July 23, 2013

Τιτανικός…




Το έργο. Από τη μία η εργατική τάξη _ για να μην πω το λούμπεν προλεταριάτο: η οικογένεια Σπράιτλι. Η βωμολόχα Γιαγιά, ιστορικό μέλος του εργατικού κινήματος, κινητήρια δύναμη στις κομπίνες και στις μπαγαποντιές _ έως και κοκορομαχίες! _ από τις οποίες ζει η οικογένεια, και τα δύο εγγόνια της, ο Μπιλ, τέως φέρελπις πυγμάχος, διαταραγμένος από τα χτυπήματα που έχει φάει στο κεφάλι, ο οποίος έχει εγκαταλείψει το ρινγκ για να «στήνει» αγώνες και η Τζέσικα, μόνιμα υπό την επήρεια ηρεμιστικών, καθότι σε ατυχή γάμο με τον Πιτ που και δεν την ικανοποιεί σεξουαλικά και την κακομεταχειρίζεται.
Από την άλλη η μεγαλοαστική, η άρχουσα τάξη: η οικογένεια Κλότον. Ο Οράτιος, ματσωμένος, στέλεχος βασικό ασφαλιστικής εταιρείας, με φιλοδοξίες που στοχεύουν ψηλά _ μέχρι σε ανάληψη υπουργείου _, σεξομανής λόγω σατυρίασης, με προτίμηση στα ανήλικα δεκαεξάχρονα, που η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει για να ζήσει με τη λεσβία κομμώτριά της, και η κόρη του, η Τζάνετ, παρθένα, αφιερωμένη στις αγαθοεργίες.
Υπάρχει όμως και ο Σπράιτλι υιός _ που ποτέ δεν θα τον δούμε _, γιος της Γιαγιάς και πατέρας του Μπιλ και της Τζέσικα. Ο οποίος στήνει ένα εργατικό ατύχημα εις βάρος του για να εισπράξει την ασφάλεια. Το ατύχημα δεν πάει… καλά και ο Σπράιτλι υιός μένει στον τόπο. Αλλά ήταν τόσο βλαξ ο μακαρίτης που ακόμα και το ατύχημα τόσο ηλίθια το οργάνωσε ώστε από την ασφάλεια _ η οποία είχε γίνει στην εταιρεία του Κλότον _ η οικογένεια του δεν πρόκειται να πάρει ούτε πένα.
Οι Σπράιτλι αποφασίζουν να πάρουν εκδίκηση από τον Κλότον, θεωρώντας τον υπεύθυνο, συνασπιζόμενοι με έναν κατακίτρινο «δημοσιογράφο» της κατακίτρινης φυλλάδας «Χωρίς Σάλιο», ο οποίος έχει κατά πόδας τον Κλότον μπας και τον πιάσει στα πράσα σε κάποιο σκάνδαλο, σεξουαλικό κατά προτίμηση, για να τον εκβιάσει κατόπιν _ να το κουκουλώσει και να τα κονομήσει.
Στην υπόθεση εμπλέκονται ένας ξεπεσμένος, αλκοολικός ιρλανδός γιατρός, φίλος των Κλότον, που βγάζει τα προς το ζην χορηγώντας ψεύτικες βεβαιώσεις και ο οποίος, για να μη βρεθεί εκτεθειμένος, αγωνίζεται να πάρει πίσω αυτή που έδωσε στον Σπράιτλι υιό που σκοτώθηκε, ένα πρεζάκι, μουσικός του Μπόι Τζορτζ, που η Τζάνετ τον έχει θέσει υπό την προστασία της, ο δίδυμος _ και πανομοιότυπος _ αδελφός του, αρχισυνδικαλισταράς διεφθαρμένος μέχρι το κόκκαλο, και ένας αστυνομικός εντεταλμένος για την ασφάλεια του Κλότον, που με τόση θέρμη και αφοσίωση έχει αναλάβει το θέμα, καθότι ένα και μόνο στόχο έχει, το αφεντικό του να τον βοηθήσει να πάρει δάνειο για να αγοράσει σπίτι, ώστε μέχρι και σε γυνάικα μεταμφιέζεται!
Και ενώ η φάρσα μπλέκεται, όταν ο Μπιλ των Σπράιτλι και η Τζάνετ των Κλότον ερωτεύονται _ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στους βόθρους… _, οι Σπράιτλι σε συνεργασία με το «δημοσιογράφο» στήνουν παγίδες με δόλωμα την Τζέσικα που είναι, λέει, φτυστή μία διάσημη τηλεπαρουσιάστρια την οποία ο Κλότον ορέγεται αλλά φτυστή και η γυναίκα του πρωθυπουργού. Στην τελευταία παγίδα, τελικά, ο Κλότον θα πιαστεί. Το ποιόν του αποκαλύπτεται και δεν προλαβαίνει να χαρεί το αξίωμα του υπουργού… Παιδείας που του ανατίθεται. 
Ο Βρετανός Μπάρι Κιφ διασκευάζει (1977, δεύτερη εκδοχή 1984) την ιακωβιανή κωμωδία του Τόμας Μίντλετον «Ένας τρελός κόσμος, αφέντες μου» (περί το 1605). Το έργο του _ ελληνικός τίτλος «Ωχ! Τι κόσμος γιαγιά!» _ θέλει να είναι μία τρελή κωμωδία καταστάσεων. Μόνο που οι καταστάσεις περιγράφονται, δεν συμβαίνουν, με το συγγραφέα να ρίχνει αποκλειστικά το βάρος στη βωμολοχία. Οπότε για ποια κωμωδία καταστάσεων να μιλήσουμε; Η αίσθησή μου είναι πως ο Κιφ προσπάθησε να γίνει Τζο Όρτον αλλά πέρασε και δεν ακούμπησε. Το κείμενο που άκουσα μου φάνηκε ανύπαρκτο. Άχρωμο και ανούσιο.
Η παράσταση. Δεν ξέρω, βέβαια, πόση ευθύνη έχει η σκηνοθεσία… Η Θάλεια Ματίκα, που είχε τη φιλοδοξία να την αναλάβει _ ακουμπώντας σε μία έξυπνη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ _, μοιάζει να σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και να μην έχει ιδέα επί του πρακτέου. Ούτε ως προς τα στοιχειώδη _ πώς θα στήσει στη σκηνή τους ηθοποιούς. Δεν ξέρει πώς να αρχίσει την παράσταση, δεν ξέρει πώς να την κλείσει και στο ενδιάμεσο βγάζει τους ηθοποιούς στη σκηνή, τους παρατάσσει μετωπικά, τα λένε όπως – όπως και… αυτό ήταν. Δεν το πίστευα στα μάτια μου αυτό που έβλεπα. Και δεν το έχω δει πολλές φορές στη ζωή μου. Το μόνο με το οποίο θα μπορούσα να το συγκρίνω είναι κάποιες σχολικές παραστάσεις _ του Δημοτικού… Αφήστε τον αστάθμητο ήχο λόγω του οποίου χάνεις κείμενο, ειδικά από την Άννα Παναγιωτοπούλου.
Βρήκα αφελείς και κοινότοπες τις μουσικές επιλογές του Παναγιώτη Τσεβά και διεκπεραιωτικά τα κοστούμια της Μάρλι Αλειφέρη. Σώζονται μόνο τα ευκίνητα, λειτουργικά και καλόγουστα σκηνικά του Γκάυ Στεφάνου που, φωτισμένα από τον Μπάμπη Αρώνη, παραμένουν αναξιοποίητα σε μία παράσταση που δεν ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει.


Οι ηθοποιοί. Μέσα στη γαλέρα αυτή, αβοήθητοι, οι ηθοποιοί _ οι περισσότεροι ταλαντούχοι _ κάνουν ό,τι ξέρει, ό,τι μπορεί και ό,τι νομίζει ο καθένας. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, που προφανώς έχει συνείδηση του τι συμβαίνει, πλήττει αφόρητα. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης κάνει κωμωδία σαν να ντουμπλάρει κινούμενα σκίτσα. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης κάνει κωμωδία σαν να παίζει σε κινούμενα σκίτσα. Ο σφιγμένος, σαν έτοιμος να σκάσει, Ορέστης Τζιόβας και ο σπασμωδικός Μιχάλης Τιτόπουλος φορτσάρουν μέχρις εξαντλήσεως. Η Τερέζα Γριμάνη και, κυρίως, η Σοφία Φαραζή δεν ξέρουν εντελώς τι κάνουν _ σου πριονίζουν τα νεύρα. Κάτι προσπαθούν ο Σταύρος Σβήγκος και, περισσότερο, ο Τάσος Ιορδανίδης αλλά ούτε αυτοί διασώζονται.
Το συμπέρασμα. Ένα ναυάγιο. Αύτανδρο. Κρίμα.

Θέατρο «Λαμπέτη», 19 Ιουλίου 2013.

No comments:

Post a Comment