H ταινία. «Ο χρυσοθήρας» (1925) του Τσαρλς Τσάπλιν ανήκει στα αριστουργήματα του κινηματογράφου. Ογδόντα εννιά χρόνια έχουν περάσει κι αυτή η βουβή, ασπρόμαυρη ταινία που χαρακτηρίζεται δραματική κωμωδία, αυτό το κράμα κωμικού, τρυφερότητας, ανεπαίσθητης μελαγχολίας και μοναξιάς, το βουτηγμένο στην ανθρωπιά, διατηρεί αλώβητο το άρωμα που αναδύεται από τα πλάνα του. Η αθανασία τού ανήκει δικαιωματικά.
Ο αλητάκος που γίνεται χρυσοθήρας και τραβάει στην Αλάσκα όπου υφίσταται τα δεινά, παρέα, αυτός ο βραχύσωμος, με τον θηριώδη Μπιγκ Τζιμ ΜακΚέι (ο γκροτέσκος Μακ Σουέιν) περνώντας, παράλληλα, από έναν άδολο, δύσκολο έρωτα για την Τζόρτζια (η λιτή Τζόρτζια Χέιλ), το κορίτσι του μπαρ, που απλώς διασκεδάζει μαζί του και τον κοροϊδεύει μέχρι να την κατακτήσει -όταν τον χάνει- η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια των αισθημάτων του αλητάκου, για να δικαιωθεί στο ουτοπικό τέλος καθώς το βρίσκει το χρυσάφι, γίνονται πολυεκατομμυριούχοι μαζί με το συνέταιρό του και ξανασμίγει με το κορίτσι που τον έχει στο μεταξύ αληθινά αγαπήσει, επέζησε γιατί έγινε αξιαγάπητος χωρίς ποτέ να το επιδιώξει: είναι πονηρός, κάνει μπαγαμποντιές, κλέβει, είναι δειλός, εκμεταλλεύεται καταστάσεις… Δηλαδή άνθρωπος είναι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, πάνω απ’ όλα αυτά, είναι Αθώος.
«Ο χρυσοθήρας», αν και φτιαγμένος αρκετά χρόνια πριν ο Τσάπλιν φτάσει στην -κατ’ εμέ- κορυφή του με τους «Μοντέρνους καιρούς», παραμένει ένα αριστούργημα -σκηνοθετικό και ερμηνευτικό. Κι αν βρίσκω κάπως χοντροκομμένη τη σκηνή με τις παραισθήσεις του Μπιγκ Τζιμ που βλέπει τον Χρυσοθήρα -τον Σαρλό, όπως έμεινε σε μας- σαν γιγάντιο κοτόπουλο, οι σκηνές του δείπνου με τη βρασμένη μπότα και του «μπαλέτου» με τα ψωμάκια δεν ξεπερνιούνται.
Η μουσική. Η μουσική την οποία έγραψε αυτός ο ίδιος ο Τσάπλιν που η μουσική εκπαίδευσή του ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, μουσική που την «υπαγόρευε» -ένα κράμα, με αρκετά δάνεια, το οποίο υπογραμμίζει και περιγράφει τις κινηματογραφικές σκηνές, κωμικό και ρομαντικό- και που τη συνέθεσε το 1942 για την ηχητική επανέκδοση της ταινίας, μεταγράφηκε το 2007 από τον Τίμοθι Μπροκ για ζωντανή εκτέλεση. Αυτή την εκδοχή εκτέλεσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συνοδεύοντας την προβολή της ταινίας σε μια ιδαίτερη μουσικοκινηματογραφική εκδήλωση με τον τίτλο «Ο Σαρλό και η ΚΟΑ».
Με τον Μίλτο Λογιάδη στο πόντιουμ, σε άλλη μία καλή της στιγμή της, παρά τα οικονομικά προβλήματα που βαραίνουν την ατμόσφαιρα, η ΚΟΑ έδωσε με προσοχή, με κέφι και με μία έκδηλη νοσταλγία το καλύτερο, υλοποιώντας άψογα μία πολύ καλή ιδέα.
Το συμπέρασμα. Μία κερδισμένη βραδιά. Είναι συναρπαστικό να ανακαλύπτω, μετά από χρόνια που είχα να τη δω, πως η ταινία, τυλιγμένη σ’ αυτό το στοργικό μουσικό πλέγμα, σε κάνει ακόμη να σπαρταράς από το γέλιο και να συγκινείσαι.
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 23 Ιουνίου 2014.
No comments:
Post a Comment