December 15, 2017

Tip: «Η επανένωση της Βόρειας με την Νότια Κορέα (II)»


Μουσική Υπογείου ή Αγάπη στα κάγκελα 


Ο Ζοέλ Πομρά συγκαταλέγεται, όπως, αποδεικνύεται, ιδιαίτερα φέτος, μετά το «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου» που, πρόσφατα, είδαμε στην «Στέγη», στους κορυφαίους του γαλικού και, γενικότερα, του παγκόσμιου θεάτρου. Ο τρόπος του να εκφράζει με τον πιο λιτό τρόπο τα ουσιώδη είναι, κατά τη γνώμη μου, μοναδικός. Στην «Επανένωση της Βόρειας με την Νότια Κορέα» (2013), που παίζεται για δεύτερη χρονιά, σε ανανεωμένο -εξ ου και το (II) του τίτλου- ανέβασμα και με ευρύτατα ανανεωμένη τη διανομή, στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης», άξονάς του -αν και, βασικά, συγγραφέας με πολιτική θέση- εδώ 
είναι η αγάπη. Πάσης φύσεως. Αλλά η αγάπη ως παρερμηνεία, η αγάπη ως αδιέξοδο -ανέφικτη όσο και η επανένωση, σήμερα, των δύο Κορεών. Με είκοσι σκετς/σκηνές, από τα οποία η ελληνική παράσταση έχει κρατήσει τα έντεκα -μία γυναίκα που ζητάει διαζύγιο μετά από 30 χρόνια γάμου γιατί στο γάμο της «δεν υπάρχει αγάπη» (η πρώτη, καθηλωτική, σκηνή που δίνει το έναυσμα αλλά και το στίγμα του σπονδυλωτού αυτού έργου), δύο λεσβίες που χωρίζουν/δεν χωρίζουν, μία πόρνη που έχει ερωτευτεί τον τακτικό πελάτη της τον οποίο, εμβρόντητη, ακούει να της αναγγέλλει ότι παντρεύεται και θα σταματήσει να την επισκέπτεται, ο γαμπρός που λίγο πριν αρχίσει ο γάμος αποκαλύπτεται ότι έχει «παίξει» και με τις τέσσερις αδελφές της μέλλουσας γυναίκας του, μία έγκυος τρόφιμος ψυχιατρικής μονάδας που ο γιατρός της προσπαθεί να την πείσει να κάνει 

έκτρωση, ένας δάσκαλος που οι γονείς ενός μαθητή του τον κατηγορούν για ασέλγεια πάνω στο αγόρι τους το οποίο εκείνος απλώς περιέθαλψε, ένας σύζυγος ο οποίος επισκέπτεται στο άσυλο τη γυναίκα του που την έχει πλήξει το Αλτσχάιμερ κι εκείνη δεν τον αναγνωρίζει πια, μία υστερική που την πέφτει στο γιατρό του πατέρα της ο οποίος μόλις έχει πεθάνει, ενώ ταυτόχρονα του αναγγέλλει και τον προσεχή γάμο της, μία γυναίκα που αποκοιμήθηκε στο γραφείο συναδέλφου της στον οποίο προσάπτει, ενώ εκείνος το αρνείται κατηγορηματικά, ότι την παρενόχλησε 

σεξουαλικά στο ύπνο της αλλά ότι το… ευχαριστήθηκε, μία πόρνη του δρόμου που την μαχαιρώνει ένας πελάτης της…-, σκηνές σύντομες, κατά βάση, σαν ψηφίδες, που, συνήθως, κόβονται απότομα, χωρίς η ιστορία να εξελιχθεί, ο Πομρά συνθέτει ένα ψηφιδωτό πικρό αλλά και με χιούμορ -ειρωνικό χιούμορ που, κάποτε, αγγίζει, το παράλογο. Οι «φέτες» αυτές, καθώς 


συναρμολογούνται, αποκαλύπτουν ένα υπόβαθρο των σημερινών ηθών γύρω από τα θέματα αγάπη, έρωτας, σεξ… και ενσωματώνονται σε μία τοιχογραφία. Μία τοιχογραφία επιφανειακά επιπόλαιη αλλά ουσιαστικά βαθειά και, εν συμπεράσματι, πολιτική και πάλι -εύκολος ο συνειρμός με το, επίσης σπονδυλωτό, «Γαϊτανάκι» του Άρτουρ Σνίτσλερ, που καταγράφει τα ερωτικά ήθη της βιενέζικης κοινωνίας της εποχής του (1897). Ο Πομρά υποδόρεια, στην «Επανένωση», κάνει μουσική. Μουσική δωματίου -ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα… Αυτό το συνέλαβε αμέσως ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Μαστοράκης -κατεξοχήν γνώστης της μουσικής σε ευρύτατη γκάμα. Δεν είναι μόνον οι υπέροχες μουσικές που διάλεξε για να δέσει, μεταξύ τους, τους σπονδύλους του πομρανικού κειμένου ή για να το υπογραμμίσει -διακριτικά- κάποιες στιγμές. Είναι, κυρίως, η μουσική που ανέσυρε από το ίδιο το κείμενο -μέσα από την άριστη μετάφραση της Μαριάννας Κάλμπαρη: η παράστασή του μουσικήν ποιεί εκεί στο «Υπόγειο» -για την ακρίβεια, μουσική δωματίου. Ο λαβύρινθος με τα κάγκελα δικαστηρίου όπου έκλεισε τους ήρωες του έργου -ο εγκλωβισμός των συναισθημάτων με κάγκελα που θέτει η κοινωνία, η υποχρέωση σε κάτι σαν απολογία τους από εδωλίου για τα
συναισθήματά τους (η επιμέλεια του, έξοχα φωτισμένου από την Στέλλα Κάλτσου, σκηνικού είναι του Αλέξανδρου Λαγόπουλου), το ψυχρό, αποστασιοποιητικό στήσιμο όλων των ηθοποιών, καθισμένων, στο βάθος της σκηνής και όταν δεν παίζουν, η μηχανική, με «γωνίες», αυστηρή κίνηση που επιμελήθηκε η Βάλια Παπαχρήστου και που σαν να μετατρέπει τους ανθρώπους του έργου σε ρομπότ, σε μαριονέτες, σε ανθρωπάκια α λα Γαΐτης, το 
όλο στιλιζάρισμα, τα ουδέτερα, κομψά βραδινά ενδύματα της Κλαιρ Μπρέισγουελ -όλα- συντελούν στο συνεπές αποτέλεσμα: μία ψυχρή ματιά σαν από μικροσκόπιο, σαν σε εργαστήριο, σαν σε γυάλα, όπου, όμως, μέσα της τα αισθήματα, όσο κρατάει η κάθε σκηνή, θερμαίνονται, σχεδόν πυρακτώνονται. Ο Νίκος Μαστοράκης βρήκε θερμούς υποστηρικτές της γραμμής που επέλεξε τους εξαίρετους ηθοποιούς του. Όλοι -άπειρη, ακόμα, αλλά ενσωματωμένη η νεαρή, μαθήτρια της δραματικής σχολής του «Θεάτρου Τέχνης» Άλκηστις Ζηρώ-, σε όλες τις σκηνές που συμμετέχουν το αποδεικνύουν υπερασπιζόμενοι τη φυσικότητα στο παίξιμό τους αλλά ο καθένας έχει και τα σόλι του στα οποία εκτινάσσεται: ο Γεράσιμος Γεννατάς ως δάσκαλος, ο Κλέων Γρηγοριάδης ως σύζυγος της γυναίκας με το Αλτσχάιμερ, η Ιωάννα Μαυρέα στο Διαζύγιο -συγκλονιστικά λιτή- αλλά και στον Γάμο όπου η κωμίκα που κρύβει μέσα της αναδύεται, η Λουκία Μιχαλοπούλου στην ψυχικά διαταραγμένη έγκυο, η Κωνσταντίνα Τάκαλου στην υστερική -απολαυστική- αλλά και στην πόρνη α λα 


Λούλου του φινάλε, η Θεοδώρα Τζήμου στην μάνα του μαθητή -νομίζω το μεγαλύτερο επίτευγμα της παράστασης, μου δημιουργούσε την επιθυμία να σηκωθώ να την πλακώσω στα 


χαστούκια-, ο ώριμος πια, ακριβέστατος -ακριβέστερος, ίσως, όλων- Θάνος Τοκάκης στον πελάτη της πόρνης… Πρέπει να δείτε 


ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ την παράσταση αυτή! Είναι, κατά τη γνώμη μου, από τις καλύτερες που παίζονται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

No comments:

Post a Comment