Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 11
Τους χρωστώ την αγάπη μου στο θέατρο -και στο σινεμά. Στη μάνα μου και στον πατέρα μου -που του χρωστώ και την αγάπη μου στην όπερα. Γιατί αγαπούσαν το θέατρο -και το σινεμά. Και με κουβαλούσαν μαζί, από μικρό, σε παραστάσεις. Κι ας μέναμε στον Βόλο, όπου οι επιλογές δεν περίσσευαν -οι περιοδεύοντες θίασοι. Που δεν ήταν, όμως, ευκαταφρόνητοι.
Μαζί τους είχα δει «Κύκλο με την κιμωλία», «Αυγουστιάτικο φεγγάρι» και, μετά, «Βατράχους» του Κουν απ’ το «Θέατρο Τέχνης», είχα δει παραστάσεις του Βασίλη Διαμαντόπουλου και της Μαρίας Αλκαίου -«Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» και «Το φιόρο του λεβάντε» κι αργότερα «Αθάνατη πολυαγαπημένη»-, της Άννας Συνοδινού και του Θάνου Κωτσόπουλου -«Ελένη» του Ευριπίδη-, της Έλλης Λαμπέτη -την «Μαμζέλ Πέπσι»-, του Μάνου Κατράκη -«Αυτό το ζώο το παράξενο»-, της Αντιγόνης Βαλάκου -«Πεγκ, καρδούλα μου»-, της Αλίκης Βουγιουκλάκη -«Ωραία μου κυρία»-, του Αλέκου Αλεξανδράκη -«Ο δειλός και ο τολμηρός»-, του Δημήτρη Μυράτ και της Βούλας Ζουμπουλάκη -«Η δικηγορίνα» κι, αργότερα, «Το εκκρεμές»-, του Μίμη Φωτόπουλου -«Δον Καμίλο»-, του Γιάννη Φέρτη και της Ξένιας Καλογεροπούλου -«Δέκα μικροί νέγροι»-, της Σμαρούλας Γιούλη -«Ροζ αμαρτία»-, του Κούλη Στολίγκα -«Παναγιώτης και Παναγιώτα»-, του Νικήτα Πλατή -«Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»-, του ΚΘΒΕ -«Οι δανειστές» μαζί με «Το κύκνειο άσμα»-, του «Χριστιανικού Θεάτρου» -«Το τραγούδι της κούνιας»... Στο θερινό «Θέτις», στο
«Λυρικόν», στο «Αττίκ», στο «Αχίλλειον», στα «Κύματα», στο αρχαίο θέατρο της Δημητριάδας...
«Λυρικόν», στο «Αττίκ», στο «Αχίλλειον», στα «Κύματα», στο αρχαίο θέατρο της Δημητριάδας...
Και τα καλοκαίρια που ερχόμασταν στην Αθήνα, θέατρο βλέπαμε -επιθεωρήσεις, θυμάμαι, στο «Ακροπόλ», στο «Μετροπόλιταν», στο «Βέμπο», στο «Παρκ», στο θέατρο του «Εθνικού Κήπου»..., τον Κατράκη στον «Πατούχα», την Κατερίνα -«Η χαρτοπαίχτρα» και, το άλλο
καλοκαίρι, «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά», Βουγιουκλάκη και Παπαμιχαήλ -«Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»-, Χριστίνα Σύλβα και Ληναίο -«Μιας πεντάρας νιάτα»-, θίασο Βέμπο -«Εν πλω»-, «Χολιντέι ον Άις»...
καλοκαίρι, «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά», Βουγιουκλάκη και Παπαμιχαήλ -«Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»-, Χριστίνα Σύλβα και Ληναίο -«Μιας πεντάρας νιάτα»-, θίασο Βέμπο -«Εν πλω»-, «Χολιντέι ον Άις»...
Έτσι, σιγά-σιγά, άρχισα να παθιάζομαι -έφηβος πήγαινα και μόνος μου πια. Ίσως υπήρχε και κάποιο γονίδιο. Ο αδελφός του παππού μου, ο Άγγελος Σαρηγιάννης, απ’ την Αργαλαστή του Πηλίου, ήταν ηθοποιός -ο πρώτος διδάξας στα «Πολεμικά Παναθήναια του 1913», στο θίασο της Κοτοπούλη, τον Μητρούση -το ιστορικό «Ευζωνάκι γοργό». Απ’ τη μεριά της μητέρας μου, η Ευτέρπη Αποστολίδου-Χορν ήταν πρώτη εξαδέλφη της γιαγιάς μου Λενίτσας Αποστολίδου-Βασιλάκου, δυο αδελφών παιδιά, απ’ την Άνω Κερασιά του Πηλίου, η μάνα μου η Κάρμεν Βασιλάκου, δηλαδή, ήταν δεύτερη εξαδέλφη του Τάκη Χορν. Αλλά και δεύτερη εξαδέλφη, απ’ τη μεριά του πατέρα της, του Παναγιώτη Βασιλάκου, πατέρα της Κατερίνας Βασιλάκου. Όπως και εξαδέλφη, απ’ τη μητέρα της επίσης, πιο μακρινή, των αδελφών Κώστα Παπαχρήστου, ηθοποιού, και Νίκου Παπαχρήστου, βαρύτονου της Λυρικής. Πάντως ηθοποιός ποτέ από το μυαλό μου δεν πέρασε να γίνω -ένοιωθα δέος. Θεατής ήθελα, ανέκαθεν, να ’μαι. Να καταμετρώ παραστάσεις. Και να μαζεύω τα προγράμματα. Κι, αργότερα, να γράφω γι αυτά που έβλεπα.
Ο πατέρας μου, ο Δημοσθένης, ήταν γεννημένος στην Πόλη -πάνω στον Βόσπορο, στο Νιχώρι, Yeniköy σήμερα, όπου και το πατρικό της μητέρας του, ένα yali που σώζεται ακόμα, στα χέρια Τούρκων πια- και πήγαινε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Φανάρι για να μην κάνει κάθε μέρα, μέσα στο χειμώνα, το ταξίδι Νιχώρι-Φανάρι με το καραβάκι. Ο πατέρας του, ο Γιώργος, που μου ’χουν δώσει τ’ όνομά του, ήταν Αργαλαστιώτης, έμπορος, ο οποίος, νέος, πήγε στην Πόλη και παντρεύτηκε στο Νιχώρι την Άννα Τσερνογκόρτσεβιτς, κόρη της Νιχωρίτισσας Κατιγκάκι και του Μαυροβούνιου καπετάνιου Στέφαν Τσερνογκόρτσεβιτς. Η γιαγιά μου, η Άννα, πέθανε νέα, από καρκίνο το 1914. Κι ο παππούς μου, που ’χε, στο μεταξύ, εγκατασταθεί, λόγω της δουλειάς του, στην Κονστάντζα, πήρε τον πατέρα μου και τις δυο αδελφές του κοντά του. 1915, ο Μεγάλος Πόλεμος, οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ρουμανία, αρχίζουν οι προσφυγιές για την οικογένεια: Κονστάντζα-Μπραΐλα, Μπραΐλα-Γκαλάτσι και περνούν τα σύνορα για να καταφύγουν στην Οντέσα το 1917. Είναι οι μέρες που ξεσπάει στην Ροσία η Επανάσταση του Φεβρουαρίου. Και σε λίγους μήνες η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Βενιζέλος θα στείλει το 1919 στρατό να βοηθήσει τους Αγγλογάλους να την καταπνίξουν. Η εκστρατεία της Κριμέας ναυαγεί, άλλη προσφυγιά. Η οικογένεια καταφεύγει στον Βόλο, όπου υπάρχουν συγγενείς της Αργαλαστής. Ο πατέρας μου τελειώνει το γυμνάσιο που είχε σταματήσει αναγκαστικά φεύγοντας απ’ την Πόλη -το (Πρώτο) Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου- το 1921 και πάει στο στρατό, πέφτει στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ενώ ο πατέρας του γυρίζει, με τη μικρή του κόρη, στην Κονστάντζα και πιάνει, φτου κι απ’ την αρχή τη δουλειά του -το εμπόριο. Όταν, επιτέλους, καθαρίζει με το στρατιωτικό πηγαίνει κι εκείνος στην Κονστάντζα απ’ όπου θα επιστρέψει, και πάλι πρόσφυγας, το 1948, στον Βόλο, στους συγγενείς του. Εκεί θα παντρευτεί τη μητέρα μου -προξενιό. Η μεγάλη του αδελφή, όμως, δεν είχε ακολουθήσει την οικογένεια. Γύρισε στην Πόλη για να παντρευτεί το δικηγόρο Παντελή Παπαδόπουλο με τον οποίο είχε δεσμό.
Ο πατέρας μου, ο Δημοσθένης, ήταν γεννημένος στην Πόλη -πάνω στον Βόσπορο, στο Νιχώρι, Yeniköy σήμερα, όπου και το πατρικό της μητέρας του, ένα yali που σώζεται ακόμα, στα χέρια Τούρκων πια- και πήγαινε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Φανάρι για να μην κάνει κάθε μέρα, μέσα στο χειμώνα, το ταξίδι Νιχώρι-Φανάρι με το καραβάκι. Ο πατέρας του, ο Γιώργος, που μου ’χουν δώσει τ’ όνομά του, ήταν Αργαλαστιώτης, έμπορος, ο οποίος, νέος, πήγε στην Πόλη και παντρεύτηκε στο Νιχώρι την Άννα Τσερνογκόρτσεβιτς, κόρη της Νιχωρίτισσας Κατιγκάκι και του Μαυροβούνιου καπετάνιου Στέφαν Τσερνογκόρτσεβιτς. Η γιαγιά μου, η Άννα, πέθανε νέα, από καρκίνο το 1914. Κι ο παππούς μου, που ’χε, στο μεταξύ, εγκατασταθεί, λόγω της δουλειάς του, στην Κονστάντζα, πήρε τον πατέρα μου και τις δυο αδελφές του κοντά του. 1915, ο Μεγάλος Πόλεμος, οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ρουμανία, αρχίζουν οι προσφυγιές για την οικογένεια: Κονστάντζα-Μπραΐλα, Μπραΐλα-Γκαλάτσι και περνούν τα σύνορα για να καταφύγουν στην Οντέσα το 1917. Είναι οι μέρες που ξεσπάει στην Ροσία η Επανάσταση του Φεβρουαρίου. Και σε λίγους μήνες η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Βενιζέλος θα στείλει το 1919 στρατό να βοηθήσει τους Αγγλογάλους να την καταπνίξουν. Η εκστρατεία της Κριμέας ναυαγεί, άλλη προσφυγιά. Η οικογένεια καταφεύγει στον Βόλο, όπου υπάρχουν συγγενείς της Αργαλαστής. Ο πατέρας μου τελειώνει το γυμνάσιο που είχε σταματήσει αναγκαστικά φεύγοντας απ’ την Πόλη -το (Πρώτο) Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου- το 1921 και πάει στο στρατό, πέφτει στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ενώ ο πατέρας του γυρίζει, με τη μικρή του κόρη, στην Κονστάντζα και πιάνει, φτου κι απ’ την αρχή τη δουλειά του -το εμπόριο. Όταν, επιτέλους, καθαρίζει με το στρατιωτικό πηγαίνει κι εκείνος στην Κονστάντζα απ’ όπου θα επιστρέψει, και πάλι πρόσφυγας, το 1948, στον Βόλο, στους συγγενείς του. Εκεί θα παντρευτεί τη μητέρα μου -προξενιό. Η μεγάλη του αδελφή, όμως, δεν είχε ακολουθήσει την οικογένεια. Γύρισε στην Πόλη για να παντρευτεί το δικηγόρο Παντελή Παπαδόπουλο με τον οποίο είχε δεσμό.
Οπότε να φτάσω, via ιστορικών γεγονότων, και στο στόχο μου. Ο πατέρας επιθυμούσε να συναντήσει την αδελφή του που ’χε να τη δει κάπου είκοσι χρόνια. Κι άλλους συγγενείς του στην Πόλη. Κι η μητέρα μου, το θείο της Βασίλη Βασιλάκο, αδελφό του πατέρα της, επίσης εγκατεστημένο στην Πόλη, που ’χε ωρολογοποιείο κοντά στην Γέφυρα του Γαλατά κι έμενε στο Κουρτουλούς -τα Ταταύλα.
Και το καλοκαίρι του 1954 ταξιδεύουμε απ’ τον Βόλο στην Πόλη, με τρένο, μέσω Λάρισας -ταξίδι πάνω από 24 ώρες.
Και το καλοκαίρι του 1954 ταξιδεύουμε απ’ τον Βόλο στην Πόλη, με τρένο, μέσω Λάρισας -ταξίδι πάνω από 24 ώρες.
Γυρίζουμε, όμως, με πλοίο, μέσω Πειραιά. Για να δούμε τους πολλούς συγγενείς που ζούσαν στην Αθήνα. Κι ο θείος Κρίτων Παλαιολόγος, δεύτερος ξάδελφος του πατέρα, λέει: «Θα σας πάω θέατρο». Και μας πάει στο «Περοκέ» -στο παλιό «Περοκέ» που ’ταν στην ίδια θέση με το σημερινό, απ’ τους ναούς της επιθεώρησης τότε: «Όμορφα κι ωραία». Επιθεώρηση των Ναπολέοντα Ελευθερίου, Κώστα Νικολαΐδη, Ηλία Λυμπερόπουλου, με μουσική Γιώργου Μουζάκη και σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Ανεμογιάννη. Καίτη
Ντιριντάουα, η θιασάρχις, και, μαζί της, Μίμης Κοκκίνης, Κούλης Στολίγκας, Σπεράντζα Βρανά, Κώστας Χατζηχρήστος, Αλέκα Στρατηγού, Τάκης Μηλιάδης, Μιχάλης Μπούχλης, Γιάννης Νταλ (ο Γιάννης Δαλιανίδης, δηλαδή)... Χόρευαν ο Μανώλης Καστρινός κι η Χρυσούλα Ζώκα. Τραγούδι, η Μάγια
Μελάγια η οποία, προφανώς, εκεί πρωτοτραγούδησε την «Παλιοπαρέα» του Μουζάκη, που στο ρεφρέν της υπάρχει το «όμορφα κι ωραία», ο τίτλος της επιθεώρησης.
Ντιριντάουα, η θιασάρχις, και, μαζί της, Μίμης Κοκκίνης, Κούλης Στολίγκας, Σπεράντζα Βρανά, Κώστας Χατζηχρήστος, Αλέκα Στρατηγού, Τάκης Μηλιάδης, Μιχάλης Μπούχλης, Γιάννης Νταλ (ο Γιάννης Δαλιανίδης, δηλαδή)... Χόρευαν ο Μανώλης Καστρινός κι η Χρυσούλα Ζώκα. Τραγούδι, η Μάγια
Μελάγια η οποία, προφανώς, εκεί πρωτοτραγούδησε την «Παλιοπαρέα» του Μουζάκη, που στο ρεφρέν της υπάρχει το «όμορφα κι ωραία», ο τίτλος της επιθεώρησης.
Εγώ δεν έχω κλείσει τα τέσσερα. Είναι το πρώτο μου θέατρο -η πρώτη μου παράσταση. Οι αναμνήσεις εντελώς θολές. Ξέρω ότι ήταν το «Περοκέ» απ’ τις κουβέντες που άκουγα, ύστερα, για χρόνια, απ’ τη μητέρα μου. Θυμάμαι ότι ήταν θερινό και να
καθόμαστε σε εξώστη -αν είχε εξώστη. Κι έναν απ’ τους ηθοποιούς να κάνει είσοδο απ’ το διάδρομο της πλατείας. Ίσως να ’ταν ο τον καιρό εκείνο, ανερχόμενος Χατζηχρήστος, σύζυγος τότε της Ντιριντάουα. Έπαιζε τον Θύμιο δήμαρχο -τον τύπο που τον δόξασε. Όλα τ’ άλλα τα ’μαθα ψάχνοντας στο αρχείο των ‘Νέων’ και, κυρίως, χάρη στο φίλο Απόστολο Πούλιο, βαθύ μελετητή και γνώστη της ιστορίας της επιθεώρησης και της οπερέτας, που για χάρη μου μπήκε στον κόπο να με ενημερώσει εξαντλητικά, αλιεύοντας πληροφορίες απ’ το ίδιο αρχείο, απ’ το αρχείο του «Έθνους» κι απ’ το βιβλίο της Σπεράντζας Βρανά «Τα μπουλούκια, το Θέατρο κι εγώ».
καθόμαστε σε εξώστη -αν είχε εξώστη. Κι έναν απ’ τους ηθοποιούς να κάνει είσοδο απ’ το διάδρομο της πλατείας. Ίσως να ’ταν ο τον καιρό εκείνο, ανερχόμενος Χατζηχρήστος, σύζυγος τότε της Ντιριντάουα. Έπαιζε τον Θύμιο δήμαρχο -τον τύπο που τον δόξασε. Όλα τ’ άλλα τα ’μαθα ψάχνοντας στο αρχείο των ‘Νέων’ και, κυρίως, χάρη στο φίλο Απόστολο Πούλιο, βαθύ μελετητή και γνώστη της ιστορίας της επιθεώρησης και της οπερέτας, που για χάρη μου μπήκε στον κόπο να με ενημερώσει εξαντλητικά, αλιεύοντας πληροφορίες απ’ το ίδιο αρχείο, απ’ το αρχείο του «Έθνους» κι απ’ το βιβλίο της Σπεράντζας Βρανά «Τα μπουλούκια, το Θέατρο κι εγώ».
Έτσι έμαθα και ξέρω για το... πρώτον της ζωής μου θέατρον. Από ’κει ξεκίνησε το κακό...
No comments:
Post a Comment