Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Ιουνίου 2018
Το «Αφιέρωμα» στην Λούλα Αναγνωστάκη, για μένα -το ξανάγραψα-, είναι η αιχμή του δόρατος του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών -που, σιγά-σιγά, αποδεικνύεται ότι κρύβει θησαυρούς είτε περσινούς, σίγουρους, όπως το «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου», είτε φρέσκους, όπως οι ρόσικες «Τρεις αδελφές», το ουγγαρέζικο «Απομίμηση ζωής» ή οι συναυλίες «Τα μυστικά της Εγνατίας» κι «Η μυθολογία του Χέντελ», για τα οποία ήδη σας έγραψα, αλλά και το καίριο πάνω στο μεταναστευτικό «Talos» του Αρκάντι Ζάιντες, το άκρως τολμηρό -στις περί της κατάληξης της Ευρωπαϊκής Ιδέας… απόψεις του- «1993» του Ζουλιέν Γκοσλέν ή το εκρηκτικό «Inoah» του Μπρούνο Μπελτράο, όλα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, για τα οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερα να σας γράψω πιο αναλυτικά, πότε να προλάβω;
Ας επιστρέψω, όμως, στο Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη. Προσωπικά το άνοιξα -και καλά έκανα- με την έκθεση «Δωμάτια μνήμης»: δώδεκα δωμάτια, το καθένα αφιερωμένο σ’ ένα απ’ τα δώδεκα έργα που μας άφησε κληρονομιά ανεκτίμητη η Λούλα Αναγνωστάκη, διαμορφωμένο με κάποια έπιπλα της ατμόσφαιρας του έργου, φωτογραφίες που σχετίζονται με την εποχή του, φωτογραφίες της συγγραφέα με τον Γιώργο Χειμωνά -το σύντροφό
της στη ζωή-, τον Μανώλη Αναγνωστάκη -τον αδελφό της-, και τον περίγυρό τους -σε κάποιες, απ’ τα εφηβικά της χρόνια, χωρίς τα περίφημα μαύρα γυαλιά-σήμα κατατεθέν της-, αποκόμματα
εφημερίδων με κριτικές, προγράμματα, ηχογραφήσεις του συγκεκριμένου έργου για το ραδιόφωνο που μπορείς ν’ ακούσεις από ακουστικά -συγκινήθηκα ψάχνοντας να βρω μόνος μου τις φωνές των ηθοποιών που ακούγονται, θυμήθηκα πώς μεγάλωσα θεατρικά μέσω ραδιοφώνου κυρίως-, με βίντεο της πρώτης παράστασης του έργου -όσα λίγα σώζονται… Μπαίνεις σε κάθε δωμάτιο κι ένα λεπτό άρωμα Αναγνωστάκη σε διαπερνά -ο Εμφύλιος, η Χούντα, η Μεταπολίτευση, παραστάσεις-σταθμοί, ο Κουν, η Ρένη, ο Λευτέρης και τόσοι, μα τόσοι άλλοι… Και, πριν ξεκινήσεις, στο άνοιγμα της έκθεσης, η ηχογράφηση μιας εξομολογητικής συνέντευξης της συγγραφέα -μιας συνέντευξης συγκινητικής που σε υποβάλλει, σε καθηλώνει.
Μπράβο στην Δήμητρα Κονδυλάκη που ’χε την επιμέλεια της έκθεσης, μπράβο στον Γρηγόρη Ιωαννίδη και στον Μάνο Καρατζογιάννη (αρχειακή έρευνα και δραματουργική επεξεργασία), μπράβο στην Λουκία Μάρθα και στον Αλέξανδρο Βαζάκα για τη σκηνογραφική μελέτη και την εικαστική επιμέλεια και σ’ όλους τους συνεργάτες τους -της άξιζε της Λούλας Αναγνωστάκη η έκθεση αυτή.
Δυστυχώς το κλείσιμο του Αφιερώματος μόνο πανηγυρικό δεν το βρήκα…: «Εργοτάξιο Λούλα Αναγνωστάκη» της Ρούλας Πατεράκη. «Πράξη μετα-δραματουργίας στο θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη», λέει, εις μέρη δύο -«Η Λευκή Παράσταση», «Η Κόκκινη Παράσταση» (αμάν πια αυτή η εκζήτηση…, πρόταση ήδη δοκιμασμένη επιπλέον, θυμάμαι, κι όταν έκανε -και τις έκανε, τότε, πολύ καλά- η Ρούλα Πατεράκη τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, μια δεύτερη εκδοχή -αυτή, πολύ βαρετή…- ως «Η Λευκή Παράσταση») μ’ έμφαση, λέει, στην πρώτη, στο έργο της Αναγνωστάκη ως «πρότυπο ψυχαναλυτικής γραφής», στη δεύτερη, ως «πρότυπο πολιτικής γραφής». Και χαλάλι η -…συμφυής με την Ρούλα Πατεράκη- εκζήτηση. Αλλά εγώ -που δεν ήξερα απ’ την «Κόκκινη» κι απ’ την «Λευκή» ποια να διαλέξω και πήγα και στις δυο…- παρακολούθησα δυο μακροσκελείς, άρρυθμες και πάρα πολύ βαρετές παραστάσεις, με απάνθισμα-σύνθεση εν συγχύσει απ’ όλα τα έργα της Αναγνωστάκη -γιατί; Τι τα ’θελε ΟΛΑ η σκηνοθέτρια; Τι μεγαλομανία!-, μάλλον πρότυπο προχειρότητας -στα όρια του άρπα-κόλλα-, συνδεδεμένα με στοιχεία… παραστασιογραφίας, μ’ ένα πλήθος καλών ηθοποιών -άλλους έγραφε το πρόγραμμα, άλλοι έπαιζαν ή μάλλον διάβαζαν, διότι όλο διαβαστό ήταν, κάνοντας, απροετοίμαστοι όντας, σαρδάμ
-οι οποίοι χαντακώθηκαν -άντε, να διασώζονταν η Δήμητρα Χατούπη κι ο Ντένης Μακρής. Παραστάσεις που, και για ραδιοφωνικό θέατρο να επρόκειτο, πολύ καλύτερες και πιο προετοιμασμένες θα ’ταν...
Επαναλαμβάνω: ας προσέξει η Ρούλα Πατεράκη μ’ αυτήν την άμετρη, ξέφρενη δραστηριότητα -παίζω, σκηνοθετώ, διασκευάζω… Βλάπτει την ιστορία της. Εδώ, όμως, τελικά, έβλαψε και την Λούλα Αναγνωστάκη (Φωτογραφίες 5, 6, 7, 8: Εύη Φυλακτού).
Κάθε εποχή έχει τους ήρωες που της αξίζουν…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Τον διακεκριμένο σέρβο σκηνοθέτη Νεμπόισα Μπράντιτς -ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Πολιτισμού και Ενημέρωσης της Σερβίας, απ’ το 2008 έως το 2011, στην πρώτη κυβέρνηση του Μίρκο Τσβέτκοβιτς- μετακαλεί η Άννα Βαγενά για να σκηνοθετήσει το έργο «Δυο γυναίκες χορεύουν» του Καταλανού Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ που θα παρουσιάσει, τον επόμενο χειμώνα, στο «Μεταξουργείο», με την ίδια και την Γιασεμί Κηλαηδόνη στους δυο βασικούς -και μόνους- ρόλους του, όπως σας έγραφα στις 18 Απριλίου, στο «Τέταρτο Κουδούνι».
Σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής στο «Θέατρο του Κρούσεβατς» απ’ το 1981 έως το 1996, επικεφαλής του περίφημου «Ατελιέ 212» του Βελιγραδίου απ’ το 1996 έως το 1997, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Σερβίας απ’ το 1997 έως το 1999 αλλά, αργότερα, μετά το 2000, και του «Δραματικού Θεάτρου Βελιγραδίου» καθώς και του «Κνιάζεβσκο-Σερβικού Θεάτρου» του Κραγκούγιεβατς, δημιουργός του Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου, με περισσότερες από 70 σκηνοθεσίες -πρόζα, όπερα, μιούζικαλ…- στην Σερβία, στις άλλες χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες, με βραβεία στο ενεργητικό του, καθηγητής της δραματικής τέχνης και με βιβλία στο βιογραφικό του, σήμερα αρχισυντάκτης Πολιτιστικού και Καλλιτεχνικού Προγράμματος στην Σερβική Ραδιοτηλεόραση, ο Νεμπόισα Μπράντιτς έχει ήδη συνεργαστεί με την Άννα Βαγενά και το «Μεταξουργείο», όταν, τη σεζόν 2005/2006, ανέβασε εκεί τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς.
Πόση ανοησία, πόση βλακεία, πόση ασχετοσύνη, πόση παραπληροφόρηση, πόση χυδαιότητα εισέπραξα, πόσα fake news αφειδώς διανεμόμενα μέσω facebook -και όχι μόνο μέσω facebook, παντού, διάχυτα…- διάβασα κι άκουσα τις μέρες αυτές σε σχέση με το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών! Πόσος τσάμπα πατριωτισμός… Αμάσητα τα καταπίνει ο Έλληνας -σε πέλαγος άγνοιας αλλά και ν’ αρνείται να διαβάσει, ν’ ακούσει, να μάθει… Και τα βροντοφωνάζει, τα επαναλαμβάνει, τα μοιράζει. Ανεξέλεγκτα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Ο Ακύλλας Καραζήσης θα ’ναι, τελικά, αντί του Θέμη Πάνου, ο Πάστορας Μάντερς στους «Βρικόλακες» του Χένρικ Ίψεν, που θ’ ανεβάσει τον επόμενο χειμώνα -σας έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 10 του περασμένου Μαρτίου- ο Δημήτρης Καραντζάς για το «Θέατρο Τέχνης» στο θέατρο της Φρυνίχου. Στη διανομή, όπως σας είχα ήδη γράψει, Κυρία Άλβινγκ η Ρένη Πιττακή, Όσβαλντ ο Μιχάλης Σαράντης, Ρεγγίνα η Ιωάννα Κολλιοπούλου, Έγκστραντ ο Κώστας Μπερικόπουλος.
Η Κλειώ Μπομπότη έχει αναλάβει τα σκηνικά, η Ιωάννα Τσάμη τα κοστούμια, ο Δημήτρης Καμαρωτός τη μουσική, ο Τάσος Καραχάλιος την κίνηση, ο Αλέκος Αναστασίου τους φωτισμούς. Για τη μετάφραση που θα χρησιμοποιηθεί γίνονται ακόμα συζητήσεις ενώ τη δραματουργία της παράστασης θ’ αναλάβει ο σκηνοθέτης μαζί με τη Θεοδώρα Καπράλου.
Το διάβασα στα «Νέα», στην ηλεκτρονική σελίδα, και το βρήκα υπέροχο: «Όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής των ‘Νέων’ στο Λονδίνο Γιάννης Ανδριτσόπουλος, ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΙ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) Έλληνες από το απέναντι πεζοδρόμιο […]». Αυτός ο συνδυασμός «περίπου», «τέσσερις» και «συγκεντρωμένοι» με πέθανε.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Ένα απ’ τα σημεία που συζητιόταν στις -πολύ δύσκολες, σκοτσέζικο ντους…- διαβουλεύσεις για το πώς θα βαφτίσουμε την -ακόμα- ακατονόμαστη γειτονική χώρα ήταν, λέει, όπως διάβασα, τι αρχικά χώρας θα αναγράφουν οι πινακίδες των αυτοκινήτων της. Και πώς θα «πρέπει» να μετατραπεί το MK που αναγράφουν
σήμερα (που τους το καλύπτουν με κολλημένο, πάνω στα αρχικά, χαρτάκι (!) όταν περνούν τα σύνορά μας, κάτι σαν κίτρινο άστρο των Εβρέων επί Χίτλερ...) και που σημαίνει MaΚedonija σε SMK ή GMK, αναλόγως του ονόματος που θα επιλεγόταν -Severna MaΚedonija ή Gorna MaΚedonija. Πραγματικά, καίριο θέμα…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Συχνά μελαγχολώ βλέποντας το πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής -του Αθηνών εννοώ, για το Θεσσαλονίκης τα συναισθήματα είναι εντονότερα... Για παράδειγμα, όταν βλέπω τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας που ’παιξε πρόσφατα εκεί να κατατάσσεται στον κύκλο «Μεγάλες Ορχήστρες». Ε, όχι! Δεν μπόρεσα ν’ ακούσω τη συναυλία της και δε διαπίστωσα ιδίοις ωσί την απόδοσή της αλλά η Συμφωνική Ορχήστρα της Πρωτεύουσας Πράγας (Symfonický Orchestr hl. m. Prahy/FOK -που σημαίνει Film-Opera-Koncert- / Prague Symphony Orchestra), ιδρυμένη το 1934, μπορεί να ’ναι καλή αλλά «Μεγάλη Ορχήστρα» δεν είναι. «Μεγάλη Ορχήστρα» της Τσεχίας (κι όχι μόνο) είναι η Τσέχικη Φιλαρμονική (Česká Filharmonie/Czech Philharmonic) που ιδρύθηκε το 1896. Δικαιολογημένη λοιπόν, εν μέρει, η σύγχυση που μπορεί να προκληθεί -ποια ορχήστρα έπαιξε, τελικά, στο Μέγαρο…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Όσο για τον καταιονισμό των θεατών απ’ τους μηχανισμούς πυρόσβεσης, που ψιλοπλημμύρισε (!) την Αίθουσα «Τριάντη» και κατέστρεψε τη δεύτερη παράσταση -για λογαριασμό του Φεστιβάλ Αθηνών- του «1993» του Ζουλιέν Γκοσλέν καθώς τη διέκοψε και τη ματαίωσε, έκπληκτος πληροφορήθηκα την είδηση -σχεδόν «Τιτανικός», καλά που δεν πνίγηκε και κόσμος σαν την Μάνδρα…- αλλά ακόμα πιο έκπληκτος ΑΚΟΜΑ περιμένω να διαβάσω μια ανακοίνωση του Μεγάρου που να εξηγεί ΥΠΕΥΘΥΝΑ τι συνέβη κι αν οι ζημιές αποκαταστάθηκαν κι η Αίθουσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να ζητάει συγγνώμη απ’ τους θεατές -δεν την οφείλει ένας δημόσιος οργανισμός, όπως είναι πια το Μέγαρο; Αλλά σιωπή…
Μόνο κάτι ανερμάτιστες δηλώσεις του προέδρου του Μεγάρου Νίκου Θεοχαράκη διάβασα, στο ρεπορτάζ της Μαίρης Αδαμοπούλου στα «Νέα», όπου εξηγεί ότι… κακώς δε γίνεται συντήρηση στο Μέγαρο (που σαπίζει αργά αλλά σταθερά…) γιατί δεν έχουν τα χρήματα (Δηλαδή ποιος φταίει; Αυτός δεν είναι ο πρόεδρος; Γιατί δεν παραιτείται;) και κάτι μπούρδες ότι ο μηχανισμός πυρόσβεσης ενεργοποιήθηκε γιατί «είχε πολλούς καπνούς η παράσταση»! Μα οι καπνοί αυτοί είναι «θεατρικοί», δεν είναι πυρκαγιάς. Είναι δυνατόν απ’ αυτούς να ενεργοποιείται η πυρόσβεση; Πώς είναι δυνατό να ’χει σχεδιαστεί σε κοτζάμ Μέγαρο έτσι, όταν, σε συντριπτικό πια ποσοστό παραστάσεων, γίνεται κατάχρηση αυτών των «καπνών»; Μήπως, απλώς, τα ’χουν κάνει μούσκεμα;
«Σοκ σε Σάντα Φε και Καρδίτσα»: ο τίτλος στα «Νέα» που με συγκλόνισε επί δέκα μέρες. Στο θέμα για την υπόθεση του νεαρού Ελληνοαμερικανού με καταγωγή απ’ την Καρδίτσα, ο οποίος σκότωσε δέκα στο σχολείο του, στην Σάντα Φε του Τέξας.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Δεν τον γνώριζα, τότε, το δικηγόρο Χρήστο Γραμματίδη που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 23 Ιουνίου, στα 36 του χρόνια. Το 2014, μετά από ένα ομοφοβικό δημοσίευμα εναντίον μου κάποιου κριτικού θεάτρου, με τον αντιπροσωπευτικό της χυδαιότητας του περιεχομένου του τίτλο «Συκωταριές» (ναι, με ύψιλον…), στην τότε «Ελευθεροτυπία», βγήκε και δημοσίευσε, χωρίς να ‘χει κανένα λόγο και κανένα συμφέρον ένα θαρραλέο, ενυπόγραφο κείμενο υπεράσπισής μου.
Το 2016, μετά την ανάλογης χυδαιότητας απαγόρευση της εισόδου μου στο θέατρο «Στοά», που δημοσιοποίησα, ο Χρήστος Γραμματίδης -τον οποίο είχα γνωρίσει πια αλλά δεν ήμασταν και φίλοι κολλητοί- και πάλι βγήκε κι εκτέθηκε μ’ ένα κείμενο υπεράσπισής μου.
Στο ενδιάμεσο διάστημα και στη συνέχεια, μέσω των αναρτήσεών του στο facebook, ανακάλυπτα, μ’ έκπληξη κάθε φορά, έναν άνθρωπο όχι απλώς ευαίσθητο αλλά βαθιά καλλιεργημένο, πολιτικά συνειδητοποιημένο, με καθαρό, σωστό μυαλό, με οξυδέρκεια, με γνώση, μ’ ευρυμάθεια και, κυρίως, με χιούμορ. Ο τρόπος που μας παρουσίασε με χιούμορ (!), με αυτοσαρκασμό τον επιθετικό καρκίνο που τον προσέβαλε πριν από λίγους μήνες και την πορεία του ήταν σπαρακτικά αφοπλιστικός. Μεγάλη δύναμη! Ο θρήνος που ακολούθησε -κι ακόμα ακολουθεί- το θάνατό του, από ανθρώπους που στην πλειονότητά τους δεν τον είχαν ποτέ γνωρίσει από κοντά, ήταν -είναι- ενδεικτικός.
Για όλους τους παραπάνω λόγους το λιγότερο που ’χω να κάνω είναι να του αφιερώσω το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι». Μ’ ένα ακόμα, μεγάλο «ευχαριστώ».
Το «Αφιέρωμα» στην Λούλα Αναγνωστάκη, για μένα -το ξανάγραψα-, είναι η αιχμή του δόρατος του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών -που, σιγά-σιγά, αποδεικνύεται ότι κρύβει θησαυρούς είτε περσινούς, σίγουρους, όπως το «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου», είτε φρέσκους, όπως οι ρόσικες «Τρεις αδελφές», το ουγγαρέζικο «Απομίμηση ζωής» ή οι συναυλίες «Τα μυστικά της Εγνατίας» κι «Η μυθολογία του Χέντελ», για τα οποία ήδη σας έγραψα, αλλά και το καίριο πάνω στο μεταναστευτικό «Talos» του Αρκάντι Ζάιντες, το άκρως τολμηρό -στις περί της κατάληξης της Ευρωπαϊκής Ιδέας… απόψεις του- «1993» του Ζουλιέν Γκοσλέν ή το εκρηκτικό «Inoah» του Μπρούνο Μπελτράο, όλα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, για τα οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερα να σας γράψω πιο αναλυτικά, πότε να προλάβω;
Ας επιστρέψω, όμως, στο Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη. Προσωπικά το άνοιξα -και καλά έκανα- με την έκθεση «Δωμάτια μνήμης»: δώδεκα δωμάτια, το καθένα αφιερωμένο σ’ ένα απ’ τα δώδεκα έργα που μας άφησε κληρονομιά ανεκτίμητη η Λούλα Αναγνωστάκη, διαμορφωμένο με κάποια έπιπλα της ατμόσφαιρας του έργου, φωτογραφίες που σχετίζονται με την εποχή του, φωτογραφίες της συγγραφέα με τον Γιώργο Χειμωνά -το σύντροφό
της στη ζωή-, τον Μανώλη Αναγνωστάκη -τον αδελφό της-, και τον περίγυρό τους -σε κάποιες, απ’ τα εφηβικά της χρόνια, χωρίς τα περίφημα μαύρα γυαλιά-σήμα κατατεθέν της-, αποκόμματα
εφημερίδων με κριτικές, προγράμματα, ηχογραφήσεις του συγκεκριμένου έργου για το ραδιόφωνο που μπορείς ν’ ακούσεις από ακουστικά -συγκινήθηκα ψάχνοντας να βρω μόνος μου τις φωνές των ηθοποιών που ακούγονται, θυμήθηκα πώς μεγάλωσα θεατρικά μέσω ραδιοφώνου κυρίως-, με βίντεο της πρώτης παράστασης του έργου -όσα λίγα σώζονται… Μπαίνεις σε κάθε δωμάτιο κι ένα λεπτό άρωμα Αναγνωστάκη σε διαπερνά -ο Εμφύλιος, η Χούντα, η Μεταπολίτευση, παραστάσεις-σταθμοί, ο Κουν, η Ρένη, ο Λευτέρης και τόσοι, μα τόσοι άλλοι… Και, πριν ξεκινήσεις, στο άνοιγμα της έκθεσης, η ηχογράφηση μιας εξομολογητικής συνέντευξης της συγγραφέα -μιας συνέντευξης συγκινητικής που σε υποβάλλει, σε καθηλώνει.
Μπράβο στην Δήμητρα Κονδυλάκη που ’χε την επιμέλεια της έκθεσης, μπράβο στον Γρηγόρη Ιωαννίδη και στον Μάνο Καρατζογιάννη (αρχειακή έρευνα και δραματουργική επεξεργασία), μπράβο στην Λουκία Μάρθα και στον Αλέξανδρο Βαζάκα για τη σκηνογραφική μελέτη και την εικαστική επιμέλεια και σ’ όλους τους συνεργάτες τους -της άξιζε της Λούλας Αναγνωστάκη η έκθεση αυτή.
Κατόπιν είδα την «Πόλη» της, ανεβασμένη απ’ τον Γιάννη Μόσχο: μια σφιχτή, καίρια παράσταση που στόχευσε στο πυρήνα του έργου, οι πιντερικές ατμόσφαιρες και παύσεις της Αναγνωστάκη εύγλωττες, καταπληκτικά τα βίντεο-απολήξεις της σκηνικής δράσης (κινηματογραφήσεις Μιχάλης Κλουκίνας, Αντώνης Κατρακάζης) κι ανάμεσα στις σκηνές, αυτές οι
τρομακτικές, εσωτερικές, ανατριχιαστικές δονήσεις: ένας κόσμος που συνεχίζει, απ’ το 1945 του Μπούχενβαλντ, απ’ το 1965 του έργου, να τραντάζεται, να κλονίζεται συθέμελα -σείονται τα έγκατα της πολυκατοικίας μας. Κι οι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί -Λουκία Μιχαλοπούλου, Θέμης Πάνου, Μιχάλης Συριόπουλος-, καλά δεμένοι, αποδοτικοί, ουσιαστικοί. Μακάρι να ’χει συνέχεια η παράσταση αυτή.
-οι οποίοι χαντακώθηκαν -άντε, να διασώζονταν η Δήμητρα Χατούπη κι ο Ντένης Μακρής. Παραστάσεις που, και για ραδιοφωνικό θέατρο να επρόκειτο, πολύ καλύτερες και πιο προετοιμασμένες θα ’ταν...
Επαναλαμβάνω: ας προσέξει η Ρούλα Πατεράκη μ’ αυτήν την άμετρη, ξέφρενη δραστηριότητα -παίζω, σκηνοθετώ, διασκευάζω… Βλάπτει την ιστορία της. Εδώ, όμως, τελικά, έβλαψε και την Λούλα Αναγνωστάκη (Φωτογραφίες 5, 6, 7, 8: Εύη Φυλακτού).
Κάθε εποχή έχει τους ήρωες που της αξίζουν…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Τον διακεκριμένο σέρβο σκηνοθέτη Νεμπόισα Μπράντιτς -ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Πολιτισμού και Ενημέρωσης της Σερβίας, απ’ το 2008 έως το 2011, στην πρώτη κυβέρνηση του Μίρκο Τσβέτκοβιτς- μετακαλεί η Άννα Βαγενά για να σκηνοθετήσει το έργο «Δυο γυναίκες χορεύουν» του Καταλανού Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ που θα παρουσιάσει, τον επόμενο χειμώνα, στο «Μεταξουργείο», με την ίδια και την Γιασεμί Κηλαηδόνη στους δυο βασικούς -και μόνους- ρόλους του, όπως σας έγραφα στις 18 Απριλίου, στο «Τέταρτο Κουδούνι».
Σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής στο «Θέατρο του Κρούσεβατς» απ’ το 1981 έως το 1996, επικεφαλής του περίφημου «Ατελιέ 212» του Βελιγραδίου απ’ το 1996 έως το 1997, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Σερβίας απ’ το 1997 έως το 1999 αλλά, αργότερα, μετά το 2000, και του «Δραματικού Θεάτρου Βελιγραδίου» καθώς και του «Κνιάζεβσκο-Σερβικού Θεάτρου» του Κραγκούγιεβατς, δημιουργός του Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου, με περισσότερες από 70 σκηνοθεσίες -πρόζα, όπερα, μιούζικαλ…- στην Σερβία, στις άλλες χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες, με βραβεία στο ενεργητικό του, καθηγητής της δραματικής τέχνης και με βιβλία στο βιογραφικό του, σήμερα αρχισυντάκτης Πολιτιστικού και Καλλιτεχνικού Προγράμματος στην Σερβική Ραδιοτηλεόραση, ο Νεμπόισα Μπράντιτς έχει ήδη συνεργαστεί με την Άννα Βαγενά και το «Μεταξουργείο», όταν, τη σεζόν 2005/2006, ανέβασε εκεί τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς.
Πόση ανοησία, πόση βλακεία, πόση ασχετοσύνη, πόση παραπληροφόρηση, πόση χυδαιότητα εισέπραξα, πόσα fake news αφειδώς διανεμόμενα μέσω facebook -και όχι μόνο μέσω facebook, παντού, διάχυτα…- διάβασα κι άκουσα τις μέρες αυτές σε σχέση με το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών! Πόσος τσάμπα πατριωτισμός… Αμάσητα τα καταπίνει ο Έλληνας -σε πέλαγος άγνοιας αλλά και ν’ αρνείται να διαβάσει, ν’ ακούσει, να μάθει… Και τα βροντοφωνάζει, τα επαναλαμβάνει, τα μοιράζει. Ανεξέλεγκτα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Ο Ακύλλας Καραζήσης θα ’ναι, τελικά, αντί του Θέμη Πάνου, ο Πάστορας Μάντερς στους «Βρικόλακες» του Χένρικ Ίψεν, που θ’ ανεβάσει τον επόμενο χειμώνα -σας έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 10 του περασμένου Μαρτίου- ο Δημήτρης Καραντζάς για το «Θέατρο Τέχνης» στο θέατρο της Φρυνίχου. Στη διανομή, όπως σας είχα ήδη γράψει, Κυρία Άλβινγκ η Ρένη Πιττακή, Όσβαλντ ο Μιχάλης Σαράντης, Ρεγγίνα η Ιωάννα Κολλιοπούλου, Έγκστραντ ο Κώστας Μπερικόπουλος.
Η Κλειώ Μπομπότη έχει αναλάβει τα σκηνικά, η Ιωάννα Τσάμη τα κοστούμια, ο Δημήτρης Καμαρωτός τη μουσική, ο Τάσος Καραχάλιος την κίνηση, ο Αλέκος Αναστασίου τους φωτισμούς. Για τη μετάφραση που θα χρησιμοποιηθεί γίνονται ακόμα συζητήσεις ενώ τη δραματουργία της παράστασης θ’ αναλάβει ο σκηνοθέτης μαζί με τη Θεοδώρα Καπράλου.
Το διάβασα στα «Νέα», στην ηλεκτρονική σελίδα, και το βρήκα υπέροχο: «Όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής των ‘Νέων’ στο Λονδίνο Γιάννης Ανδριτσόπουλος, ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΙ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) Έλληνες από το απέναντι πεζοδρόμιο […]». Αυτός ο συνδυασμός «περίπου», «τέσσερις» και «συγκεντρωμένοι» με πέθανε.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Η Ματίνα Καλτάκη -η
εντυπωσιακής ευρυμάθειας θεατρολόγος, με τα πλήρως εμπεριστατωμένα
κείμενα κι η καλύτερη νομίζω πένα στο χώρο αυτό- ανέλαβε τη στήλη της
κριτικής θεάτρου στην «Καθημερινή» διαδεχόμενη τη διαχρονική Άννυ Κολτσιδοπούλου. Η επίσης ικανότατη θεατρολόγος Σοφία Ευτυχιάδου ανέλαβε τη στήλη
κριτικής θεάτρου στην ιστοσελίδα ελculture.gr, μετά την καλή -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 26 του περασμένου Νοεμβρίου- Τώνια Καράογλου που μεταπήδησε στο «Αθηνόραμα». Άλλα δυο ελπιδοφόρα μηνύματα για την ανανέωση της κριτικής θεάτρου στον τόπο μας.
Ένα απ’ τα σημεία που συζητιόταν στις -πολύ δύσκολες, σκοτσέζικο ντους…- διαβουλεύσεις για το πώς θα βαφτίσουμε την -ακόμα- ακατονόμαστη γειτονική χώρα ήταν, λέει, όπως διάβασα, τι αρχικά χώρας θα αναγράφουν οι πινακίδες των αυτοκινήτων της. Και πώς θα «πρέπει» να μετατραπεί το MK που αναγράφουν
σήμερα (που τους το καλύπτουν με κολλημένο, πάνω στα αρχικά, χαρτάκι (!) όταν περνούν τα σύνορά μας, κάτι σαν κίτρινο άστρο των Εβρέων επί Χίτλερ...) και που σημαίνει MaΚedonija σε SMK ή GMK, αναλόγως του ονόματος που θα επιλεγόταν -Severna MaΚedonija ή Gorna MaΚedonija. Πραγματικά, καίριο θέμα…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Συχνά μελαγχολώ βλέποντας το πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής -του Αθηνών εννοώ, για το Θεσσαλονίκης τα συναισθήματα είναι εντονότερα... Για παράδειγμα, όταν βλέπω τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας που ’παιξε πρόσφατα εκεί να κατατάσσεται στον κύκλο «Μεγάλες Ορχήστρες». Ε, όχι! Δεν μπόρεσα ν’ ακούσω τη συναυλία της και δε διαπίστωσα ιδίοις ωσί την απόδοσή της αλλά η Συμφωνική Ορχήστρα της Πρωτεύουσας Πράγας (Symfonický Orchestr hl. m. Prahy/FOK -που σημαίνει Film-Opera-Koncert- / Prague Symphony Orchestra), ιδρυμένη το 1934, μπορεί να ’ναι καλή αλλά «Μεγάλη Ορχήστρα» δεν είναι. «Μεγάλη Ορχήστρα» της Τσεχίας (κι όχι μόνο) είναι η Τσέχικη Φιλαρμονική (Česká Filharmonie/Czech Philharmonic) που ιδρύθηκε το 1896. Δικαιολογημένη λοιπόν, εν μέρει, η σύγχυση που μπορεί να προκληθεί -ποια ορχήστρα έπαιξε, τελικά, στο Μέγαρο…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Όσο για τον καταιονισμό των θεατών απ’ τους μηχανισμούς πυρόσβεσης, που ψιλοπλημμύρισε (!) την Αίθουσα «Τριάντη» και κατέστρεψε τη δεύτερη παράσταση -για λογαριασμό του Φεστιβάλ Αθηνών- του «1993» του Ζουλιέν Γκοσλέν καθώς τη διέκοψε και τη ματαίωσε, έκπληκτος πληροφορήθηκα την είδηση -σχεδόν «Τιτανικός», καλά που δεν πνίγηκε και κόσμος σαν την Μάνδρα…- αλλά ακόμα πιο έκπληκτος ΑΚΟΜΑ περιμένω να διαβάσω μια ανακοίνωση του Μεγάρου που να εξηγεί ΥΠΕΥΘΥΝΑ τι συνέβη κι αν οι ζημιές αποκαταστάθηκαν κι η Αίθουσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να ζητάει συγγνώμη απ’ τους θεατές -δεν την οφείλει ένας δημόσιος οργανισμός, όπως είναι πια το Μέγαρο; Αλλά σιωπή…
Μόνο κάτι ανερμάτιστες δηλώσεις του προέδρου του Μεγάρου Νίκου Θεοχαράκη διάβασα, στο ρεπορτάζ της Μαίρης Αδαμοπούλου στα «Νέα», όπου εξηγεί ότι… κακώς δε γίνεται συντήρηση στο Μέγαρο (που σαπίζει αργά αλλά σταθερά…) γιατί δεν έχουν τα χρήματα (Δηλαδή ποιος φταίει; Αυτός δεν είναι ο πρόεδρος; Γιατί δεν παραιτείται;) και κάτι μπούρδες ότι ο μηχανισμός πυρόσβεσης ενεργοποιήθηκε γιατί «είχε πολλούς καπνούς η παράσταση»! Μα οι καπνοί αυτοί είναι «θεατρικοί», δεν είναι πυρκαγιάς. Είναι δυνατόν απ’ αυτούς να ενεργοποιείται η πυρόσβεση; Πώς είναι δυνατό να ’χει σχεδιαστεί σε κοτζάμ Μέγαρο έτσι, όταν, σε συντριπτικό πια ποσοστό παραστάσεων, γίνεται κατάχρηση αυτών των «καπνών»; Μήπως, απλώς, τα ’χουν κάνει μούσκεμα;
«Σοκ σε Σάντα Φε και Καρδίτσα»: ο τίτλος στα «Νέα» που με συγκλόνισε επί δέκα μέρες. Στο θέμα για την υπόθεση του νεαρού Ελληνοαμερικανού με καταγωγή απ’ την Καρδίτσα, ο οποίος σκότωσε δέκα στο σχολείο του, στην Σάντα Φε του Τέξας.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Δεν τον γνώριζα, τότε, το δικηγόρο Χρήστο Γραμματίδη που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 23 Ιουνίου, στα 36 του χρόνια. Το 2014, μετά από ένα ομοφοβικό δημοσίευμα εναντίον μου κάποιου κριτικού θεάτρου, με τον αντιπροσωπευτικό της χυδαιότητας του περιεχομένου του τίτλο «Συκωταριές» (ναι, με ύψιλον…), στην τότε «Ελευθεροτυπία», βγήκε και δημοσίευσε, χωρίς να ‘χει κανένα λόγο και κανένα συμφέρον ένα θαρραλέο, ενυπόγραφο κείμενο υπεράσπισής μου.
Το 2016, μετά την ανάλογης χυδαιότητας απαγόρευση της εισόδου μου στο θέατρο «Στοά», που δημοσιοποίησα, ο Χρήστος Γραμματίδης -τον οποίο είχα γνωρίσει πια αλλά δεν ήμασταν και φίλοι κολλητοί- και πάλι βγήκε κι εκτέθηκε μ’ ένα κείμενο υπεράσπισής μου.
Στο ενδιάμεσο διάστημα και στη συνέχεια, μέσω των αναρτήσεών του στο facebook, ανακάλυπτα, μ’ έκπληξη κάθε φορά, έναν άνθρωπο όχι απλώς ευαίσθητο αλλά βαθιά καλλιεργημένο, πολιτικά συνειδητοποιημένο, με καθαρό, σωστό μυαλό, με οξυδέρκεια, με γνώση, μ’ ευρυμάθεια και, κυρίως, με χιούμορ. Ο τρόπος που μας παρουσίασε με χιούμορ (!), με αυτοσαρκασμό τον επιθετικό καρκίνο που τον προσέβαλε πριν από λίγους μήνες και την πορεία του ήταν σπαρακτικά αφοπλιστικός. Μεγάλη δύναμη! Ο θρήνος που ακολούθησε -κι ακόμα ακολουθεί- το θάνατό του, από ανθρώπους που στην πλειονότητά τους δεν τον είχαν ποτέ γνωρίσει από κοντά, ήταν -είναι- ενδεικτικός.
Για όλους τους παραπάνω λόγους το λιγότερο που ’χω να κάνω είναι να του αφιερώσω το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι». Μ’ ένα ακόμα, μεγάλο «ευχαριστώ».
No comments:
Post a Comment