July 15, 2013

Πλούτος προθέσεων, πενία αποτελεσμάτων





Το έργο. Ο Χρεμύλος, πτωχός πλην όμως τίμιος πολίτης Αθηναίος, προβληματισμένος με το μέλλον του γιου του _ αν πρέπει κι εκείνος ν’ ακολουθήσει τον δικό του το δρόμο της τιμιότητας που συνεπάγεται φτώχεια ή αν πρέπει να γίνει άτιμος, όπως συνηθίζεται, για να προκόψει _, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του τον Καρίωνα πηγαίνει στο Μαντείο των Δελφών για να ζητήσει τη συμβουλή του Απόλλωνα επί του θέματος. Ο χρησμός του θεού τού υποδεικνύει να ακολουθήσει τον πρώτο τυχόντα που θα συναντήσει βγαίνοντας από το μαντείο και να τον διπλαρώσει: είναι ένας τυφλός, βρωμιάρης γέρος. Αλλά ο γέρος αυτός είναι ο Πλούτος! Που τον έχει τυφλώσει ο Δίας ώστε να μη βλέπει τους δίκαιους και τους καλούς, τους οποίους ο Δίας απεχθάνεται, για να τους ευνοήσει.
Ο Χρεμύλος τον παίρνει στο σπίτι του και ο Πλούτος πείθεται να τον οδηγήσουν στο Ιερό του Ασκληπιού για να του γιατρέψει ο θεός τα μάτια, να αναβλέψει και να μοιράζεται πια μόνο τους δίκαιους. Παρά τους φόβους του πως ο Δίας θα γίνει έξαλλος μαζί του. Και παρά τις σφοδρότατες αντιρρήσεις της Πενίας που εμφανίζεται και εξαπολύει μύδρους ενάντια στο ξεστράβωμά του προσπαθώντας να αποδείξει πως, αν ο Πλούτος δίνεται πια επιλεκτικά στους αγαθούς, αυτό θα αποτρέψει τον άνθρωπο από τη γνώση και την προσπάθεια και την εργασία και πως η στέρηση είναι το κίνητρο για την ανθρώπινη δημιουργία.
Ο Χρεμύλος και οι αγρότες του Χορού δεν πείθονται από τα επιχειρήματά της και προχωρούν στο σχέδιο. Ο Πλούτος βρίσκει το φως του, οι κακοί φτωχαίνουν, οι καλοί πλουτίζουν, οπότε δεν έχουν την ανάγκη των θεών. Οι ναοί αδειάζουν, οι θεοί πεινούν και τόσο ο Ερμής όσο και ο Ιερέας του Διός Σωτήρος καταντούν να μπουν στη δούλεψη του Πλούτου τον οποίο όλοι μαζί εγκαθιστούν στην Ακρόπολη, στο ναό της θεάς Αθηνάς, για να προστατεύει το Δημόσιο Ταμείο.
Ο «Πλούτος», η έσχατη (388 πΧ.) από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και από τα πιο αδύναμα έργα του _ ο Χορός του είναι υποτυπώδης, στερείται Παραβάσεως, του λείπει το εκρηκτικό αριστοφανικό κέφι, του λείπει η πληθωρική ποίηση των άλλων αριστοφανικών έργων, ο ποιητής μοιάζει να αναμασάει παλαιότερες συντηρητικές ιδέες του και σκηνές από παλαιότερες κωμωδίες του… _ είναι το βήμα της Αρχαίας προς την Μέση Κωμωδία. Η λιτότητά του, όμως, τον κάνει πλησιέστερο προς το σημερινό θέατρο.
Η παράσταση: Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποφάσισε να αναλάβει το βάρος της μετάφρασης, της σκηνοθεσίας, της μουσικής, των κειμένων της πρόσθετης Παράβασης και του πρόσθετου φινάλε και της εκφώνησής τους ως «Άγγελος Εξάγγελος» δηλώνοντας: «Σκηνοθετώ σαν διαμαρτυρόμενος θεατής, διότι έχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον παίζουν πια στην Επίδαυρο και στις κουρασμένες τουρνέ τους οι δημοφιλείς καλαμπουρτζήδες μας».
Ανήκω κι έγώ σ’ αυτούς τους «διαμαρτυρόμενους θεατές» και οι παραπάνω κουβέντες που διάβασα στο πρόγραμμα της παράστασης με ενέπνευσαν θετικά _ πως θα δω κάτι καινούργιο. Βλέποντας την παράσταση, μολονότι ο Σαββόπουλος έξυπνα επέλεξε για το πείραμά του τον «Πλούτο» που είναι η πιο «ανώδυνη» κειμενικά από τις σωζόμενες αριστοφανικές κωμωδίες καθώς στερείται όλων των μέχρι παρεξηγήσεως τολμηρών εκφράσεων και λέξεων των άλλων κωμωδιών του, που τις έχουν ξεζουμίσει μεταφραστές, σκηνοθέτες και «καλαμπουρτζήδες» κωμικοί πρωταγωνιστές, άρα πιο εύκολα θα μπορούσε να αποφύγει τις χυδαιότητες και τις φτήνιες που κυκλοφορούν, με λύπη μου, για άλλη μια φορά, διαπίστωσα το αδιέξοδο _ μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου τουλάχιστον… _ που έχει δημιουργηθεί στην ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού δράματος. Το οποίο, αν ισχύει μια φορά για την τραγωδία, για τον Αριστοφάνη ισχύει δέκα. Τίποτα το ουσιαστικά καινούργιο δεν είδα. Και αναρωτήθηκα αν οι καλές προθέσεις είναι αρκετές. Και τι, πραγματικά, θα μπορούσε να κάνει κανείς για να μην εγκλωβιστεί και πάλι, όπως εδώ, σε λύσεις που, τελικά, αποδεικνύονται μονόδρομος.
Για παράδειγμα, ο Διονύσης Σαββόπουλος στο κείμενό του (πρόκειται όντως για μετάφραση από το αρχαίο ελληνικό πρωτότυπο;), καταρχάς, καθόλου δεν κατάφερε _ ή δεν θέλησε _ να αποφύγει τις «επιθεωρησιακές» αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα, που κατά κόρον ακούμε σε όλες τις μεταφράσεις _ απ' τις αναπηρικές συντάξεις - μαϊμούδες μέχρι για τους «τυφλούς» της Ζακύνθου και μέχρι για τα γλυκά του Παρλιάρου (μα αυτό δεν είναι γκρίζα διαφήμιση;) άκουσα. Και τα αστεία τα βρήκα άνοστα. Ενώ τα πρόσθετα κείμενά του πάσχουν από τον αφελή διδακτισμό και το συντηρητισμό που γενικώς τον διακρίνει και που βρήκε πρόσφορο έδαφος στο διδακτισμό και στο συντηρητισμό του Αριστοφάνη. Και από μία εγωπάθεια και αλαζονεία _ «εγώ τα είχα προβλέψει αυτά που πάθατε…».
Δηλώνει επίσης στο πρόγραμμα ο Διονύσης Σαββόπουλος πως «σκηνοθετώ, όχι σαν σκηνοθέτης, που ασφαλώς δεν είμαι, αλλά σαν τραγουδοποιός, που ανακαλύπτει μέσα σ’ αυτό το έργο των 1200 στίχων τη βουβή μουσική τους». Δυστυχώς, όταν κατεβείς στο στίβο της Επιδαύρου και υπογράφεις φαρδιά - πλατιά «σκηνοθεσία», δεν σε δικαιολογούν ούτε αίρουν τις ευθύνες σου τα οποιαδήποτε κείμενα που μπορεί να γράψεις στο πρόγραμμα. Ως σκηνοθέτης θα κριθείς. Και ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, ως σκηνοθέτης.
Η ιδέα του ήταν το έργο να περάσει ως παραβολή της σημερινής ελληνικής οικονομικής κρίσης. Η ανάβλεψη του Πλούτου που μοιράζεται σε όλους τους «δικαίους» θα οδηγήσει, με μαθηματική ακρίβεια, παρά τις σοβαρές προειδοποιήσεις της Πενίας, σε οικονομική φούσκα. Πολύ καλή ιδέα αλλά και πάλι το πρόβλημα ήταν η υλοποίησή της. Το εύρημα με το πανέμορφο φεγγάρι – μπαλόνι που σκάζει, εύγλωττο αλλά φοβάμαι πως κατατάσσεται στις ευκολίες που ο Διονύσης Σαββόπουλος ήθελε να αποφύγει. Επιπλέον η παράσταση, αν και ανοίγει με μία γοητευτική κυκλική είσοδο του θιάσου και κλείνει με ένα εξίσου γοητευτικό γκρουπάρισμά του στο αποσπώμενο παταράκι καθώς τραγουδάει το παλαιό (του Φίλωνος Αρία και όχι του Σαββόπουλου, βέβαια) «Μας φτάνει μόνο», παραπαίει άρρυθμη, εγκαταλειμένη στις όποιες ικανότητες των ηθοποιών, όχι επαρκώς προετοιμασμένη, άδετη και χωρίς ύφος. Έχουν επιστρατευτεί ο Φελίνι, το τσίρκο, η κομέντια ντελ άρτε, ο καραγκιόζης, αλλά το αποτέλεσμα, εγώ, ως ένα ευπρεπούς επιπέδου ερασιτεχνισμό το εισέπραξα. Κι αν μου θύμισε κάποιες στιγμές τον «Αμφιτρύωνα» του Λευτέρη Βογιατζή ήταν για να κάνω δυσάρεστες συγκρίσεις. Βεβαίως η παράσταση αποφεύγει κάθε χυδαιότητα, τις φτήνιες και τις μπαλαφαριές και εκπέμπει ένα ήθος, μία μελαγχολία και μία τρυφερότητα. Αλλά αρκούν αυτά;
Ακόμα και τη μουσική και τα τραγούδια του ίδιου του Διονύση Σαββόπουλου, γραμμένα αρχικά το 1985 για τον «Πλούτο» του Λούκα Ρονκόνι και του Εθνικού Θεάτρου και επεξεργασμένα, δεν θα μπορούσα να τα εντάξω στις καλύτερες στιγμές του. Συν ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς να τα τραγουδήσουν.
Εκείνο που σώζει την παράσταση είναι η δουλειά του Άγγελου Μέντη. Πιστεύω πως το σκηνικό και τα κοστούμια του (που συνυπογράφει με την Μαρία Ηλία) υλοποιούν αυτό που ο Σαββόπουλος ονειρευόταν για έναν καινούργιο Αριστοφάνη αλλά που ως σκηνοθέτης δεν κατάφερε να το υλοποιήσει. Το, α λα Γιάννη Τσαρούχη στους «Όρνιθες» του Κουν, λιτό πατάρι με την κουρτίνα, που μεταμορφώνεται, όταν ο Πλούτος αναβλέπει, με απλό αλλά συναρπαστικό χρωματικά τρόπο είναι ένα μικρό αριστούργημα ακριβώς γιατί δεν θέλει να φωνάξει κάτι τέτοιο. Κι ο από πρώτη ματιά «αχταρμάς» στα κοστούμια που, όμως, παρά τα ανομοιογενή σχέδια, υλικά και χρώματα, τελικά, δένονται σφιχτά μεταξύ τους, είναι μία υπέροχη στιγμή της ενδυματολογίας μας. Οι ιδιαίτεροι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου επίσης βοηθούν αποφασιστικά στο αισθητικά έξοχο αποτέλεσμα. Και ο Ερμής Μαλκότσης επιχείρησε το διαφορετικό στις χορογραφίες του _ ελεύθερες, χωρίς στιλιζαρίσματα, όπως ταιριάζει στο αγροτικό περιεχόμενο του έργου. Αλλά η υλοποίησή τους φοβάμαι ότι χωλαίνει.
Οι ερμηνείες. Ο Διονύσης Σαββόπουλος συγκέντρωσε στη διανομή ηθοποιούς ταλαντούχους. Αποδεικνύεται όμως πως δεν ήξερε να τους οδηγήσει. Ο καθένας πράττει αυτό που νομίζει. Με αποτέλεσμα την έλλειψη ομοιογένειας. Η απειρία τους, επιπλέον, στον Αριστοφάνη δυσκολεύει τα πράγματα. Είδα τον καλό Νίκο Κουρή ζορισμένο και σφιγμένο να προσπαθεί να κάνει αυτό που θεωρεί κωμωδία. Ο Μάκης Παπαδημητρίου καταφεύγει στο γνωστό «αδιάφορο» στιλ του. Η Αμαλία Μουτούση ως Πενία, σε ένα πολύ δύσκολο μη ρόλο, ένα σύμβολο που εκφράζει μόνο τα αριστοφανικό πιστεύω, είναι σωστή αλλά μακριά από τις δυνατότητές της. Ο λαμπερός Χρήστος Λούλης που κατέφυγε στην κομέντια δίνει έναν χαριτωμένο Καρίωνα και σώζεται χωρίς να διαπρέπει _ απλώς είναι καλύτερος από τους άλλους. Οι υπόλοιποι _ σχετικά καλύτεροι ο Μελέτης Ηλίας, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης και ο Σπύρος Τσεκούρας _ κάνουν ό,τι μπορούν. Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος απλώς εμφανίζεται, με το γνώριμο στόμφο που τον έχει κάνει στιλ, ως… Σαββόπουλος.
Το συμπέρασμα. Κατά τη γνώμη μου, μία αποτυχία καλών προθέσεων, που τη σώζουν τα σκηνικά και τα κοστούμια.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Θεατρικός Οργανισμός «Ακροπόλ», Φεστιβάλ Επιδαύρου, 13 Ιουλίου 2013.

2 comments:

  1. Κύριε
    Διάβασα την κριτική σας και έχω να πω τα εξής. Σας ενόχλησε ο ΔΣ που με εγωπάθεια διατείνεται ότι προέβλεψε την κρίση. Όντως την προέβλεψε.Αν είχατε την ατυχία όπως εγώ πέρυσι να δείτε την χυδαιότατη παράσταση "Ιππής", θα ήθελα να συγκρίνετε τους πολύ καλούς Παπαδημητρίου, Λούλη και Κουρή με τους υπερ διάσημους καλαμπουρτζήδες μας.Έκανε κάποια κοιλιά το παραδέχομαι.Λίγο όμως επηρέασε το συνολικό αποτέλεσμα.Λυπάμαι που δεν αναφερθήκατε στην σημαντικότερη στιγμή της παράστασης.Εκείνη που ενώ ο ΔΣ τραγουδάει"η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει", πέφτει (γκρεμίζεται)στο σκηνικό το πανώ με την Ακρόπολη-το εθνικό μας σύμβολο. Αν αυτό δεν είναι μήνυμα ράπισμα, τότε ποιό είναι;κανείς από όσους μας χαιδεύουν τα αφτιά μέχρι τώρα δεν το έχει κάνει, παρά μόνον τροφοδοτούν τον παιδικό εθνικό μας ενθουσιασμό για να μην μας κακοκαρδίσουν,με ανάλογα συνθήματα.Ο απόηχος της παράστασης-μια που στο θέατρο-αυτό μετράει, στις τέχνες γενικώς- κάνει πολύ θόρυβο.

    ReplyDelete
  2. Εμένα μου άρεσε η παράσταση, την είδα απόψε στο θέατρο Δάσους. Συμφωνώ με όλα τα θετικά που επισημαίνετε, βρίσκω ελαφρώς υπερβολικά (όχι αβάσιμα) τα αρνητικά που της προσάπτετε. Ήταν πολύ ευχάριστη βραδιά, παρά το ψυχρό αεράκι!

    ReplyDelete