Το έργο. Σικάγο
στη δεκαετία του ’20. Δύσκολα να βρεις χειρότερα… Η Ρόξι Χαρτ, χορευτριούλα του
βαριετέ, παντρεμένη με μια νούλα, έναν ανεκτικό βλάκα, που χάβει ό,τι η γυναίκα
του τού σερβίρει, σκοτώνει τον εραστή της. Οι δικαιολογίες της πως ήταν διαρρήκτης,
του οποίου μάλιστα το φόνο πείθει το σύζυγο να αναλάβει, καταρρέουν και
βρίσκεται στη φυλακή, υπόδικη για φόνο που μπορεί να επισύρει ακόμα και την
ποινή του θανάτου.
Ανάμεσα στις διάφορες συζυγοκτόνους, που τη «φροντίδα» τους έχει αναλάβει
η Μάμα Μόρτον, μια … δεσμοφύλακας – μάνατζερ, γνωρίζει και την Βέλμα Κέλι _ επίσης
του «ελαφρού» θεάτρου, που έχει καθαρίσει σύζυγο και αδελφή όταν τους έπιασε
στο κρεβάτι μαζί _, …πρώτο όνομα, όνομα που το απέκτησε _ εξ ου και
αντιμετωπίζει την Ρόξι αφ’ υψηλού _ με πάτρονα τον Μπίλι Φλιν. Είναι ο
περιώνυμος δικηγόρος ο οποίος, έναντι 5000 δολαρίων, πρώτα, μέσα από τον εξωνημένο
κίτρινο Τύπο που τον παίζει στα δάχτυλά του, κάνει σταρ τη φόνισσα την
οποία αναλαμβάνει και ύστερα καταφέρνει να την αθωώσει έχοντας έμμεσα επηρεάσει
τους ενόρκους. Μόνο που κάθε σταρ - φόνισσα έχει ημερομηνία λήξης. Έτσι και η
Ρόξι, την οποία αναλαμβάνει _ επενδύοντας, με το αζημίωτο, μόνο στο… ένδοξο
μέλλον της καθώς ο κύριος Τίποτα σύζυγός της δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει τα
απαραίτητα 5000 δολάρια _ εύκολα εκτοπίζει από τα κίτρινα πρωτοσέλιδα την Βέλμα.
Και στη δίκη, το επιχείρημα _ με βεβαίωση ξεπουλημένου
γιατρού _ πως δήθεν είναι έγκυος είναι το αποφασιστικό για την αθώωσή της.
Βέβαια πριν καλά – καλά αθωωθεί, η Ρόξι έχει την τύχη της Βέλμα: στα
πυροτεχνήματα επικαιρότητας του κίτρινου Τύπου την αντικαθιστά μια καινούργια
φόνισσα. Αυτή θα είναι η καινούργια _ βραχύβια σίγουρα _ σταρ. Κανείς όμως δεν
χάνεται… Η Ρόξι και η Βέλμα θα τακιμιάσουν σε ένα σουξεδιάρικο ντουέτο του
βαριετέ εξαργυρώνοντας την όποια φήμη τούς έχει απομείνει.
Ο ανεπανάληπτος Μπομπ Φόσι με τον Φρεντ Έμπ _ ο οποίος
υπογράφει και τους στίχους _, με πρώτο υλικό το ομώνυμο θεατρικό έργο (1926) της
ρεπόρτερ Μέρι Ντάλας Γουότκινς, η οποία το έγραψε βασισμένη σε πραγματικές
υποθέσεις που η ίδια χειρίστηκε, δημιούργησαν το λιμπρέτο (και όχι το «βιβλίο»
όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της παράστασης) του μιούζικαλ το οποίο έμελλε να
γίνει, υποστηριγμένο από την κα-τα-πλη-κτι-κή μουσική του Τζον Κάντερ _ ανεπανάληπτο
«Το τανγκό των κελλιών» _, αν όχι το σημαντικότερο, σίγουρα το ουσιαστικότερο
έργο στην ιστορία του μιούζικαλ μετά την «Όπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ – Βάιλ,
από το οποίο και σαφώς είναι δημιουργικά επηρεασμένο: «Σικάγο» (1975).
Οι δύο συγγραφείς επέλεξαν τη μπρεχτική φόρμα: αφηγούνται
την ιστορία τους σαν ένα θέαμα βαριετέ _ χωρίς δηλαδή να αποτινάξουν το ροζ
επικάλυμμα του κλασικού μιούζικαλ αλλά πλήρως ανατρέποντάς το με τρόπο ιδιοφυή _, μετωπικά, με
αναγγελία από κομπέρ κάθε σκηνής με τον τίτλο της, με τραγούδια δηκτικά
σχολιαστικά… Και με την σβεϊκική επίφαση, τη δικαιολογία, το άλοθι «κάνουμε μιούζικαλ»
προχωρούν σε μια καυστική, τολμηρή καταγγελία _ έως και κατεδάφιση _ του
αμερικάνικου συστήματος _ πολιτική, δικαιοσύνη, αστυνομία, ΜΜΕ, επιστήμονες…
Πιο τολμηρή ίσως από τους Άρθουρ Μίλερ και τις Λίλιαν Χέλμαν και τους Κλίφορντ
Οντότς _ τη σήκωνε και η δεκαετία του ’70. Πιο τολμηρή διότι ακριβώς το έργο
τους απευθύνεται όχι σε κοινό υποψιασμένο αλλά στο ανυποψίαστο, του μιούζικαλ,
το οποίο κρατούν με δόλωμα το χιούμορ και αγκίστρι τα τραγούδια του Κάντερ _ η
μέθοδος έχει σκανδαλώδεις ομοιότητες με την μέθοδο Μπρεχτ / Βάιλ συν ότι το
εξαιρετικά σφιχτοδεμένο λιμπρέτο στερείται των μπρεχτικών πλατειασμών της «Όπερας
της πεντάρας». Μια καταγγελία, μέσα από καυστική σάτιρα, που αναφέρεται στη
δεκαετία του ’20 αλλά που σαφώς αφορά όχι μόνο και τη δεκαετία του ’70 _ τη
δεκαετία συγγραφής και πρώτης παρουσίασης του έργου_, αφορά και το αμερικάνικο
σήμερα _ δεν έχουν αλλάξει πολλά. Και για να επεκταθώ όχι μόνο το αμερικάνικο
σήμερα…
Η παράσταση. Ο Σταμάτης
Φασουλής, πατώντας στα χνάρια της κλασικής σκηνοθεσίας του Μπομπ Φόσι, έχει
στήσει μια ευπρεπή, γρήγορη, σφιχτοδεμένη, με χιούμορ παράσταση. Οι ενστάσεις
μου, στην απόδοση που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και η οποία δεν στερείται
τα «επί το ελληνικότερον», τα εύκολα και τα φτηνούτσικα, τα θεωρούμενα πιασιάρικα,
που ποτέ δεν κατάλαβα ποια ανασφάλεια τα υπαγορεύει _ ότι, χωρίς αυτά, το έργο
δεν θα έχει αμεσότητα άρα και ανταπόκριση; Αυτή είναι, πάντως, η κυρίαρχη λογική
του «εμπορικού» θεάτρου. Λογική με αποτελέσματα ιδαίτερα οξυμένα στους στίχους
του Μιχάλη Ρέππα _ «αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν θα φας», «του φόνου τα εννιάμερα»
κλπ τα οποία είναι ευφάνταστα και μπορεί να ταιριάζουν στη γλώσσα των ηρώων αλλά
όταν το έργο το λένε «Σικάγο» και διατηρείς το Σικάγο του ’20 ως τόπο και χρόνο
δράσης αλληλογρονθοκοπούνται. Διότι υπάρχει και κάτι που λέγεται ύφος…
Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και του Γιάννη Μουρίκη, οι
φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και, κυρίως,
οι εξαιρετικές χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, στη γραμμή Φόσι βέβαια αλλά
δημιουργικά αναπλασμένες και πολύ καλά εκτελεσμένες, φτερώνουν την παράσταση. Την οποία μουσικά κατευθύνει πολύ σωστά ο Αλέξιος Πρίφτης.
Ερμηνείες. Η
οποία θα μπορούσε να απογειωθεί, παρά τις επί μέρους διαφωνίες μου, αν είχε πιο
επιτυχημένη και λαμπερή διανομή. Κανείς από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές
δεν είναι κακός. Αλλά κανείς τους δεν είναι αυτό που ζητάει ένα μιούζικαλ όπως
το «Σικάγο».
Η Σμαράγδα Καρύδη, αν και ελλιποβαρής υποκριτικά και χωρίς
ιδιαίτερο γκελ, κάνει μια μεγάλη, επαινετή προσπάθεια να τραγουδήσει και κυρίως
να χορέψει με καλά, σε κάποιες σκηνές, αποτελέσματα. Η Τάνια Τρύπη πολύ πιο
κοντά στο μιούζικαλ, με μέσα της το δαίμονα που περιμένει να βγει, δυστυχώς
έχει λιμνάσει σε μια μανιέρα φτηνής ηδυπάθειας και σεξουαλισμού, που θα πρέπει
να την πετάξει από πάνω της όσο είναι καιρός, αν θέλει να προχωρήσει.
Ακόμα πιο μακριά από το μιούζικαλ βρίσκεται ο Κωνσταντίνος
Μαρκουλάκης, αδύναμος και φωνητικά και στο χορό του _ έστω κι αν εισπράττεις
πως είναι «καλός μαθητής». Στις πρόζες του, αντίθετα, είναι πιο ισχυρός έχοντας
όντως φτιάξει _ και σωματικά _ ρόλο, το ρόλο του αδίστακτου, διεφθαρμένου
δικηγόρου. Αλλά η αμεσότητα, που ειδικά το «Σικάγο» απαιτεί εις τα εκ των ων ουκ
άνευ, δεν του περισσεύει. Η Μαρινέλλα έχει μια άνεση στη σκηνή αλλά οι
αργόσυρτοι ρυθμοί της στις πρόζες ανακόπτουν τους καλούς ρυθμούς της παράστασης
ενώ το τραγούδι της, ικανοποιητικότατο μεν, καμία σχέση δεν έχει δε με το τζάζι
ύφος της μουσικής του Κάντερ.
Πόντους, όμως, παίρνει η παράσταση από την ερμηνεία του
Αντώνη Λουδάρου που χωρίς τερτίπια και κωμικές παραχωρήσεις και μπαλφαριές,
λιτά, με μέτρο, δίνει έξοχα τον Κύριο Τίποτα Έιμος Χαρτ και από την Νάντια
Κοντογεώργη που, εκτός από έξοχη λυρική φωνή, χορεύει πολύ καλά και έχει χιούμορ
και σκηνική προσωπικότητα.
Από τους υπόλοιπους ξεχώρισα την Αντιγόνη Ψυχράμη, την Λήδα
Εξάρχου, την Αρετή Πασχάλη και τον Χρήστο Σπανό με την εξαιρετική κίνηση, που
πάντα τον βλέπω να λάμπει και να διακρίνεται, ακόμα και «ανώνυμος» μέσα στο
σύνολο, γεγονός που με κάνει να απορώ πως και δεν του έχουν εμπιστευτεί ακόμη ρόλους
σημαντικούς.
θέατρο «Παλλάς», 29
Νοεμβρίου 2012
No comments:
Post a Comment