Το έργο. Φώτης. Σαρανταπεντάρης. Θεσσαλονικιός _ παιδί της Τούμπας, γέννημα, θρέμμα. Και ΠΑΟΚτσής _ εννοείται. Βαμμένος. Φορτηγατζής _ δυο φορτηγά κουμαντάρει. Παιδί λαϊκό. Λίγο μάγκας, λίγο ψυχούλα, καθόλου κουλτούρα, κατά βάθος τρυφερός και ευαίσθητος που δεν θέλει να το δείχνει γιατί «είναι άντρας», Καζαντζίδης και ξερό ψωμί, γλώσσα καθόλου του σαλονιού… Ζει με τη μάνα του ακόμα. Ανύπαντρος ακόμα. Από κανάρα σε κανάρα. Και σημαδεμένος. Από έναν έρωτα νεανικό. Εικοσάρης τη γνώρισε την Έφη _ απ’ το Ευτυχία. Ξαδέλφη της κολλητής της αδελφής του. Αθηναία. Ανέβαινε τα καλοκαίρια Θεσσαλονίκη _ στη ξαδέλφη της. Μικρούλα, ομορφούλα, ψαγμένη… Του άρεσε. Πολύ. Και της άρεσε. Την αγκαλιάζει και μυρίζει γαζία _ «γαζίες και μαλακίες», επαναφέρει εαυτόν στην τάξη ο Φώτης, αυτά δεν είναι «αντρίκιες κουβέντες». Όταν εκείνη θα εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει, το παιχνίδι γίνεται έρωτας. Γίνεται δεσμός. Δεσμός με σκαμπανεβάσματα, με τρίτα πρόσωπα που κάποια στιγμή μπαίνουν στις ζωές τους αλλά μετά βγαίνουν κι εκείνοι ξανασμίγουν… _ όπως γίνεται συνήθως στους νέους της γενιάς τους. Μόνο που κάποια μέρα η Έφη του εξαφανίζεται από προσώπου γης _ πέντε χρόνια κράτησε η σχέση. Δεν θα την ξαναδεί ποτέ ο Φώτης. Και δεν θα το ξεπεράσει ποτέ. Έχει κι άλλα λούκια να περάσει. Ο πατέρας του, ταξιτζής, «ελευθέρας βοσκής» απ’ τη φύση του, ένα χρόνο μετά, παρατάει γυναίκα, οικογένεια και σπίτι και το σκάει στην Αλεξανδρούπολη με το ταξί και μια Βουλγάρα. Δεν θα τον ξαναδούνε. Μόνο στην κηδεία του πια _ μια μέρα τους ειδοποιεί η «Βουλγάρα» πως ο γέρος πέθανε ξαφνικά.
Ο Φώτης, που στο ταξί έμαθε να οδηγεί, θα πάρει φορτηγό, θα προκόψει. Γυναίκες περνούν από τη ζωή του αλλά μόνο με μια Γεωργιανή θα ταιριάξουν και θα σμίξουν για κάποια χρόνια. Αλλά και η Όλγα κάποια μέρα θα τον αφήσει εν ψυχρώ και θα φύγει μ’ έναν άλλο. Ώσπου μίαν ωραίαν πρωιάν θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Ποιος είναι; Η Έφη. «Με θυμάσαι;». Αν τη θυμάται; Έχει παντρευτεί πριν από χρόνια. Ναι, τον αγαπούσε. Γιατί τον άφησε; Γιατί ήταν κοινωνικά αταίριαστοι, δεν γινόταν να ζήσουν μαζί. Δεν θα πουν πολλά συμβατικά. Κατευθείαν στο ψητό. Κάτι έχει να του πει. Δεν είναι νέο. Είναι σοκ. Τόσο δυνατό που μπορεί και να τουμπάρει η ζωή του. Πριν το νέο αυτό _ το σοκ αυτό _ πάρει σάρκα και οστά, ο Φώτης, που του ’χουν έρθει τα πάνω κάτω, τα αφηγείται όλα αυτά στο παιδί του καφενείου όπου συχνάζει. Και το τέλος μένει ανοιχτό. Έξυπνα ανοιχτό.
Η ψυχολόγος / ψυχοθεραπεύτρια Κατερίνα Μαγγανά με το μονόλογο «Έφη. Από το Ευτυχία» καταπιάνεται με το θέατρο για πρώτη φορά. Και κάνει την έκπληξη. Καθόλου πρωτότυπο δεν είναι το θέμα της. Το αντίθετο: εντελώς μπανάλ. Ένα μελό. Που καθόλου δεν διαφέρει από τα μελοδράματα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: το καλόκαρδο παιδί του λαού που συναντάει μια κοπέλλα «ανώτερή» του, αγαπιούνται, εκείνη χάνεται και εμφανίζεται μετά από χρόνια, όταν το παιδί του λαού έχει γκριζάρει, κομίζοντας την εξήγηση της εξαφάνισης _ που μπορεί και να ’ναι ένα παιδί. Αλλά η Κατερίνα Μαγγανά ανασηκώνει με δεξιότητα την επιφάνεια, την επιδερμίδα και ψάχνει τις σάρκες, τα νεύρα, το αίμα της ιστορίας της. Και με το δεύτερο θέμα _ του πατέρα που το έσκασε όπως και η Έφη _ το οποίο εισάγει, ισορροπεί το βασικό _ έστω κι αν κάποια στιγμή φαίνεται να το ξεχνάει _ αναπτύσσοντας, εξελίσσοντας παράλληλα και τα δύο. Με ένα ρεαλισμό άμεσο και με χιούμορ το οποίο περισσεύει. Αλλά και με συγκίνηση. Αβίαστη. Και _ συν το μετέωρο φινάλε _ το μελό αποκτάει σάρκα και οστά.
Η παράσταση. Ο Ακύλλας Καραζήσης, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, δεν επιδίωξε να κάνει «αισθητή» την παρουσία του. Το αντίθετο. Παραμέρισε διακριτικά, πήγε με τα νερά του κειμένου που δείχνει να το αγάπησε και το ανέδειξε. Έξυπνη κίνηση: έτσι έδειξε πως ήταν πιο απαραίτητος.
Δεν μου άρεσε το φωτισμένο από την Κατερίνα Μαραγκουδάκη σκηνικό που συνυπογράφουν η Ιωάννα Τσάμη και η Δήμητρα Λιάκουρα. Το κιτς _ επιμένω _ δεν αναπαρίσταται με κιτς μέσα. Θα προτιμούσα την αφαίρεση. Σωστά τα κοστούμια τους. Το ειδικά γραμμένο για την παράσταση ζεϊμπέκικο του Χρήστου Νικολόπουλου, υποστηριγμένο από την πολύ καλή φωνή του Γιάννη Πλούταρχου, είναι ό,τι πρέπει για το φινάλε: γλυκόπιοτο, εντείνει τη συγκίνηση όσο πρέπει.
Οι ερμηνείες. Το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματα του Ακύλλα Καραζήση είναι ότι βρήκε τον τρόπο να βγάλει _ ευτυχής η συνάντησή τους _ ό,τι καλύτερο κρύβει μέσα του ο Θανάσης Ευθυμιάδης. Ηθοποιός γερά γειωμένος στη σκηνή, με σώμα και κίνηση δουλεμένα, σ’ ένα ρόλο που του ταιριάζει χωρίς να του έρχεται κουτί _ δεν είναι ο μπρούτος φορτηγατζής _, δεν έμεινε στις ευκολίες του. Το αντίθετο: πρώτη φορά τον βλέπω να τσαλακώνεται έτσι στη σκηνή. Ο Φώτης είναι βγαλμένος από τα σπλάχνα του Θανάση Ευθυμιάδη: φλέγεται. Και τον θυμάσαι. Η καλύτερή του στιγμή στο θέατρο μαζί με τον Έντγκαρ στον «Βασιλιά Λιρ» του Ουνκόφσκι, στο Εθνικό. Για τον νεαρό Κλήμης Εμπέογλου στο βουβό ρόλο του ακροατή καφετζή, στοργικά ανεπτυγμένο από τη σκηνοθεσία, ο καλύτερος έπαινος που θα είχα να πω είναι πως ξέρει να ακούει.
Το συμπέρασμα. Μια απλή, ειλικρινής, ζεστή, με χιούμορ παράσταση και μια συγκινητική, μεστή ερμηνεία. Σας το συνιστώ. Αν πάτε με καρδιά ανοιχτή είναι σίγουρο πως θα συγκινηθείτε. Πολύ.
θέατρο «Αποθήκη», 3 Δεκεμβρίου 2012 και 8 Ιανουαρίου 2013.
θα πάω!
ReplyDelete