December 30, 2012

Πλαστικές βυσσινιές και σαπισμένα νερά

Το έργο. Τόπος ακαθόριστος. Που δεν προσδιορίζεται ούτε μέσα από τα ονόματα των ηρώων του έργου. Η Έιρεν Μπαντενβάιλερ, κυρία της ανώτερης αστικής τάξης, χήρα, επιστρέφει, μαζί με την κόρη της Δάφνη και τον καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο, εξαιτίας τροχαίου, γιο της Άλντεν, στην εκατόχρονη οικογενειακή τους εξοχική έπαυλη _ την Βίλα Μπαντενβάιλερ _, δέκα χρόνια μετά τον τραγικό πνιγμό του μικρότερου γιου της Μίκα στην πισίνα της έπαυλης, εξαιτίας του οποίου η Έιρεν την είχε εγκαταλείψει. Τη συντηρούσε ο αδελφός της Έσβαλντ. Πρόκειται για επίσκεψη αποχαιρετιστήρια: η έπαυλη και το κτήμα της πρόκειται να πουληθούν στο γειτονικό Εμπορικό Κέντρο _ το οποίο, μάλιστα, σχεδιάζει να γκρεμίσει τη βίλα και να καλύψει το πάρκινγκ που θα δημιουργήσει με έναν τεράστιο… πλαστικό βυσσινόκηπο, εις ανάμνησιν του ονομαστού βυσσινόκηπου που υπήρχε στη ίδια θέση εκατό χρόνια πριν και που ξεριζώθηκε για να κτιστούν επαύλεις εξοχικές, όπως αυτή των Μπαντενβάιλερ _ και η Έιρεν ήρθε για να συνυπογράψει το συμβόλαιο πώλησης αποχαιρετώντας το σπίτι όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ο Τάβιο, ο νεαρός άλλοτε δάσκαλος του Μίκα, ερωτευμένος με την Δάφνη, θα της αποκαλύψει αυτό που ο Άλντεν υποψιαζόταν. Πως η βίλα στη διάρκεια της απουσίας τους δεν ήταν κλειστή: χρησιμοποιούνταν, με διοικητή τον Έσβαλντ, ως κέντρο συγκέντρωσης και ανάκρισης εκατοντάδων διαφωνούντων προς το απολυταρχικό καθεστώς που έχει η χώρα και η πισίνα με τα σαπισμένα πια νερά ως τόπος εκτέλεσης. Στη διάρκεια όμως της παράστασης θα μάθουμε και άλλα πολλά, κρυμμένα και ανομολόγητα, που είτε περνούν ως νύξεις είτε φανερώνονται απροκάλυπτα: αιμομικτική οικειότητα Έιρεν – Έσβαλντ, παιδοφιλικές δραστηριότητες του Έσβαλντ με θύμα τον ανηψιό του Άλντεν, συνεργασία του Τάβιο με τον Έσβαλντ στο στρατόπεδο, του οποίου ο ίδιος ο Τάβιο αποκάλυψε την ύπαρξη στην Δάφνη, ο Άλντεν αλλά και η Δάφνη είναι μορφινομανείς, η Έιρεν, που νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο μετά την απώλεια του παιδιού της και που εξαρτάται πια από το αλκοόλ και από τα χάπια και που την προσέχουν να μην ταραχτεί, καθόλου δεν αγνοούσε την κατοπινή χρήση της βίλας, μια σχέση μίσους ανάμεσα σε μάνα και γιο αλλά και ανάμεσα στον Άλντεν και τον θείο του, που εκτός από την παιδεραστική προϊστορία οφείλεται και στο τροχαίο που στοίχησε στον πρώτο την αναπηρία, για το οποίο η ευθύνη βαρύνει τον Έσβαλντ… Ο Τάβιο θα προτείνει στην Δάφνη να το σκάσουν. Εκείνη, αφιερωμένη, όπως λέει, στον Άλντεν που η κατάστασή του ολοένα χειροτερεύει, και κάτω από τον φόβο του θείου της, θα αρνηθεί. Ο Τάβιο θα προσπαθήσει να εκβιάσει τον Έσβαλντ απειλώντας πως θα αποκαλύψει το μυστικό της βίλας αλλά εκείνος έχει ήδη προλάβει να πλαστογραφήσει έγκαιρα την ιστορία και να διασφαλίσει το μέλλον του: την Βίλα Μπαντενβάιλερ τη χρησιμοποιούσε το εμπορικό κέντρο που τώρα την αγοράζει και τα καμιόνια που μπαινόβγαιναν δεν μετέφεραν κρατούμενους αλλά εμπορεύματα… Η Έιρεν _ ενώ πάνω από όλο το έργο πλανάται η καταστροφή του Κιέβου που όλος ο πληθυσμός του αφανίστηκε πιθανόν από πυρηνικό ατύχημα, καταστροφή την οποία πληροφορούνται από τις εφημερίδες _ υπογράφει το συμβόλαιο. Η οικογένεια Μπαντενβάιλερ αποχωρεί από το προσκήνιο. Οι μπουλντόζες καραδοκούν. Στη βίλα θα μείνει μόνον ο Τάβιο. Που θα επιζητήσει μέσα στα νερά της πισίνας την κάθαρση: αυτοκτονεί. Ο Ουρουγουανός Σέρχιο Μπλάνκο που ζει στην Γαλλία με το έργο του «Киев» («Κίεβο») έχει κάνει (2003) μια μεταγραφή του «Βυσσινόκηπου» του Αντόν Τσέχοφ. Η Έιρεν είναι η Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα του «Βυσσινόκηπου», η Δάφνη είναι η κόρη της Άνια, ο Έσβαλντ είναι ο αδελφός της Γκάγιεφ, που έχει όμως τα χαρακτηριστικά του Λοπάχιν, ο Τάβιο είναι ο Τροφίμοφ με μνήμες υπηρέτη Φιρστ στο τέλος, ο μικρός Μίκα που πνίγηκε στην πισίνα είναι ο μικρός Γκρίσα που πνίγηκε στο ποτάμι και μόνο το πρόσωπο του Άλντεν είναι πρωτότυπο. Ο βυσσινόκηπος, οι βίλες που θα έπαιρναν τη θέση του στο τέλος του έργου του Τσέχοφ, το Κίεβο όπου η Βάρια θέλει να πάει για προσκύνημα έως και ο απροσδιόριστος ήχος που ακούγεται στο τέλος και που θυμίζει χορδή που έσπασε είναι παρόντα, έστω μετασχηματισμένα. Πρωτότυπες ατάκες του Τσέχοφ υπεισέρχονται στο κείμενο, άλλες μετασχηματίζονται, ακόμα και το επώνυμο Μπαντενβάιλερ της οικογένειας, το ίδιο με το όνομα της γερμανικής λουτρόπολης όπου ο Τσέχοφ άφησε την τελευταία του πνοή λίγο μετά την πρεμιέρα του «Βυσσινόκηπού» του που ποτέ δεν τον είδε στη σκηνή, ηχεί ως φόρος τιμής στον ρώσο συγγραφέα. Ενώ δεν λείπουν και αναφορές και κλεισίματα ματιού, ακόμα και μέσα από τα ονόματα των ηρώων, και σε άλλα έργα άλλων συγγραφέων. Μιλώ βέβαια για την ελληνική διασκευή και δραματουργική επεξεργασία του έργου του Μπλάνκο που υπογράφουν ο Γιώργος Χατζηνικολάου, η Καρυφυλλιά Καραμπέτη, η Δάφνη Λαρούνη και η Ελένη Σκότη. Αγνοώ ποια και πόση είναι η έκτασή της και ποιο ακριβώς είναι το κείμενο του Μπλάνκο, μια και στο πρόγραμμα της παράστασης δημοσιεύεται το κείμενο της διασκευής και καμιά εξήγηση δεν δίνεται _ αν έχουν περικοπεί πρόσωπα, αν έχουν πειραχτεί καταστάσεις, αν οι αναφορές στον Τσέχοφ και οι ατάκες του «Βυσσινόκηπου» που ακούγονται είναι του Μπλάνκο ή των διασκευαστών… Το αποτέλεσμα είναι, βέβαια, που μετράει. Είδα την παράσταση δύο φορές συνεχόμενες _ απογευματινή, βραδυνή _ για να δω και τις δύο ηθοποιούς που ερμηνεύουν εναλλάξ το ρόλο της Έιρεν. Και κατέληξα στο συμπέρασμα πως όταν το έργο αναλώνεται στο _ απολύτως γοητευτικό, ειδικά για όσουν ξέρουν τον «Βυσσινόκηπο» _ παιχνίδι της μεταγραφής, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά, δεξιοτεχνικά όσο και οι παραφράσεις του Λιστ για πιάνο τόσων και τόσων θεμάτων άλλων συνθετών. Όταν, όμως, υπεισέρχονται τα πρωτότυπα θέματα του συγγραφέα _ η καταστροφή του Κιέβου κυρίως ή η απόπειρα βιασμού της Δάφνης από τον Τάβιο _ μοιάζουν με το ζόρι στριμωγμένα. Δεν δένουν, κλωτσούν _ κατά τη γνώμη μου. Αφήστε που ο Μπλάνκο, στην προσπάθειά του να μιλήσει για την αστική τάξη και τον καπιταλισμό, φορτώνει το έργο, κάνοντας κατάχρησή τους, με σύμβολα ενίοτε αφελή. Τα τέρατα που απαρτίζουν την οικογένεια Μπαντενβάιλερ θέλουν να είναι οι «Καταραμένοι» του Βισκόντι αλλά φοβάμαι πως δεν έχουν το ανάλογο μέγεθος. 
Η παράσταση. Η Ελένη Σκότη που υπογράφει τη σκηνοθεσία και η Δάφνη Λαρούνη που συνεργάστηκε μαζί της πίστεψαν στο έργο. Και το υπερασπίστηκαν με θέρμη στηριγμένες στην εξαίρετη μετάφραση που συνυπογράφουν η Μαρία Χατζηεμμανουήλ και ο Δημήτρης Ψαρράς. Εφαρμόζοντας μια ρεαλιστική γραμμή στανισλαφσκικής προελεύσεως όπως έχει διυλιστεί από την αμερικάνικη σχολή, με πολλή δουλειά και μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες της υποκριτικής, έχουν οργανώσει μια παράσταση πολύ καλών ρυθμών, αποτελεσματικότατη, εξαίρετη. Ειδικά η πρώτη πράξη φυσάει. Τα «καρέ φιξ» σε κρίσιμες σκηνές _ τσίμπημα Άλντεν από τη μέλισσα, παρ’ ολίγον πνιγμός του από ένα κομμάτι κρέας στο γεύμα, απόπειρα Τάβιο να βιάσει την Δάφνη… _, εκτός από ευφυέστατη λύση για σκηνές που κινδυνεύουν να φανούν αναληθοφανείς, ωθούν επιπλέον την παράσταση σε ένα ποιητικό πέταγμα. Οι παρατηρήσεις μου αφορούν δύο σημεία. Σε μια τόσο ρεαλιστική παράσταση πώς η Έιρεν μέσα σε τόση ζέστη και μάλιστα μετά το μπάνιο που κάνει στη δεύτερη πράξη εμφανίζεται συνέχεια με το ίδιο πολυτελές φόρεμα, ατσαλάκωτη, άψογα μακιγιαρισμένη; Δεν πείστηκα επίσης με την αντιμετώπιση του στοιχείου του καύσωνα ο οποίος κυριαρχεί στις τρεις από τις τέσσερις πράξεις του έργου _ δεν με έπεισαν οι ήρωες ότι πραγματικά υποφέρουν. Ευφυής η λύση του σκηνικού με την όρθια επιφάνεια της πισίνας που στοιχειώνει το έργο, το οποίο υπογράφει, όπως και τα σωστά κοστούμια, ο Γιώργος Χατζηνικολάου, σε συνδυασμό με τους άψογους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και τα βίντεο του Μιχάλη Κλουκίνα. Στην εξαίρετη μουσική του Μάριου Στρόφαλη πολλά οφείλει η ατμόσφαιρα της παράστασης. 

Οι ερμηνείες. Της οποίας το μεγάλο κέρδος είναι το υποκριτικό κέντημα. Δεν κατάλαβα, βέβαια, τη σκοπιμότητα να αναλάβουν τον κεντρικό ρόλο της Έιρεν δύο εναλλασσόμενες ηθοποιοί. Εν πάση περιπτώσει έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση και με τις δύο. Για να διαπιστώσει πως η σκηνοθεσία δεν τις στριμώχνει στο ίδιο καλούπι. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πιο εγκεφαλική, πράγμα, ίσως, που ταιριάζει περισσότερο στο έργο, δημιουργεί ρόλο εξ αρχής _ αυτή, η ψυχρή, άκαμπτη μεγαλοαστή, η «δήθεν», η χωρίς αληθινά αισθήματα _ καταγράφοντας άλλη μία επιτυχία στο ενεργητικό της. Είναι τρομερά ακριβής και με την ανεπτυγμένη τεχνική της χαράζει στη μνήμη την Έιρέν της. Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ηθοποιός του ενστίκτου περισσότερο, είναι πιο χύμα και η υποκριτική της δείχνει πιο παλιά _ εντός των γνωστών ελληνικών «κλασικών» μέτρων. Ομολογώ, πάντως, πως στη σκηνή του μεθυσιού και της ερωτικής της προσέγγισης στον Τάβιο είναι πιο γεμάτη συναισθηματικά. Ο Γιάννης Λεάκος, κυρίως, αλλά και ο Στάθης Σταμουλακάτος έχουν μια πολύ καλή εξέλιξη ως ηθοποιοί: πειστικότατοι και οι δύο. Πιο άπειρη η Ιλιάνα Μαυρομάτη, εντάσσεται, πάντως, με επιτυχία στο σύνολο ακολουθώντας το αιτούμενο της σκηνοθεσίας. Αν και καλύτερος ηθοποιός όλων, κατά τη γνώμη μου, ο Δημήτρης Λάλος, πολύ σωστός στην αρχή μοιάζει να χάνει τον έλεγχο του Τάβιο αφότου φανερώνεται το παρελθόν του πλάι στον Έσβαλντ _ φαίνεται λίγος. 
Το συμπέρασμα. Μια καθηλωτική παράσταση ενός αδύναμου έργου με μεγάλο, πάντως, θεατροφιλικό ενδιαφέρον. 


θέατρο «Επί Κολωνώ», 22 Δεκεμβρίου 2012, απόγευμα και βράδυ.

No comments:

Post a Comment