«Όπως πάει το ποτάμι» του Μάρτιν Σέρμαν / Σκηνοθεσία: Γιάννης Λεοντάρης
Ο Μπο (Μπόρεγκαρντ), Αμερικανός -γέννημα θρέμμα της Νέας Ορλεάνης- ομοφυλόφιλος, τζαζ πιανίστας, ακομπανιατέρ, τη δεκαετία του ’60, της -υπαρκτό πρόσωπο- τραγουδίστριας-θρύλου των καμπαρέ Μέιμπελ Μέρσερ, που τα τραγούδια της μιλούσαν για χαμένους εραστές οι οποίοι δεν ήταν, στην
πραγματικότητα, παρά εραστές των ομοφυλόφιλων που της έγραφαν τα τραγούδια και, αυτό, οι ομοφυλόφιλοι του κοινού της το εισέπρατταν, ζει εδώ και χρόνια, μόνος, στο Λονδίνο. Είναι 2001, το Διαδίκτυο στις αρχές του και οι
πλατφόρμες γνωριμιών κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Μέσα από μία τέτοια πλατφόρμα γνωρίζεται με τον νεαρό ασκούμενο δικηγόρο Ρούφους που του αρέσει να κάνει σεξ με μεγάλης ηλικίας άντρες. Συναντιούνται στο διαμέρισμά του. Σκοπός τους, ένα one night stand. Ο Μπο είναι 61, ο Ρούφους είναι 28. Ο νεαρός γοητεύεται από το μεσήλικα. Και, παρά τις επιφυλάξεις του Μπο για το ηλικιακό χάσμα, το one night
stand εξελίσσεται σε σχέση. Σχέση αγάπης, στοργής και κατανόησης. Στον Ρούφους, που είναι διπολικός, εξ ου και έχουν κάποιες δύσκολες στιγμές, αρέσουν πολύ τα παλιά -τα 50’s, 60’s... Και ζητάει συνέχεια να μάθει από τον Μπο για την Μέρσερ, το συγγραφέα Τζέιμς Μπάλντουιν που υπήρξε φίλος του, για την εποχή, για τα προσωπικά του... Και τον βιντεοσκοπεί. Ο Μπο ανάκατα θυμάται πώς έφυγε, στα 21 του, αρχές της δεκαετίας του ’60, από την
Νέα Ορλεάνη στην Νέα Ιόρκη, διωγμένος, ουσιαστικά, από τον πατέρα του, άνθρωπο της νύχτας, όταν εκείνος ανακάλυψε ότι ο Μπο είναι «συκιά», τρέχει στα γκέι μπαρ και «εκθέτει» την οικογένειά του. Θυμάται πώς ξαναγύρισε στην Νέα Ορλεάνη, το 1973, με την αγάπη του, τον Κιπ, που τον γνώρισε το 1970, στο Σαν Φρανσίσκο -ένα χρόνο μετά τις Ταραχές του Στόουνγουολ, που έγιναν στην Νέα Ιόρκη, όταν ξεσηκώθηκαν οι γκέι, μετά από μία επιδρομή της αστυνομίας
εναντίον τους- και πώς ο Κιπ, που τόσο ήθελε να γνωρίσει την πόλη του Μπο, χάθηκε εκεί, με θάνατο φρικτό, στον αποτρόπαιο εμπρησμό του γκέι μπαρ «Άπστερς Λαντζ» που στοίχισε τη ζωή σε 31 άτομα. Θυμάται πώς το 1984 γνώρισε στο Παρίσι, όπου είχε εγκατασταθεί πια, τον Τζορτζ, ερασιτέχνη του θεάτρου, με τον οποίο τα καλοκαίρια έρχονταν για διακοπές στην Ελλάδα και πώς ο Τζορτζ χάθηκε από AIDS στην αγκαλιά του. Πάνω στα επτά χρόνια της σχέσης τους, ο Ρούφους -που έχει προτείνει στον
Μπο γάμο αλλά εκείνος, πάντα με τους φόβους του για την τεράστια διαφορά ηλικίας τους, έχει αρνηθεί- θα γνωρίσει τον Χάρι, έναν νεότερό του ντραγκ κουίν περφόρμερ, θα ερωτευτούν, θα κάνουν δεσμό αλλά ο Ρούφους θα συνεχίσει, αν και η ερωτική τους σχέση έχει σβήσει, να ζει με τον Μπο -ο οποίος έχει
δυσκολευτεί αλλά, τελικά, έχει αποδεχτεί τη σχέση Ρούφους-Χάρι, η ωριμότητα κατανοεί...- για άλλα τρία χρόνια. Όταν μετακομίσει για να μείνει με τον Χάρι, θα αποφασίσουν να παντρευτούν και θα ζητήσουν από τον Μπο να γίνει ο κουμπάρος τους. Και εκείνος θα το δεχτεί. Και, όταν
υιοθετήσουν ένα κοριτσάκι -μωρό-, ο Μπο θα βρεθεί στοργικά να το νανουρίζει -c' est la vie... Είναι πια 2014. Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια. Ο Αμερικανός Μάρτιν Σέρμαν έγραψε (2014, πρώτη παράσταση 2017) το «Όπως πάει το ποτάμι» -ο τίτλος από ένα παραδοσιακό τραγουδάκι για παιδιά- χρησιμοποιώντας στοιχεία, πιστεύω, αυτοβιογραφικά.
Και επιδιώκοντας να μιλήσει, μέσα από τις οκτώ σκηνές του έργου, που τις δένουν σημαδιακά τραγούδια της Μέιμπελ Μέρσερ, για τις ερωτικές σχέσεις των γκέι, για τα προβλήματα της συμβίωσης δύο ανθρώπων που τους χωρίζει ηλικιακό χάος, για τη φθορά της ηλικίας, χωρίς να αφήσει απέξω τα παθήματά των ομοφυλόφιλων από τo ρατσισμό και τις διώξεις -ο Μάρτιν Σέρμαν του «Bent», μην το ξεχνάμε- έως το AIDS αλλά και τους αγώνες τους, στις ΗΠΑ
τουλάχιστον, για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους. Όλα αυτά χωρίς επιθετικότητα, ντυμένα με κατανόηση, με τρυφερότητα, με αγάπη, με χιούμορ αλλά και με μία ανεπαίσθητη μελαγχολία. Ο τρόπος που ο Μπο αντιμετωπίζει την κρίση του διπολικού Ρούφους, η γαβάθα με το παγωτό που πάνω της ξεσπά τους λυγμούς
του -ναι, ισχύει...- όταν ο Ρούφους με τον Χάρι φεύγουν από το σπίτι στο τέλος της έκτης σκηνής, το νανούρισμα του μωρού στο φινάλε με το «Όπως πάει το ποτάμι»... κομίζουν μία λεπτή, ποιητική συγκίνηση από ένα συγγραφέα που έχει βιώσει, προφανώς, τις καταστάσεις αυτές αλλά και ο οποίος έχει την ικανότητα, εμπλουτίζοντας το έργο με λεπτομέρειες που μοιάζουν, αρχικά, άχρηστες, να του προσδίδει πάλλουσα θεατρικότητα. Δεν μπορώ να αγνοήσω,
βέβαια, ότι το έργο, αφότου εμφανίζεται ο Χάρι, μοιάζει, κατά τη γνώμη μου, να αδυνατίζει δραματουργικά αλλά ο Σέρμαν δεν χάνει το έλεγχο. Ο Γιάννης Λεοντάρης έπιασε το κείμενο αυτό, που έχει μεταφράσει, με απόλυτη επάρκεια, ο Αντώνης Πέρης, το γείωσε και το απογειώνει με λεπτότητα και με εξαίρετους ρυθμούς, μέσα στο αποτελεσματικό -φωτισμένο από τον
Νίκο Βλασόπουλο- σκηνικό, με τα κοστούμια και με τα βίντεο που σχεδίασε η Μικαέλα Λιακατά. Και αν ο Δημήτρης Ροΐδης μοιάζει κάπως άπειρος, ακόμα, ως Χάρι, ο Μάνος Καρατζογιάννης-Ρούφους έχει ωριμάσει με θετικό πρόσημο -σημαίνει το λόγο του. Εκείνος, όμως, που εκτοξεύει την παράσταση είναι ο Περικλής Μουστάκης. Γεμάτος, συγκινημένος, με μία λεπτή αυτοειρωνεία που εξορκίζει το μελό, δίνει με τον Μπο έναν από τους καλύτερους ρόλους του. Ειδικά οι -μαγνητοσκοπημένοι ή ζωντανοί- μονόλογοί του
όπως για τον εμπρησμό του γκέι μπαρ και για τον σύντροφό του που χάθηκε από AIDS χαράζονται στη μνήμη. Γιατί είναι συγκλονιστικοί. Μία δυνατή παράσταση (Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας).
(Το καλόγουστο, με επαρκέστατα για την εποχή στοιχεία, έντυπο πρόγραμμα της παράστασης θα κέρδιζε πόντους, αν είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη μετάφραση των ξένων κειμένων).
Θέατρο «Σταθμός», «Lead-In-Arts» Α.Μ.Κ.Ε., 12 Φεβρουαρίου 2022.
No comments:
Post a Comment