενο, ήταν που ’βαλε κι ο σκηνοθέτης τους ηθοποιούς να ξελαρυγγιάζονται -μόδα κι αυτή…-, ήταν κι η ακουστική του χώρου, μέσες-άκρες άκουγα και καταλάβαινα.
Πάω και στη -φεστιβαλική επίσης- «Τριλογία της πόλης» του Κωνσταντίνου Χατζή, Χώρος Α -μα πού τον βρήκαν κολλητά στη λεωφόρο;-, μικρόφωνα κι εδώ, ν’ αχολογεί η Πειραιώς, ν’ αντιλαλούν -όχι οι κάμποι- οι τσιμεντένιοι τοίχοι έτσι και λίγο να ύψωναν τη φωνή οι ηθοποιοί -τι εξαιρετική και πάλι η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου…-, κάτι συλλαβές έπιασα στην εναρκτήρια «Διανυκτέρευση» -που πήγα, ο έρμος, να ευχαριστηθώ τα ημιτόνια της Λούλας Αναγνωστάκη…-, κάτι περισσότερο στην «Πόλη» και στην «Παρέλαση».
Άντε, μετά, να μην ανησυχήσω μήπως κι άρχισε η ωτοσκλήρυνση… Κι άντε να μην τρέχω για ακουόγραμμα. Να μην ανησυχώ, όλα είναι ομαλά μού ’πε μετά ο ωριλά. Ε, τότε, μήπως θα πρέπει ν’ ανησυχήσει το Φεστιβάλ; Όχι για τα’ αυτιά μου, για την ακουστική των χώρων του. Κι οι σκηνοθέτες; Για τα κριτήρια που επιλέγουν τους χώρους της Πειραιώς όπου θα παίξουν και για τους τρόπους που τους χρησιμοποιούν και για την ηχητική αποτελεσματικότητα των παραστάσεών τους; Εκτός κι αν το θέμα το θεωρούν δευτερεύον…
«Σήμερα ήταν η πανσέληνος;» ρώτησα χτες μια φίλη στο Ηρώδειο, μετά το τέλος της πρεμιέρας του «Ντον Τζοβάνι», καθώς ολόγιομο το ’βλεπα το φεγγάρι. «Όχι, την Παρασκευή είναι» παρενέβη και την πρόλαβε ενήμερη διερχομένη κυρία. «Μήπως έπιανε από χτες;» αναρωτήθηκα μέσα μου. Διότι και οι καινούργιες ταξιθέτριες τα ’χαν παίξει και δεν ήξεραν τι τους γίνεται, και λιποθυμία και γιατρούς και αναστάτωση στο κοίλον είχαμε, και ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός έπεσε (!) απ’ το πόντιουμ χωρίς, μάλλον, ευτυχώς, αβαρίες -εκείνα τα καγκελάκια που ’βαζαν τριγύρω στο βάθρο του αρχιμουσικού γιατί τα κατάργησαν;-, και ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς έφαγε ένα «ουουου» που ’ταν όλο δικό του στο φινάλε από ένα μέρος του κοινού (το οποίο «ουουου» σα να ξεκίνησε από ομάδα συγκεντρωμένη, μου φάνηκε, επί τούτου στην πάνω ζώνη…) ενώ οι υπόλοιποι χειροκροτούσαν, και μεγάλο τράφικ είχαμε στο τέλος στα σκαλάκια γιατί τα ’χε μισοκλείσει μια παρέα νεαρών, που ο κορυφαίος τους κιθαρωδός/τραγουδιστής επιδιδόταν σε Μικρούτσικο/Καββαδία -τώρα της σκηνοθεσίας ήταν; Διαμαρτυρία ήταν; Για να μαζέψουν κάνα φράγκο ήταν; Κάτι σαν «στ’ αρ@ίδια μας» ήταν; Δεν κατάλαβα.
Μ’ ολ’ αυτά μαζεμένα πώς να μη σκεφτώ ως υπαίτιο την πανσέληνο;
«Oι πλημμύρες της Σερβίας ήταν θεϊκή τιμωρία γιατί η Σερβία έδωσε ψήφους στην Κοντσίτα στην Γιουροβίζιον» δήλωσε -κι άαααλο φωτεινό εκκλησιαστικό μυαλό…- ο Πατριάρχης Σερβίας Ιρινέι. «Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός ξεπλένει την Σερβία απ’ τις (σ.σ. γκέι) αμαρτίες της». Άλαλα τα χείλη των ασεβών… Αν, όμως, δουλεύει έτσι ο Θεός δε θα ’πρεπε να ’χαν ήδη καταποντιστεί ορθόδοξες, καθολικές άμα τε και διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες;…
Αφήστε που έτσι -εφ’ όσον γίνεται παραδεκτό πως η Σερβία έχει γκέι αμαρτίες- καταρρέει ο παλιός, επί Γιουγκοσλαβίας, καλός ισχυρισμός: στην Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχουν γκέι. Ένας μόνο, στο Μαυροβούνιο.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
«[…] Ο Χρήστος Χωμενίδης, άψογος μέσα στο κομψό γκρίζο κοστούμι του, βγήκε από την εκκλησία με το κεφάλι σκυμμένο, φανερά συγκινημένος […]. Από τους τελευταίους εξήλθε ο ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, κρατώντας στα χέρια το καλοκαιρινό ψαθάκι του […]». Το διάβασα σε ρεπορτάζ για την κηδεία της Μάνιας Καραϊτίδη της «Εστίας»! Ε λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάλυψη κηδείας με αναφορές και κριτικές παρεμβάσεις σε ενδυματολογικούς κώδικες. Τόσες και τόσες κηδείες, ποτέ δεν το ’χα σκεφτεί. Μπορεί να ’ναι και μια αρχή.
Επαναλαμβάνω: Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 29 Μαΐου για τη φιλόδοξη φεστιβαλική παραγωγή που αμείβει τους ηθοποιούς της με 700 ευρώ για δυόμισι μήνες πρόβες συν οι παραστάσεις -κάπου 300 ευρώ το μήνα τους έρχεται…. Μου ’στειλαν μήνυμα: «Υπάρχουν και χειρότερα». Δηλαδή; Όσοι, λέει, καλλιτέχνες έχουν δουλέψει στο «Πικ νικ» του Σακελλαρίδη που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής δεν έχουν πάρει πεντάρα τσακιστή ακόμα. Πότε παίχτηκε; Τον περασμένο Φεβρουάριο. Το βούλωσα. Τι -άλλο- να πω άλλωστε; Και να ’ναι οι μόνοι…
Έξι παραστάσεις της «Μήδειας» του Ευριπίδη ή έργων εμπνευσμένων απ’ την «Μήδεια» ή που παρωδούν την «Μήδεια» είχαμε φέτος στις ελληνικές σκηνές, σάς μέτραγα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 12 και στις 19 Δεκεμβρίου του 2013, πριν η χειμερινή σεζόν φτάσει στο μέσον της, αλλά και στις 10 Απριλίου.
Λίγο πριν η σεζόν τελειώσει έγιναν οκτώ. Προσθέστε: «Μήδεια. Ένα μανιασμένο ποίημα», μονόλογος του Ζαν-Ρενέ Λεμουάν σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη με την Δήμητρα Ματσούκα που παίχτηκε αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» αλλά και «Μηδείαμα» (κείμενο και σκηνοθεσία Γιάννας Αναγνώστου) που παίχτηκε, πρόσφατα επίσης, απ’ την ομάδα «Mprikia Kollame» (!!!!) στην αίθουσα «Σχήμα εκτός Άξονα» της Θεσσαλονίκης.
No comments:
Post a Comment