«Η Τιμωρία του ακόλαστου ή Ο Ντον Τζοβάνι» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, λιμπρέτο (Τζοβάνι Μπερτάτι, Μολιέρος) Λορέντσο ντα Πόντε / Μουσική διεύθυνση: Οντρέι Όλος. Σκηνοθεσία: Τζον Φούλτζέϊμς (αναβίωση: Αϊλίν Μποζόκ).
Ένας πορωμένος ακόλαστος, ένας έκλυτος αριστοκράτης: ο Ντον Τζοβάνι. Εκατοντάδες οι κατακτήσεις του -τα θύματά του, δηλαδή- στο γυναικείο φύλο -1003 μετράει, στον κατάλογο που κρατάει, ο Λεπορέλο, ο πιστός υπηρέτης και συνεργάτης του στις ακολασίες, που προσπαθεί, όμως, και να βγάλει την ουρά του απ’ έξω. Μία νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, ο Ντον Τζιοβάνι
αποπειράται να βιάσει -αλλά εκείνη ανθίσταται- την Ντόνα Άννα, κόρη του Διοικητή της πόλης -μία πόλη της Ισπανίας-, ο οποίος, ξυπνάει από το θόρυβο και, καθώς σπεύδει να υπερασπιστεί την κόρη του, ο Ντον Τζοβάνι, που, στα σκοτεινά, δεν τον αναγνωρίζουν, τον σκοτώνει και το σκάει. Η Ντόνα Άννα με τον αρραβωνιαστικό της Ντον Οτάβιο θα
κινητοποιηθούν αναζητώντας τον άγνωστο, για να πάρουν εκδίκηση. Στη διαρκή αναζήτησή του είναι, όμως, και το προηγούμενο θύμα του, η Ντόνα Ελβίρα, που δείχνει, πάντως, να τον αγαπάει και να νοιάζεται γι αυτόν. Ο Ντον Τζοβάνι, που δεν ενδιαφέρεται για εκείνη πια, την αποφεύγει αλλά η Ντόνα Ελβίρα τον εντοπίζει στο γλέντι που γίνεται εν όψει ενός χωριάτικου γάμου -του Μαζέτο και της Τσερλίνα- και του χαλάει τα σχέδια να
αποπλανήσει τη μέλλουσα νύφη. Εκεί τον συναντούν και η Ντόνα Άννα με τον Ντον Οτάβιο. Από τα λόγια που ανταλλάσσουν, εκείνη καταλαβαίνει πως ο Ντον Τζοβάνι είναι αυτός που ψάχνουν αλλά εκείνος, πριν το σκάσει, προσπαθεί να τους ρίξει στάχτη στα μάτια -ότι δράστης είναι ο Λεπορέλο. Από τον οποίο ο αδιόρθωτος αριστοκράτης ζητάει να αλλάξουν ρούχα και εκείνος να ερωτοτροπήσει με την Ντόνα Ελβίρα ως Ντον Τζοβάνι, ώστε ο ίδιος, ως Λεπορέλο, να βρει χρόνο να αποπλανήσει την καμαριέρα της. Το σχέδιο
αποτυγχάνει γιατί εμφανίζεται, με τους φίλους του, ο Μαζέτο ο οποίος καταδιώκει αυτόν που προσπάθησε να αποπλανήσει την Τσερλίνα του. Ο ακόλαστος θα τους μπερδέψει και θα ξυλοφορτώσει τον νέο. Ντόνα Άννα, Ντον Οτάβιο, Τσερλίνα και Μαζέτο συναντούν τον -μεταμφιεσμένο σε Ντον Τζοβάνι-
Λεπορέλο και προσπαθούν να τον σκοτώσουν, οπότε εκείνος τους αποκαλύπτεται, όπως και στην εξαπατημένη Ντόνα Ελβίρα. Αφέντης και υπηρέτης τελικά, καταδιωκόμενοι, καταφεύγουν στο νεκροταφείο της πόλης όπου βρίσκονται μπροστά στον τάφο του Διοικητή και το άγαλμά του. Ο Ντον Τζοβάνι, με ασέβεια και θράσος, το καλεί σε δείπνο. Και -ω, του θαύματος!- το άγαλμα συγκατανεύει. Και, όντως, εμφανίζεται στο δείπνο
του Ντον Τζοβάνι όπου του ζητάει να μετανοήσει. Εκείνος αρνείται. Και το άγαλμα τον σέρνει στις φλόγες της κόλασης. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν τη ζωή τους καταλήγοντας στο, μάλλον ειρωνικό, επιμύθιο ότι «ο κακός πηγαίνει στην κόλαση». Ο Αυστριακός Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ συνέθεσε την όπερά του «Η τιμωρία του ακόλαστου ή Ο Ντον Τζοβάνι» (1787), η οποία θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του,
πάνω στο ιταλικό λιμπρέτο του βενετσιάνου συνεργάτη του, ποιητή Λορέντσο ντα Πόντε ο οποίος, ουσιαστικά, μετάπλασε το λιμπρέτο του συγχρόνου του Τζοβάνι Μπερτάτι για την όπερα «Ντον Τζοβάνι ή Ο πέτρινος συνδαιτυμόνας» (1787, επίσης) του Τζουζέπε Γκατσανίγκα, που είχε πολύ πρόσφατα
παρουσιαστεί -θέματα συγγραφικών δικαιωμάτων δεν υφίσταντο τότε- αντλώντας και από το παλαιότερο (1665) έργο του Μολιέρου «Δον Ζουάν ή Το πέτρινο φαγοπότι». Το λιμπρέτο έχει αδυναμίες και είναι αποσπασματικό αλλά η δυνατή ποιητική πνοή και η ευφυΐα του ντα Πόντε του δίνουν πετάγματα που
ο Μότσαρτ τα έχει αρκούντως εκμεταλλευτεί σ΄αυτό το δίπρακτο «παιχνιώδες δράμα» του. Ο βρετανός σκηνοθέτης Τζον Φούλτζέιμς που ανέλαβε την παράσταση (διαδικτυακή πρεμιέρα 2021, ζωντανή πρεμιέρα στην Κοπεγχάγη 2022, αναβίωση σκηνοθεσίας από την ελβετοτουρκικής καταγωγής Αϊλίν Μποζόκ), είχε την ιδέα να
τοποθετήσει ολόκληρη την όπερα σε ένα μεγάλο, σύγχρονο ξενοδοχείο -«ο ‘Ντον Τζοβάνι’ είναι μία αστική όπερα [...] και το ξενοδοχείο, κατά κάποιον τρόπο, είναι μία αστική μικρογραφία» δηλώνει σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στο πρόγραμμα. Πολύ γενικόλογο αυτό το επιχείρημα. Απλώς, για μένα, είναι μία ακόμα ιδέα που συνειρμικά του πέρασε, όπως συμβαίνει πια στους περισσότερους από τους σύγχρονους σκηνοθέτες όπερας. Οι οποίοι, ως κύριο μέλημά τους έχουν, συναγωνιζόμενοι για την πιο «προχωρημένη»
άποψη, να αλλάξουν την εποχή και τον τόπο της όπερας την οποία αναλαμβάνουν, για να μη θεωρηθούν «ξεπερασμένοι». Και, με ευκολία, να στριμώξουν στην ιδέα αυτή το έργο, να το καπελώσουν, ερήμην του λιμπρέτου και όχι να ψάξουν και να ανασύρουν την άποψή τους ΜΕΣΑ από το λιμπρέτο και τη μουσική, όπως είδα να κάνει η Κέιτι Μίτσελ στην «Λουτσία ντι Λαμερμούρ». Δηλαδή, άλλα λέγονται και άλλα πράττονται επί
σκηνής. Αυτή τη γραμμή έχει ακολουθήσει ο Τζον Φούλτζέιμς. Ψυχρά και όχι απολύτως λειτουργικά -αλλά πάντως πολύ καλά φωτισμένα από την Ιταλίδα Φαμπιάνα Πιτσόλι (σε αναβίωση από τον Βρετανό Νιλ Μπρίνκγουρθ)- βρήκα τα σκηνικά του Βρετανού Ντικ Μπερντ -κακόγουστο το ψυγείο με τα σφαχτάρια και το, α λα Μάφια, κρεμασμένο πτώμα του Διοικητή-, χωρίς χαρακτήρα και αισθητική τα κοστούμια της Ιρλανδής Άνμαρι Γουντς -ανεκδιήγητες οι περούκες, ιδιαίτερα η κοκκινομάλλικη του Λεπορέλο
και αυτές του προσωπικού του ξενοδοχείου, που παραπέμπουν στον Σποκ του «Star Trek»...- και εξυπηρετικά τη χορογραφία της Βρετανής Μαξίν Μπρέιαμ και το σχεδιασμό των βιντεοπροβολών από τον, επίσης, Βρετανό Ουίλ Ντιουκ. Αντίθετα, θετικότατο κρίνω, το μουσικό αποτέλεσμα. Ο Σλοβένος Οντρέι Όλος οδήγησε αποφασιστικά σε ένα στιβαρό αποτέλεσμα την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δικαιολογώντας τους κάπως γρήγορους ρυθμούς που ακολούθησε και αρμονικά συμπλέοντας με τους ερμηνευτές. Ικανοποιητική και η Χορωδία της
ΕΛΣ με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο. Φωνητικά, κορυφαία της παράστασης, η ρουμάνα σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Ντόνα Ελβίρα). Είχα πολύ καιρό να την ακούσω σε τέτοια φόρμα -φωνή ώριμη, γεμάτη. Υποκριτικά συμπαθής. Καλύτερη, υποκριτικά, και πολύ καλή φωνητικά η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη (Ντόνα Άννα). Μουσικότατη και σωστή υποκριτικά αλλά με «μικρή» φωνή η μέτζο Μιράντα Μακρυνιώτη (Τσερλίνα). Ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας στο ρόλο του Ντον Οτάβιο, που του πηγαίνει, θα μου άφηνε εξαιρετικές εντυπώσεις αν δεν παρουσίαζε αδυναμίες στην απαιτητική άρια της δεύτερης
πράξης «Il Mio Tesoro» («Ο θησαυρός μου»). Συμπαθητικός ο βαρύτονος Νίκος Κοτενίδης (Μαζέτο) και πολύ καλός ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Διοικητής). Ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης δεν είναι ο ιδανικός Λεπορέλο: με φωνή κάπως αποξηραμένη και βαρύς υποκριτικά, με μείον τη φριχτή περούκα που του έχουν φορέσει. Ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης έχει φωνή καλή και γεμάτη αλλά δεν έχει, πιστεύω, το μέγεθος -υστερεί και στην κίνηση- και θέλει πολλή δουλειά για να πείσει ως ακόλαστος Ντον Τζιοβάνι -περισσότερο «Κόκκινα φανάρια» μου θύμιζε. Μία παράσταση που δεν με ενθουσίασε (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Άψογο, όπως, πάντα, το έντυπο δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας ΕΛΣ, υπεύθυνος Νίκος Α. Δοντάς-, με αφιέρωμα -χωρίς φωτογραφία του...- στον σκηνογράφο Γιάννη Καρύδη -κείμενο «Γιάννης Καρύδης: Ο πρώτος σκηνογράφος του ‘Ντον Τζοβάννι’ στην Εθνική Λυρική Σκηνή» της Σοφίας Κομποτιάτη. Διατίθεται, επίσης, το λιμπρέτο του Λορέντσο ντα Πόντε στην εξαιρετική μετάφραση των Μαρίας Λαϊνά, Αλεξάνδρας Πλαστήρα (Εθνική Λυρική Σκηνή, 2006), η οποία χρησιμοποιείται και στους υπέρτιτλους).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή Εθνική Λυρική Σκηνή-Όπερα του Γκέτεμποργκ-Βασιλική Όπερα της Δανίας, 25 Οκτωβρίου 2022.
No comments:
Post a Comment