Το έργο. Ένας
έρωτας. Ένα πάθος. Η Αναμπέλα και ο Τζιοβάνι. Αδέλφια. Το πάθος είναι
αιμομικτικό. Στην ιταλική Πάρμα της Αναγέννησης _ όπως φαντάζονταν την Ιταλία
οι Άγγλοι των αρχών του 17ου αιώνα _ τα δύο αδέλφια μιας ευϋπόληπτης
οικογένειας της πόλης σμίγουν κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες της ελευθεριάζουσας
παραμάνας της κοπέλας _ ονόματι Πουτάνα! Η Αναμπέλα απορρίπτει τους μνηστήρες
που την περιτριγυρίζουν και ζητούν το χέρι της από τον πατέρα της Φλόριο. Αλλά
όταν μένει έγκυος, για να κρύψει την ντροπή, με συμβουλή του _ παιδαγωγού τού
Τζιοβάνι _ καλόγερου Μποναβεντούρα που είναι ενήμερος για το αμάρτημα, δέχεται
την πρόταση του ευγενούς Σοράντσο και τον παντρεύεται.
Όταν ο Σοράντσο μάθει την αλήθεια, γίνεται θηρίο ανήμερο. Και
προσπαθεί με κάθε μέσο, με τη μεγαλύτερη σκληρότητα αλλά και με γαλιφιές, να
μάθει το όνομα του πατέρα του μωρού που η Αναμπέλα κυοφορεί. Δεν θα της το
αποσπάσει ποτέ. Θα το μάθει μόνον από τον Βάσκουες, τον αφοσιωμένο του υπηρέτη
που εγκλωβίζει με πονηριά την παραμάνα κι εκείνη του το εκμυστηρεύεται. Η
«αμοιβή» της; Ο Βάσκουες της κόβει τη γλώσσα και της βγάζει τα μάτια, τιμωρία
για τις ανομίες στις οποίες συνέπραξε.
Ο Σοράντσο, με σκοπό να πάρει εκδίκηση, καλεί στο σπίτι τους,
για τη γιορτή των γενεθλίων του, τον Τζιοβάνι που, παρά την προειδοποίηση της
Αναμπέλα να φυλαχτεί, θα πάει. Για να φέρει την κάθαρση: σκοτώνει την αδελφή
του, ξεριζώνει την καρδιά της και την προσφέρει σπαρταριστή στους καλεσμένους.
Ο πατέρας τους θα πεθάνει από τη φρίκη, ο Σοράντσο ορμάει στον Τζιοβάνι αλλά
βρίσκει το θάνατο από το χέρι του νέου τον οποίο, τελικά, σκοτώνει ο Βάσκουες.
Με το κυρίως θέμα πλέκονται και δευτερεύοντα, όπως της χήρας
Ιπολίτα, ερωμένης του Σοράντσο πριν από το γάμο του. Η οποία, τρελαμένη από την
απόρριψη, αποπειράται να τον δηλητηριάσει στο γαμήλιο γλέντι αλλά ο Βάσκουες _ τον
οποίο είχε προσεγγίσει πείθοντάς τον, υποτίθεται, να γίνει συνεργός της με το
δέλεαρ πως θα τον παντρευτεί _, πιστός στο αφεντικό του, ρίχνει το δηλητήριο
που εκείνη του έδωσε στο δικό της ποτήρι κι έτσι δηλητηριάζεται η ίδια, ρίχνοντας
στο νιόπαντρο ζευγάρι, πριν πεθάνει, όλες της τις κατάρες _ που πιάνουν…
Η αιματοβαμμένη, παράφορη τραγωδία εκδίκησης του
μετασεξπιρικού Άγγλου Τζον Φορντ «Κρίμα
που είναι πόρνη» (πρωτοπαίχτηκε, πιθανολογείται, μεταξύ 1629 και 1633, πρώτη
έκδοση 1633), σαφώς επηρεασμένη από τον Σέξπιρ _ το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»
είναι παρόν, η σχέση Σοράντσο – Βάσκουες, ο οποιος υποδαυλίζει τη ζήλια του
αφεντικού του, κάποιες στιγμές θυμίζει τη σχέση Οθέλου – Ιάγου, οι υποψήφιοι
που γυροφέρνουν την Αναμπέλα φέρνουν στο νου «Το ημέρωμα της στρίγγλας», η δομή
του έργου με τα συμπλεκόμενα θέματα είναι τεχνική σεξπιρική… _, έχει
αποκτήσει στην εποχή μας, με το ακραίο
θέμα της _ ακόμα ταμπού… _, με την αγριότητα που τη διατρέχει, το αίμα που τη
διαποτίζει αλλά κυρίως με το πάθος που τη διαπερνά, διαστάσεις απρόσμενα
σύγχρονες.
Η παράσταση. Ο
Βρετανός σκηνοθέτης Ντέκλαν Ντόνελαν _ που
υπογράφει την παράσταση με συν-σκηνοθέτη τον Όουεν Χόρσλεϊ _ εκμεταλλεύτηκε
απολύτως το γεγονός αυτό. Καταρχάς, προχωρώντας σε γερές αλλά έξυπνες περικοπές
του κειμένου _ το θέμα του Ριτσαρντέτο, συζύγου της Ιπολίτα, έχει πλήρως
εξαφανιστεί _ και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο κυρίως θέμα και σ’
εκείνα τα θέματα που το τονώνουν, έβαλε γερά θεμέλια στην παράστασή του (2011).
Και κατόπιν τη μετέφερε στη σημερινή εποχή δίνοντάς της μια ροκ χροιά την οποία
ενισχύουν οι μουσικές του Νικ Πάουελ _ έχει επιμεληθεί και τον ήχο _, που
εκπληκτικά συνδυάζει ντίσκο και ροκ και ποπ με δυτική εκκλησιαστική πολυφωνία,
η μεγαλοφυώς λειτουργική, ποπ σκηνογραφία του Νικ Όρμεροντ και οι ακραίοι
φωτισμοί της Τζούντιθ Γκρίνγουντ _ αυτό το κόκκινο που σιχαίνομαι εδώ είναι
αφοπλιστικά ταιριαστό…: ο καλογυμνασμένος Τζιοβάνι και η σέξι Αναμπέλα,
ενταγμένοι σε μία σαθρή κοινωνία, είναι απολύτως παιδιά της εποχής μας. Ζουν,
όπως και οι συνομήλικοί τους σήμερα, μέσα στη βία, στο αίμα, στα ναρκωτικά,
στην απεγνωσμένη προσπάθεια να γευτούν όσο περισσότερο γίνεται τη _ δύσκολη _ ζωή,
μέσα σε μια σεξουαλική έξαρση…
Ο Ντόνελαν δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα: σεξουαλικά τρίο
της παραμάνας, γκο-γκο μπόις, σνιφαρίσματα κόκας, αίματα αλά Ταραντίνο έως το
σπλάτερ, αισθητική βιντεοκλίπ… Η μοντερνιστική άποψή του για την ιακωβιανή τραγωδία
ταυτίζεται με τη μεταμοντέρνα άποψη για το ανέβασμα των κλασικών έργων. Αλλά
και διαχωρίζει τη θέση της με μια ουσιώδη, καθοριστική διαφορά: ο Ντόνελαν
γνωρίζει να δικαιολογεί απολύτως τα ευρήματά του και να τα δένει με τις καταστάσεις,
να φαίνονται πως απορρέουν από αυτές _
όχι να τις καπελώνει κάτω από την μπαντιέρα «το εύρημα για το εύρημα». Και
δεύτερον, όσο και να διασκευάζει, ξέρει να σέβεται ουσιαστικά, όχι τυπικά, το
συγγραφέα και το κείμενο. Επιπλέον, η αισθητική του, όπως και του σκηνογράφου
του, κάνει ένα διαχωρισμό που είναι θεμελιώδης: περιγράφει το κιτς, δεν είναι
κιτς _ μεγάλη υπόθεση. Η παράστασή του αυτή ίσως αποστομώνει οριστικά τους
σταυροφόρους κατά του μεταμοντερνισμού, που ρίχνουν τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι
αδυνατώντας, τυφλωμένοι από την εμπάθεια, να κάνουν τον οποιοδήποτε διαχωρισμό.
Το «Κρίμα που είναι πόρνη« του Ντέκλαν Ντόνελαν, του Όουεν
Χόρσλεϊ, του Νικ Όρμεροντ και των συνεργατών τους είναι μία αριστουργηματική
μοντέρνα ποιητική σύνθεση _ ο Ντόνελαν επιλέγει υπέροχες οπτικές γωνίες, κινηματογραφικές, κρυφές, από τις οποίες ο θεατής μισοβλέπει ή μαντεύει τα τεκταινόμενα ώστε το ενδιαφέρον του να αναζωπυρώνεται _, εμποτισμένη με χιούμορ, εξαιρετικά ρωμαλέα, κινημένη _ ή μάλλον χορογραφημένη _ άψογα _ ρέει _, στην οποία η μουσική και ο χορός
είναι στις σωστές δόσεις όπως σε σωστές δόσεις είναι τα πάντα στην παράσταση αυτή.
Που καμία στιγμή δεν χάνει τον έλεγχο
και το μέτρο.
Οι ερμηνείες. Ο
Ντόνελαν διαθέτει έναν εξαίρετο θίασο που, επίσης, γνωρίζει να τον οδηγεί
άψογα. Η εφηβική Αναμπέλα της Τζίνα Μπράμχιλ (κατέφυγα στην ιστοσελίδα του
θιάσου για τη διανομή που, κακώς, απουσιάζει από το ελληνικό πρόγραμμα), ο στιβαρός,
εκρηκτικός Τζιοβάνι του Ορλάντο Τζέιμς, η σπαρταριστή αλλά με μέτρο Πουτάνα της
υπέροχης καρατερίστας Νίκολα Σάντερσον, η εντυπωσιακή Ιπολίτα της Χέντιντ
Ντίλαν, ο πληθωρικός Μποναβεντούρα του Τζόναθαν Λίβινγκστον αλλά και όλοι οι
άλλοι ρόλοι μοιάζουν να υπηρετούνται από μία ιδανική διανομή.
Το συμπέρασμα.
Σπεύστε! Μη χάσετε την παράσταση αυτή. Την οποία θα έπρεπε να ξαναδούμε. Είναι
ένα μάθημα. Μάθημα χρήσιμο αλλά και εύφορο. Μια έκρηξη ηφαιστείου που η λάβα του σε συμπαρασύρει.
Στέγη Γραμμάτων και
Τεχνών / Ίδρυμα Ωνάση από το θίασο «Cheek by Jowl» του
Ντέκλαν Ντόνελαν, 19 Δεκεμβρίου 2012
No comments:
Post a Comment