Το έργο. Μαρία
Πολυδούρη. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Έπασχε από φυματίωση. Πέθανε στην Αθήνα
το 1930. Ήταν 28 χρόνων. Ήταν ποιήτρια.
Πρόλαβε να εκδώσει δύο μόνο βιβλία. Έρωτας της ζωής της, ο Κώστας Καρυωτάκης. Είχε
γεννηθεί στην Τρίπολη το 1896. Έπασχε από σύφιλη. Αυτοκτόνησε το 1928. Ήταν 32
χρόνων. Ήταν ποιητής.
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου
ακούμπησε πάνω στη βιογραφία και τα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη. Ακούμπησε
γερά. Αλλά μετά αφέθηκε να απογειωθεί στον δικό της ποιητικό κόσμο. Έναν κόσμο
μονήρη, πολύ προσωπικό, ερμητικά κλειστό θα έλεγα, που αντλεί από τον υπερρεαλισμό
και έχει δεχτεί διάφορες επιδράσεις -από τον Τσέχοφ μέχρι τον Δημήτρη
Δημητριάδη. Και έγραψε το μονόλογο «Οδός Πολυδούρη».
Η Μαρία Πολυδούρη της είναι και
δεν είναι η Πολυδούρη που ξέρουμε -ο τίτλος «Οδός Πολυδούρη» δεν είναι τυχαίος.
Ναι, είναι η Μαρία Πολυδούρη που νοσηλεύεται, στο τελευταίο στάδιο της ασθένειάς
της, σε κάποια κλινική. Αλλά είναι και ένα εκτόπλασμα της Πολυδούρη, ένα σκιάς
όναρ, ένας φορέας της ιδιόμορφης, ερμητικής επαναλαμβάνω, ποίησης της Ρούλας
Γεωργακοπούλου.
Ψηφίδες, θραύσματα, παρτσάδια
από την ύπαρξη αυτή που κάποτε έζησε και κάποτε έγραψε ποίηση δένονται σφιχτά με
στοιχεία που δείχνουν παράταιρα αλλά δεν είναι: κάποια ποιήματά της, ένα
τραγούδι του Αττίκ της εποχής της, η φυματίωση, ο γιατρός, οι νοσοκόμες, η Καλαμάτα
της που είναι και της Ρούλας Γεωργακοπούλου η Καλαμάτα, η θητεία της στο
δημόσιο -σε κάποιες νομαρχίες-, ο λογοτεχνικός περίγυρος της εποχής της -ο
Ροΐδης, ο Παλαμάς, ο Καμπούρογλου, ο Καρκαβίτσας…-, η Καλλιρρόη Παρέν και ο
πρώιμος φεμινισμός, ο Καρυωτάκης της, η δική του ποίηση, η σύφιλη έως και ο Τσέχοφ
με τον «Γλάρο» του και το μονόλογο της Νίνας και τη δική του αναφορά στους «άστεγους
και τους περιπλανώμενους» του Τουργκένιεφ. Και όλα αυτά -που αγγίζονται ανεπαισθήτως,
δεν κραυγάζουν-, αλεσμένα μέσα από μία γλώσσα λαμπρή, ευφυή, εξαιρετική -το
μείζον χάρισμα της συγγραφέα-, δουλεμένη -κι αυτό είναι εκκωφαντικά εμφανές- σκληρά,
λέξη-λέξη.
Η παράσταση.
Ο Θοδωρής Γκόνης που υπογράφει τη σκηνοθεσία οργάνωσε μία παράσταση μακριά από
τις λεπτές, ευαίσθητες πινελιές που χαρακτηρίζουν το προσωπικό του ύφος: πιο
αδρή, πιο μοντέρνα. Φοβάμαι, όμως, πως φοβήθηκε το κείμενο. Ότι είναι ερμητικό -που
είναι- και δεν θα προσληφθεί εύκολα από το κοινό. Και φόρτωσε την παράσταση με
ευρήματα που κάποτε φαίνονται και ηχούν περιττά. Και που, αντί να βοηθήσουν το
κείμενο, έχουν φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα: το συσκοτίζουν περισσότερο. Είχε
όμως την πρόνοια να μη χάσει το μέτρο: τα ευρήματα είναι πολλά αλλά το καθένα
τους δεν αγγίζει το πολύ. Περνούν σύντομα, ο σκηνοθέτης δεν επιμένει σ’ αυτά,
τα αφήνει να κυλήσουν.
Και, επιπλέον, η παράσταση,
πάνω στα λιτά σκηνικά της Ελένης Στρούλια και με τα έξυπνα κοστούμια της, σωστά
φωτισμένη από τον Τάσο Παλαιορούτα, είναι καλόγουστη. Μεγάλο ατού της, η
μουσική του Αλέξανδρου Γκόνη. Αποτελεσματική, απόλυτα στο πνεύμα της παράστασης
υπογραμμίζει το κείμενο χωρίς να το καπελώνει, με τον νεαρό συνθέτη να
διατηρεί, αν και στα πρώτα του βήματα ακόμα, απόλυτα τον έλεγχο.
Η ερμηνεία.
Εκεί όμως που η παράσταση ευτυχεί είναι η
ερμηνεία. Η Ιωάννα Παππά, ηθοποιός ώριμη πια, έχει συλλάβει το πνεύμα
και του κειμένου και της σκηνοθεσίας και ερμηνεύει αυτό που χαρακτήρισα εκτόπλασμα
της Πολυδούρη με έλεγχο των μέσων της, γερά γειωμένη, με σαφές σκηνικό στίγμα,
με κύρος -με βαρίδια- στο λόγο της, με κίνηση άψογη, με υποκριτική
ψιλοδουλεμένη -ακόμα και τα ελάχιστα γαλλικά που ακούγονται από το στόμα της
είναι άψογα.
Το συμπέρασμα.
Αν θέλετε να δείτε στη σκηνή ένα θεατρικό συμπίλημα της τηλεοπτικής σειράς «Καρυωτάκης»,
μην πλησιάσετε. Να πάτε μόνο αν θέλετε να δείτε έναν αυτόνομο ποιητικό μονόλογο
που εμπνέεται από την Μαρία Πολυδούρη. Δεν θα μετανιώσετε.
Θέατρο «Βασιλάκου», 29 Μαΐου 2014
Συγχαρητήρια Γιώργο Σαρηγιάννη. Εξέφρασες όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου -αφού είδα την παράσταση- χωρίς να μπορώ να τα εκφράσω. Σ' ευχαριστώ πολύ. Με βοήθησες αφάνταστα. Αλέκα Κυφιώτη
ReplyDeleteΑλέκα, ευχαριστώ πολύ:-)
Delete