Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια... 14
Παράδοση η όπερα στην Ελλάδα; Καμία. Και δεν εννοώ τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν να στεριώσουν και στα ελληνικά χώματα το είδος -απ’ τον Λαυράγκα μέχρι τον Καλομοίρη ή τους νεότερους και τους σύγχρονους πολλούς συνθέτες μας. Δεν εννοώ την Κάλλας, τον Πασχάλη, την Τερέζα Στράτας, την Ζανέτ Πηλού ή τον Δημήτρη Καβράκο και τόσους άλλους που διέπρεψαν ή διαπρέπουν στις ξένες σκηνές, το «Ελληνικό Μελόδραμα», την παλιά Λυρική ή την καινούργια που γεμίζει τις αίθουσές της. Μιλώ για το λεγόμενο «ευρύ κοινό». Που η όπερα του ακούγεται σαν κάτι εξωτικό έως και εξωφρενικό. Που το θεωρεί είδος ελιτίστικο ή και γελοίο -«όπερα; Αυτό που τσιρίζουνε;». Πώς γίνεται με τους Ιταλούς; Ε, καμία σχέση.
Εγώ είχα την τύχη να ’χω πατέρα ομογενή. Ο Δημοσθένης μεγάλωσε και ανδρώθηκε στην Πόλη, στην Οδησσό αλλά, κυρίως, στην Ρουμανία -στην Κονστάντσα. Δεν ξέρω τι τον τράβηξε στην όπερα -είχε, όμως, τα ερεθίσματα. Και στην Κονστάντσα άρχισε να κάνει κλασικό τραγούδι μ’ έναν ρόσο δάσκαλο. Ήταν τενόρος και νομίζω είχε καλή φωνή. Τραγουδούσε σ’ ένα ερασιτεχνικό «κόρο», όπως το ’λεγε, αλλά ξανοίχτηκε και περισσότερο. Μας έλεγε για το τρακ που ’χε όταν ντεμπουτάρησε ως σολίστας σε μια ερασιτεχνική συναυλία -έδωσαν μια πράξη του «Φάουστ» όπου τραγουδούσε τον επώνυμο ρόλο- και πώς πήρε μπρος μόνον όταν ο μαέστρος του ’ριξε μια κλωτσιά στο καλάμι! Μας έλεγε πώς, έμπορος ων και ταξιδεύοντας διαρκώς σ’ όλη την Ρουμανία, όταν έφτανε στο Βουκουρέστι με το τρένο, έτρεχε να προλάβει την παράσταση στην Όπερα πετώντας τις λασπωμένες γαλότσες του στην γκαρνταρόμπα. Έφτασε να τραγουδήσει, τη δεκαετία του ’30, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Βουκουρεστίου, Καλομοίρη -έχω και κάποια γράμματα στα οποία ο Καλομοίρης του δίνει την άδεια και τον καθοδηγεί.
Ο πατέρας, αν και πρόσφυγας πια, μετά το 1948, στον Βόλο, δεν είχε εγκαταλείψει τις δυο αγάπες του -τη θάλασσα και το τραγούδι: θεμελιωτής, γύρω στο 1950, του Ιστιοπλοϊκού Τμήματος στον ΝΟΒ -τον Ναυτικό Όμιλο Βόλου-, πλάι στον πρόεδρό του Ανδρέα Γολέμη, έφορός του και, μέχρι το ’68 που εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα, αντιπρόεδρος του ΝΟΒ, κάθε Κυριακή, αργά το μεσημέρι, να γυρίζει απ’ τους αγώνες καθυστερημένος και μουσκεμένος, το τραγούδι το σταμάτησε -αρνιόταν μ’ επιμονή να τραγουδήσει, «δε βγαίνει
πια αυτή η άτιμη η φωνή» έλεγε- αλλά όπερα άκουγε. Στο ραδιόφωνο πια -ένα Grundig, ακριβώς όπως αυτό της φωτογραφίας, που, επίσης, το ’χω ακόμα. Με την πρώτη ευκαιρία. Και Σάββατο βράδυ ακούγαμε, μέσα σε παράσιτα, τη ζωντανή αναμετάδοση απ’ την «Μετροπόλιταν Όπερα» της Νέας Ιόρκης. Δεν ήταν το καλύτερό μου αλλά, καθώς φαίνεται, το αυτί μου συνήθισε.
Και τα Χριστούγεννα του ’62, όταν άρχιζα την Πρώτη Γυμνασίου, επειδή, λέει, είχα περάσει, με καλούς βαθμούς, στις εισαγωγικές εξετάσεις που, τότε, δίναμε για να μπούμε στο γυμνάσιο κι επειδή είχα πάρει καλούς βαθμούς στον έλεγχο του πρώτου διμήνου, με πήρε και με πήγε στο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Τρύφωνα Κοντογεωργίου, Ιωλκού (ή Καρτάλη;) και Δημητριάδος, και μου πήρε δώρο: το πρώτο μου πικάπ -ηλεκτρόφωνο το ’λεγαν επίσημα. Φορητό, καθώς δούλευε και με μπαταρία, με ενσωματωμένο, ως κάλυμμα, ηχείο -ένα πλαστικούλι, φτηνό αλλά με επιλογή για δίσκους 33, 45 κι -αν είχαν ξεμείνει κάποιοι παλιοί δίσκοι, που δεν είχαν ξεμείνει- 78 στροφών. Το ’χω ακόμα -το βλέπετε).
Το δώρο συμπεριλάμβανε και τους πρώτους μου δίσκους: ένα κουτί δυο δίσκων 33ρηδων με τον πλήρη «Ριγκολέτο» του Βέρντι -υποψιάζομαι πως η επιλογή έγινε για να τους ακούει κι εκείνος, είχε στο ρεπερτόριό του το «La Donna e Mobile» του Δούκα... Philips, μια κακόγουστη φωτογραφία στο κουτί, Ριγκολέτο ο Ρενάτο Καπέκι, Τζίλντα η Τζάνα ντ’ Άντζελο, Δούκας της Μάντοβα, ο Ρίτσαρντ Τάκερ, μαέστρος ο Φραντσέσκο Μολινάρι-Πραντέλι, ηχογράφηση του 1956. Δέος! Καθόμασταν γύρω απ’ το γραφειάκι μου κι ακούγαμε σεβαστικά.
Αλλά κι η μαμά μου, η Κάρμεν, δεν ήταν άμοιρη όπερας -ήταν, βλέπετε, και τ’ όνομά της που την κέντριζε... Μας έλεγε πως ο πατέρας της Γιάννης Βασιλάκος -ένα φτωχόπαιδο απ’ την Στεμνίτσα Γορτυνίας της Αρκαδίας, ο οποίος είχε μάθει τη χρυσοχοΐα/αργυροχοΐα στο χωριό του με τη μεγάλη σχετική παράδοση, άριστος τεχνίτης πια, περιζήτητος, είχε έρθει στον Βόλο, αρχή του 20ου αιώνα, κι είχε ανοίξει στην οδό Ερμού,
στο Μέγαρο Αντωνόπουλου, χρυσοχοείο που ’γινε ένα απ’ τα δυο καλύτερα της πόλης, αρχοντάνθρωπος, με ευγένεια και κουλτούρα, όπως μου ’λεγαν, γιατί δεν τον πρόλαβα, χωρίς να ’χει μάθει πολλά γράμματα- τους είχε φέρει στο σπίτι ένα γραμμόφωνο -φωνογράφο με χωνί και μανιβέλα. Και δίσκους με όπερα -η μαμά μου θυμόταν να την έχει εντυπωσιάσει η Γκάλι-Κούρτσι -Αμελίτα Γκάλι-Κούρτσι, διάσημη ιταλίδα σοπράνο της εποχής.
Βέβαια, δεν έμεινα στην όπερα. Το πρώτο που αγόρασα μόνος μου ήταν η Τρίτη του Μπετόβεν με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και την Φιλαρμονική του Βερολίνου -Deutsche Grammophon, η κλασική σειρά. Αλλά και σαρανταπεντάρια -ελληνικά, ελαφρά και λαϊκά, αλλά κυρίως, γαλικά, ιταλικά... δεν ήμουν της ροκ όπως ήταν ο φίλος μου ο Θρασύβουλος που με ενημέρωνε επί του θέματος -Τζόνι Χαλιντέι, Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Μπι Τζιζ, Μάμας εντ Πάπας...- και που ερχόταν, όμως, με το ποδήλατο κι ακούγαμε τα δικά μου σαρανταπεντάρια.
Σιγά-σιγά, βέβαια, αγόραζα κι όπερες -αυτές τις υπέροχες κασετίνες, της Deutsche Grammophon και της RCA κυρίως, με τα υπέροχα συνοδευτικά βιβλία με το λιμπρέτο σε δυο, τρεις, μπορεί και τέσσερις γλώσσες. Τις βασικές όπερες: «Τραβιάτα», «Τροβατόρε», «Μποέμ», «Μπατερφλάι», «Τόσκα», «Κάρμεν» -φυσικά...-, «Μαγικό αυλό», «Ντον Τζοβάνι», «Γάμο του Φίγκαρο», «Κουρέα της Σεβίλης»....
Οι γονείς με πήγαιναν να δούμε και στο σινεμά κάποιες όπερες φιλμαρισμένες-«Ριγκολέτο» με τον Τίτο Γκόμπι, «Τραβιάτα» με την Άννα Μόφο, «Τόσκα», ίσως «Μαντάμ Μπατερφλάι», «Μποέμ», δε θυμάμαι καλά…
Έφηβος πια, μέρες «Ανένδοτου Αγώνα» και «Αποστασίας», διάβαζα άπληστα, στα «Νέα» που αγόραζε ο πατέρας, τη δεύτερη σελίδα -την «καλλιτεχνική»- του Κώστα Νίτσου και τις κριτικές του Γιώργου Λεωτσάκου για τη μουσική και την όπερα, παράλληλα με του Βάσου Βαρίκα για το θέατρο και της Ελένης Βακαλό για τα εικαστικά -αυτά μ’ έτρεφαν στο κάπως «βαρύ» για μένα κλίμα του Βόλου.
Το καλοκαίρι του 1966, όταν το Φεστιβάλ Αθηνών, μέρες πολιτιστικής ανάτασης, είχε διακτινιστεί, απ’ τον ΕΟΤ που το χειριζόταν, σ’ όλη την Ελλάδα, ήρθε κι η πρώτη ζωντανή επαφή με το είδος -στο αρχαίο θέατρο της Δημητριάδος: «Το παιχνίδι του Ρομπέν και της Μαριόν» του γάλου τρουβέρου Αντάμ ντε Λα Αλ. Δεν ήταν όπερα, ένα μεσαιωνικό θεατρικό κομμάτι είναι, που το διακόπτουν τραγούδια, γραμμένο μεταξύ 1282 και 1284, αλλά ήταν το πρώτο μου μουσικό θέατρο. Από ένα τσεχοσλοβάκικο συγκρότημα παλιάς μουσικής, με όργανα εποχής, το οποίο είχε φέρει το καλλιτεχνικό γραφείο της Πίας Χατζηνίκου-Αγγελίνη και που δεν μπόρεσα να εντοπίσω το όνομά του, δεν το θυμάμαι, το πρόγραμμα είναι μαζί μ’ αυτά που δώρισα στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ κι η έρευνα δε με οδήγησε σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι εντυπώσεις είναι αχνές -δε γοητεύτηκα από κάτι που αγνοούσα.
Χρειαζόταν να δώσω εξετάσεις, να περάσω στο -τότε- Τμήμα Οικονομικών/Πολιτικών Επιστημών της Νομικής, να εγκατασταθούμε τον Σεπτέμβριο του ’68 στην Αθήνα για να πραγματοποιήσω αυτό που ’χε γίνει πια τ’ όνειρό μου: να δω ζωντανή παράσταση «κανονικής» όπερας. Την ημερομηνία δεν την ξεχνώ: 15 Νοεμβρίου 1968, «Ολύμπια», Εθνική
Λυρική Σκηνή και «Ναμπούκο» του Βέρντι -πρεμιέρα, άνοιγμα της σεζόν 1968/1969, κυρίες με γουναρικά...-, εγώ, μαζί με την ξαδέλφη μου, την Λένα. Όταν πήγα να βγάλω τα εισιτήρια δεν ήξερα ακόμα τα «κόλπα». Βρήκα θέσεις μόνο στην τελευταία σειρά του Β΄ εξώστη, η μια θέση πίσω από κολόνα -αξέχαστο «Ολύμπια»...
Αμπιγκαΐλε η Μαρία Κερεστετζή, Ισμαέλε ο Νίκος Χατζηνικολάου -ε, δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τη διανομή... Αλλά υπήρχε ο Άλντο Πρότι, στην ακμή του τότε, μετάκληση για τον επώνυμο ρόλο κι υπήρχαν και δυο εκπλήξεις: ο Βασίλης Φακίτσας ως Ζαχαρίας και, κυρίως, η Βάσω Παπαντωνίου/Φενένα. 29 χρόνων, κούκλα, σκηνικά γοητευτική, καλή ηθοποιός και με υπέροχη φωνή -έπεσε το θέατρο, «η καινούργια Κάλλας», λέγαμε, κι ας μην έγινε. Η σκηνοθεσία, του διεκπεραιωτικού Σέργιου Βαφειάδη, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Στεφανέλλη, διευθυντής χορωδίας, ο Μιχάλης Βούρτσης -ο πατέρας της Μάρθας- και διευθυντής της ορχήστρας, ο Τότης Καραλίβανος. Και να τραγουδούν, βέβαια, στα ελληνικά, πλην του Άλντο Πρότι που
τραγουδούσε στα ιταλικά, στο πρωτότυπο -συνεννοούνταν, πάντως... Αλλά έστω κι αν αναγκαζόμουν ν’ ανασηκώνομαι κάθε τόσο για να... παρακάμψω τον στύλο, έστω κι αν αγωνιζόμουν να δω με κάτι κιάλια της συμφοράς, έστω κι αν έπιανα τη μετριότητα της παράστασης, ήταν η πρώτη μου όπερα! Ναι, ήταν η πρώτη μου όπερα! Και το «Va pensiero...» ως «Πέτα, πέτα, χρυσόφτερη σκέψη...», με τη χορωδία ακίνητη ως ταμπλό βιβάν, φωτισμένη με χρώματα, κατευθείαν στην καρδιά -χαμός στο κοινό, έως και ανκόρ έκαναν. Το καλοκαίρι, μάλιστα, ξαναείδα την παράσταση στο «Σκυλίτσειον» πια -χούντα είχαμε...-, νυν «Βεάκειο».
Στη συνέχεια έμαθα τα «κόλπα» -φοιτητικό εισιτήριο στο άθλιο, χωρίς ορατότητα Β΄ Θεωρείο -αχ,καθόλου δε νοσταλγώ το «Ολύμπια» με τους ντυμένους με τις αυτοκόλλητες αλλά ελαφρά ξεκολλημένες στις άκρες «ταπετσαρίες» τοίχους...-, την Δευτέρα απ’ τις εφτά το πρωί στην ουρά στα ταμεία μήπως προλάβω, για τις παραστάσεις της βδομάδας, μια θέση αλλά μόνο την ακριανή της κάθε σειράς, απ’ όπου, αν τεντωνόμουν, κάτι μπορούσα να δω χωρίς να χρειάζεται να στέκομαι σ’ όλη την παράσταση όρθιος, να μετακινούμαι, «παράνομα», στο πρώτο διάλειμμα, αν υπήρχε κάποια κενή θέση, στον Α΄ Εξώστη ή στην Πλατεία...
Και τα χρόνια κυλούσαν. Είχα προσγειωθεί πια, ήξερα τι (θα) έβλεπα, ένα μίζερο, επαρχιακό επίπεδο, κάποτε-κάποτε υπήρχαν κάποιες εκπλήξεις, από μετακλήσεις, βασικά, αλλά κι από μερικούς ντόπιους καλλιτέχνες, που όλο κι αραίωναν... Και πάντα σκεφτόμουν: γιατί να μην προσέρχομαι μ’ εκείνη την αθωότητα (την άγνοια ίσως;) των 18 χρόνων, όπως τότε, στις 15 Νοεμβρίου 1968; (Οι φωτογραφίες από τον «Ναμπούκο» του 1968: Αρχείο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής).
ευλογημένος ..... υγεία ννα έχεις !!!
ReplyDelete