June 16, 2018

Tip: «Τρεις αδελφές»


Η μουσική της σιωπής ή Στο Νοβοσιμπίρσκ, στο Νοβοσιμπίρσκ, στο Νοβοσιμπίρσκ…


«Τρεις αδελφές» του Αντόν Τσέχοφ στη νοηματική; Διάρκειας 255΄; Με πολλές αμφιβολίες ξεκίνησα για την Αίθουσα Δ της «Πειραιώς 260» όπου το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξενεί την παράσταση (2017) του Κρατικού Ακαδημαϊκού Θεάτρου του Νοβοσιμπίρσκ. Κι ας είχα ακούσει «είναι αριστούργημα», κι ας είχα διαβάσει πως ο 34χρονος ρόσος σκηνοθέτης Τιμοφέι Κουλιάμπιν είναι μαζί με τον Κονσταντίν Μπογκομόλοφ των «Καραμάζοφ» και των «Δαιμονισμένων» της Στέγης και τον Ντμίτρι Τσερνιάκοφ του «Ευγένιου Ονιέγκιν» του «Μπαλσόι», που έχει φέρει, επίσης το Φεστιβάλ Αθηνών, στο Μέγαρο, οι τρεις μεγάλες σκηνοθετικές ελπίδες της Ροσίας σήμερα.
Η πρώτη πράξη κυλάει κάπως επίπεδα ώσπου να συνηθίσεις τη νοηματική, τους «κωφούς» τσεχοφικούς ήρωες και να προλάβεις τους ελληνικούς υπέρτιτλους που δεν διαβάζονται εύκολα, για να κλείσει με μία συναρπαστική 

σκηνή: όταν στρίβουν πάνω στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας τη σβούρα που φέρνει δώρο ο Φεντότικ στην Ιρίνα για τη γιορτή της και όλοι ακουμπούν τα κεφαλάκια τους στο τραπέζι και κολλούν τα αυτιά τους στο ξύλο του για να πιάσουν κάτι από τους παλμούς της, καθώς στριφογυρίζει. Στο πρώτο διάλειμμα αναρωτήθηκα ποιος ο λόγος να γίνει το έργο στη νοηματική παρά ο κορεσμός των -ρόσων κυρίως- σκηνοθετών να το βλέπουν να ανεβαίνει συνέχεια και η αναζήτηση του «διαφορετικού».
Η δεύτερη πράξη κίνησε το ενδιαφέρον μου. Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν, χωρίς μεταμοντερνιστικές «αναζητήσεις» και χωρίς να ζητάει από τους ηθοποιούς του να κατεβάζουν τα παντελόνια τους, ακολουθεί πιστά (στους υπέρτιτλους) το κείμενο χωρίς να παραλείπει ούτε ένα «και», χωρίς να αντιμεταθέτει σκηνές. Και η μουσική του τσεχοφικού κειμένου το οποίο δεν ακούγεται; Ο Κουλιάμπιν την έχει αντικαταστήσει με  
τον καλύτερο τρόπο: με ήχους. Μπουκάλια που κυλούν, γυαλικά που χτυπιούνται, πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, τενεκέδες, νιαουρίσματα γατιών, οι χτύποι του ρολογιού, οι καμπάνες που ακούγονται από μακριά, έντονοι βηματισμοί, ποδοκροτήματα στα σανίδια του πατώματος, χειροκροτήματα, χτυπήματα χεριών στο τραπέζι, πουλιά που φτεροκοπούν, καρέκλες που σέρνονται… -και τι δεν έχει επιστρατεύσει για να δημιουργήσει μουσική μέσα από τη σιωπή! Και το καταφέρνει!
Από τους ηθοποιούς του –αποτελεσματικότατα διδαγμένους από την Γκαλίνα Νιστσούκ-, άλλοι σιωπούν χρησιμοποιώντας με ένταση μόνο τα χέρια τους και τις εκφράσεις του προσώπου τους και το σώμα τους, άλλοι βγάζουν κάποιους ήχους, κάποιοι προσπαθούν να σχηματίσουν άναρθρες φράσεις και μόνον ο φύλακας Φεραπόντ, αντιστικτικά, έχει τη λαλιά του. Και όλοι αυτοί οι ήχοι να προστίθενται στη «μουσική» της παράστασης.

Η σκηνή της δεύτερης πράξης όπου ο Σαλιόνιι αποτολμά μία αδέξια ερωτική εξομολόγηση στην Ιρίνα κλείνοντάς την, τελικά, στην ντουλάπα, για ανθολογία. Ο σκηνοθέτης ισορροπεί αυτό που ο Τσέχοφ, προφανώς, εννοούσε λέγοντας «τα έργα μου είναι κωμωδίες»: κωμικά γκαγκ που σκάβουν και φέρνουν στην επιφάνεια το σπαρακτικό δραματικό υπο-κείμενο.
Στην τρίτη πράξη -της πυρκαγιάς, μέσα στη νύχτα - η παράσταση εκρήγνυται: αλλεπάλληλες «διακοπές ρεύματος», τα πάντα στο σκοτάδι που διογκώνει τους ήχους, μικρές πηγές φωτός -φακοί, φαναράκια…- που κάποιους φωτίζουν αμυδρά, καμπάνες που ακούγονται μακριά, θόρυβοι έντονοι και, μέσα στα ερέβη, οι κρυμμένες αλήθειες και τα μυστικά και οι πόθοι της Ιρίνα -«ποτέ δεν θα πάμε στην Μόσχα»- , της Μάσα -«τον αγαπώ»-, της Όλια -«δεν θέλω να ακούσω»-, του Αντρέι… να ξεσπάνε. Με άναρθρους ήχους, με θορυβώδεις εκπνοές, με ρεκασμούς, με ρόγχους, με οιμωγές, με σκουξίματα, με πνιχτούς λυγμούς και 

κραυγές... Και μετά, ξαφνικά. να γίνεται φως, φως άπλετο, άσπρο φως -τέλος της «διακοπής»-, οι Πραζόροφ και όσοι έχουν καταφύγει στο σπίτι τους, όλοι στα λευκά -νυχτικά, πουκάμισα, σώβρακα, σεντόνια, στρώματα στο πάτωμα…- να κρύβουν θαμπωμένοι τα μάτια τους και. παντού, οι καπνοί της πυρκαγιάς, και να βήχουν, και η «ανερχόμενη» στο έργο, από πράξη σε πράξη, Νατάσα, η γυναίκα του Αντρέι, να ψεκάζει για να καθαρίζει την ατμόσφαιρα και να κάνει μάσκα προσώπου. Και μετά πάλι «διακοπή» και σκοτάδι, και πάλι φως, 
και πάλι σκοτάδι. Και το βιολί που παίζει ο Αντρέι να ηχεί πια ξεκούρδιστο, παράφωνο. Ναι, είμαι σίγουρος, ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν είναι ένας ιδιοφυής σκηνοθέτης. Και η παράσταση αυτή έχει μία σοφή κλιμάκωση και κορύφωση. 
Στην τέταρτη πράξη ο Κουλιάμπιν επιστρέφει στην εποχή του έργου που στις προηγούμενες έδειχνε να την έχει αφήσει εισάγοντας αναχρονισμούς. Μαύρα, μακριά ρούχα, άδεια σκηνή, οι ήρωες συχνά πλάτη, συχνά να ακινητοποιούνται σε ταμπλό βιβάν και οι τσεχοφικές παύσεις να γίνονται σιωπές: βαριές, ασήκωτες, απελπιστικές. Ο Κουλιάμπιν δεν διστάζει να δείξει πια τις «Τρεις αδελφές» ως δράμα. Σπαρακτικό. Με την Μεγάλη Μικροαστή Νατάσα να έχει, πλέον, ισοπεδώσει, τους πάντες και τα πάντα και να έχει επιβάλει το «Δίκαιό» της. Ο αποχαιρετισμός Ιρίνα-Τούζενμπαχ -μεγάλη στιγμή, εκείνη να αρχίζει να του εξομολογείται ότι δεν τον αγαπάει και να «αδειάζει» σαν σακί στο πάτωμα, εκείνος, ερωτευμένος μαζί της, να την πλησιάζει στο τέλος και να μην τολμάει να την αγκαλιάσει -ένα χειροφίλημα μόνο-, ο αποχαιρετισμός Μάσα-Βερσίνιν με την Μάσα να  

γραπώνει το μανίκι της χλαίνης του για να τον κρατήσει κι εκείνος να προσπαθεί να ξεγραπώσει το χέρι-μέγγενη -από τις πιο σπαρακτικές στιγμές που έχω ζήσει στο θέατρο, τα δάκρυα να κυλούν…-, ο σπαραγμός της Ιρίνα όταν της αναγγέλλουν ότι ο Τούζενμπαχ σκοτώθηκε στη μονομαχία με τον Σαλιόνιι καθηλώνουν. Και μετά… Μετά οι μουσικές από τη στρατιωτική μπάντα της ταξιαρχίας που αποχωρεί από τη μικρή τους πόλη και οι τρεις αδελφές, μόνες πια, να τις ΑΚΟΥΝΕ. Σαν μουσικές ουράνιες. Και να εκστασιάζονται ενώ οι μουσικές δυναμώνουν. Με τον γέρο Τσεμπουτίκιν πλάι τους, αφημένο μοιρολατρικά, και το «Αν ξέραμε, αν ξέραμε…» της Όλια για φινάλε.
Ο Κουλιάμπιν, με όχημα τον ρεαλισμό, χωρίς να στερήσει σε τίποτα το έργο από την ποιητικότητά του, μετατόπισε την αδυναμία επικοινωνίας των ηρώων του σε αδυναμία του κωφού αυτού κύκλου να επικοινωνήσει με το περιβάλλον. Ο Μέγας Τσέχοφ αντί να εξαφανιστεί, όπως φοβόμουνα, εμπλουτίστηκε και το σπουδαίο, το μοναδικό, το σοφό αυτό έργο, το αξεπέραστο, φανερώνει όλα τα πλούτη του. Με εκσυγχρονισμούς πανέξυπνους -η φωτογραφική μηχανή του Φεντότικ γίνεται ταμπλέτα, γίνεται κινητό με σέλφι-στικ, σε βίντεο η Μάιλι Σάιρους, τα «τραμ-τα-ταμ» της πλήξης της Μάσα να περιγράφονται στους υπέρτιτλους ως sms του Βερσίνιν...- αλλά μετρημένους, ποτέ εξυπνακίστικους.
Τα έξοχα σχεδιασμένα σκηνικά του Αλέγκ Γκολόβκο, τα ανυπόγραφα κοστούμια, οι συναρπαστικοί φωτισμοί του Ντενίς Σόλντσεφ και η δουλειά των λοιπών συντελεστών δίνουν πόντους στην παράσταση. Που τη στηρίζει μία αποτελεσματικότατη, νεανική κατά βάση, διανομή από την οποία ξεχώρισα τους Λίντα Αχμετζιάνοβα-εξαιρετική Ιρίνα, Ντάρια Γιεμελιάνοβα-Μάσα, Ιρίνα Κριβονός-Όλια, Ιλιά Μουζικό-έξοχο Αντρέι, Σεργκέι Νόβικοφ-Φεντότικ.
Ψεγάδια σίγουρα υπάρχουν. Η ηθοποιός, για παράδειγμα, που παίζει την Ανφίσα είναι πολύ νέα -αν και το «γριά» που χαρακτηρίζει το πρόσωπο μετατοπίζεται σε «προβληματικό άτομο». Αλλά δεν αλλοιώνουν το αποτέλεσμα.

Από την εποχή των «Τριών αδελφών» του Γιούρι Λιουμπίμοφ και της «Ταγκάνκα» είχα να συγκινηθώ έτσι και τόσο. Εάν έχετε αντοχές για παράσταση που διαρκεί ακριβώς τέσσερις ώρες και δεκαπέντε λεπτά -συμπεριλαμβανομένων τριών διαλειμμάτων ανάμεσα στις τέσσερις πράξεις-, αν το σκηνικό αποτέλεσμα μπορεί να αυξήσει τις αντοχές σας και να εξουδετερώσει την όποια κούραση και να τη μετατρέψει σε ενέργεια, ΤΡΕΞΤΕ! Στην αποψινή δεύτερη και τελευταία παράσταση. Θα είμαι και πάλι εκεί.
Θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής: το μισό περίπου κοινό εγκατέλειψε πριν από το τέλος και υπήρχαν και κάποιοι που απέρριπταν το αποτέλεσμα. Προσωπικά υπερασπίζομαι -είμαι απόλυτα σίγουρος-, με νύχια και με δόντια, την παράσταση. Η οποία, παρά τις αποχωρήσεις, στο τέλος αποθεώθηκε. Δεν υπερβάλλω: όρθιοι θεατές να φωνάζουν, να επευφημούν, ο θίασος έκανε περίπου δέκα αυλαίες. Επαναλαμβάνω: ΤΡΕΞΤΕ!

No comments:

Post a Comment