Μία γυναίκα, σκαμμένη από το χρόνο, κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, στα όριά της, «εξομολογείται» ζωντανά στη βιντεοκάμερα -και εμείς τη βλέπουμε σε οθόνη- που έχει στήσει απέναντί της ένας υπάλληλος ο οποίος εκπροσωπεί τη μισθώτρια εταιρεία και έχει εισβάλει στο σπίτι της για να της ανακοινώσει ότι,
λόγω χρεών της -δεν έχει πληρώσει τους λογαριασμούς της και, όταν της έκοψαν το ρεύμα, εγκατέστησε παράνομο μετρητή- της γίνεται έξωση: σύγχρονη Ουγγαρία του ταξικού χάους, της κοινωνικής ανισότητας, του ανθούντος φασισμού, του εκρηκτικού ρατσισμού, των διωκόμενων μεταναστών και μειονοτήτων, Βουδαπέστη, η γυναίκα είναι Τσιγγάνα -Τσιγγάνα
αυτοαποκαλείται, όχι Ρομά-, έχει δουλέψει σκληρά στη ζωή της, ο άντρας της έχει πεθάνει πριν από τρεις μέρες και ο γιος της, ο Ίστβανκα, που μισούσε να είναι Τσιγγάνος και αρνιόταν να είναι Τσιγγάνος -μικρός είχε βάλει χλωρίνη στην μπανιέρα για να κάνει μπάνιο και να ασπρίσει…- έχει εξαφανιστεί -έχει εγκαταλείψει το σπίτι τους, έχει γίνει Σιλβέστερ, έχει εγκατασταθεί σε ξενοδοχείο και εκδίδεται: μία πολίτις τρίτης κατηγορίας. Που αρνείται κατηγορηματικά να εγκαταλείψει το σπίτι της.
Μία αίσθηση ντοκιμαντέρ -είναι ηθοποιός ή είναι από την πραγματική ζωή; Όταν η οθόνη σηκωθεί, στο δωμάτιο της γυναίκας -εξαιρετικό το σκηνικό/«κουτί» του Μάρτον Αγκ- η γυναίκα που έχει πονοκέφαλο αρχίζει να κάνει εμετούς και πέφτει σχεδόν αναίσθητη. Ο υπάλληλος τη λυπάται, ειδοποιεί ασθενοφόρο -που δεν πρόκειται να φτάσει γρήγορα για μία Τσιγγάνα, σε μία περιοχή «επικίνδυνη»…- και σκίζει τα χαρτιά της έξωσης που συμπλήρωνε λέγοντάς της πως είναι σαν να μην τη συνάντησε ποτέ.
Στο δεύτερο μέρος, στο ίδιο σπίτι -ένα σπίτι αχούρι πια, ξεχειλισμένο σκουπίδια-, ο ίδιος υπάλληλος φέρνει μία άλλη γυναίκα, νέα, που ενδιαφέρεται να το νοικιάσει, για να το δει και της αναφέρει πως η προκάτοχός της πέθανε στο νοσοκομείο όπου την είχαν μεταφέρει. Εκείνη, που δηλώνει χήρα και χωρίς παιδιά, προφανώς Ρομά επίσης, θα δεχτεί τους εξευτελιστικούς όρους του συμβολαίου και θα το υπογράψει -καθώς φαίνεται δεν έχει πού να μείνει γι αυτό και εγκαθίσταται αμέσως στο αχούρι παραμερίζοντας τα σκουπίδια.
Όταν ο υπάλληλος φεύγει, φέρνει στο σπίτι ένα αγοράκι -το παιδί της που δεν ομολόγησε στην ύπαρξή του- ενώ στο κινητό της ένας άντρας -ο άντρας της; Ένας εραστής;-, που από τα σημάδια στην πλάτη της φαίνεται πως την κακοποιεί, επίμονα της ζητάει να συναντηθούν. Η γυναίκα αρχικά δεν απαντάει, τα sms φτάνουν απανωτά, μετά, το σηκώνει, καυγαδίζει μαζί του, αρνείται τη
συνάντηση αλλά, τελικά, όταν το παιδί κοιμηθεί αλλάζει ρούχα και βγαίνει να τον συναντήσει αφήνοντάς το μόνο. Τα ξημερώματα ο Σιλβέστερ εισβάλλει στο σπίτι ψάχνοντας για τη μάνα του. Από το παιδάκι μαθαίνει πως εκείνη έχει πεθάνει. Θα κατεβάσει, από μία κρυψώνα στον τοίχο, ένα σπαθί. Στην οθόνη, που κατεβαίνει πάλι, θα μάθουμε, με τίτλους, για ένα επεισόδιο, προφανώς πραγματικό,
που συνέβη το 2015 σε ένα λεωφορείο: ένας νέος πλήγωσε με σπαθί ένα παιδάκι που τη γλύτωσε φτηνά. Ήταν και οι δύο Ρομά. Το έργο αφήνει ανοιχτό το τέλος.
Ο ουγγρορουμάνος σκηνοθέτης -περισσότερο γνωστός από τον κινηματογράφο- Κορνέλ Μούντρουτσο παρουσιάζει με το δικό του Θέατρο «Proton» στο Η της «Πειραιώς 260», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, την παράστασή του «Απομίμηση ζωής» (2016): μία τολμηρή πολιτική πράξη ενάντια στην ξενοφοβία και στο ρατσισμό της ακροδεξιάς κυβέρνησης της χώρας του και του 44,87% των συμπατριωτών του που την εξέλεξε και τη στηρίζει.
Πάνω σε μία κάπως αδύναμη, όχι ιδιαίτερα σφιχτή δραματουργία (κείμενο της Κάτα Βέμπερ), ο Μούντρουτσο στήνει ένα συγκλονιστικό ντοκουντράμα αποθεώνοντας το νατουραλισμό χωρίς ούτε μία στιγμή να φανεί παλιός ή διδακτικός. Γιατί με τις λύσεις που έχει δώσει, με τα λεπτά νήματα με τα οποία συνδέει πρόσωπα και στοιχεία -οι «θολές» ονειρικές προβολές-φλας μπακ, το πορτρέτο του αγοριού που ο Σιλβέστερ «είχε βρει στα σκουπίδια και το κρέμασε στον τοίχο» και που παραπέμπει στο αγόρι του δεύτερου μέρους…-, με την προσοχή που δίνει σε λεπτομέρειες, με το χιούμορ που δεν λείπει, προσδίδει στον σκληρό ρεαλισμό του ποιητικές διαστάσεις τις οποίες αγκαλιάζουν και υπογραμμίζουν οι μουσικές του Άσερ Γκόλντσμιτ και σημαδεύει το σπαρακτικό «Feeling Good» της Νίνα Σιμόν.
Αιχμή της παράστασης και αποκορύφωμα του προσωπικού σκηνοθετικού του ύφους, η περιστροφή, στο μέσον της, του δωμάτιου/κουτιού/σκηνικού, με αποτέλεσμα τη μεταμόρφωσή του, όταν επανέρχεται στη θέση
του, σε έναν κόσμο που έχει καταρρεύσει. Ο συνειρμός που αυτομάτως μου δημιουργήθηκε: «Ο κόσμος γέρνει, γκρεμίζεται», στίχος της μετάφρασης του σεξπιρικού «Άμλετ» από τον Γιώργο Χειμωνά. Ένας κόσμος περιθωριοποιημένος, που ζει μία «απομίμηση ζωής», όπου σε όλα έρχονται τα πάνω κάτω, ένας κόσμος ανεπιστρεπτί απελπισμένος, ένας κόσμος αδιέξοδος. Δεν πρόκειται απλώς για εντυπωσιακό εφέ, προκαλεί μία αίσθηση συμπαντική.
Ο Μούντρουτσο, επιπλέον, οδηγεί σε βιωματικές ερμηνείες τους πέντε ηθοποιούς του που ενσωματώνουν το ρεαλισμό στα σπλάχνα
τους με απίστευτη δεξιοτεχνία. Επικεφαλής, η σπουδαία Λίλι Μονορί, από τις κορυφαίες ουγγαρέζες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, με πάνω από 60 ταινίες στο ενεργητικό της,
πρωταγωνίστρια της Μάρτα Μεζάρος και του ίδιου του Κορνέλ Μούντρουτσο σε ταινίες του: συγκλονιστική.
πρωταγωνίστρια της Μάρτα Μεζάρος και του ίδιου του Κορνέλ Μούντρουτσο σε ταινίες του: συγκλονιστική.
Μία παράσταση σκληρή, «ενοχλητική», αδυσώπητη αλλά, τελικά, καθηλωτική. Τη συστήνω. Ανεπιφύλακτα (Φωτογραφίες: 1, 3, 4, 5, 6, 7. 8, 9 Rév Marcell, 10 Christian Affolter (ZTS) )
No comments:
Post a Comment