Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε για το -εξαιρετικά αναμορφωμένο- περιοδικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «Πρώτο Πλάνο» και δημοσιεύτηκε στο τεύχος του 297 (6/11/2017) με αφορμή την προβολή, στο πλαίσιο του 58oυ Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, της ταινίας της Μπάρμπαρα Άλμπερτ «Mademoiselle Paradis». Το αναρτώ, με ελάχιστες αλλαγές, και στο totetatokoudouni.blogspot.com.
«Ρεσιτάλ πιάνου του κ. Γ. Θέμελη δίδεται σήμερον Σάββατον, 8.30΄ μ.μ., εις το Ωδείον Ηρώδου του Αττικού, παρουσία της πριγκιπίσσης Ειρήνης. Ο καλλιτέχνης θα εκτελέση πρόγραμμα που περιλαμβάνει αποκλειστικώς έργα Σοπέν». («Καθημερινή», 2 Ιουλίου 1966).
Ο τυφλός πιανίστας! Τον θυμάμαι. Πολύ καλά, Ειδικευμένος στον Σοπέν. Να δίνει ρεσιτάλ στο Ηρώδειο, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 -το τελευταίο το έδωσε το 1995- λίγο πριν από την έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών -«εκτός Φεστιβάλ». Και στον Παρνασσό. Και να συμπράττει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Έβγαινε στη σκηνή συνοδευόμενος, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε με το βλέμμα στο κενό.
Δεν ήταν ο μόνος. Δεν ήταν ο πρώτος. Η ταινία της Αυστριακής Μπάρμπαρα Άλμπερτ «Mademoiselle Paradis» (2017), που θα προβληθεί στο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Στην αρχή ήταν η νυχτερινή μουσική» (2010) της Γερμανίδας Αλίσα Βάλζερ (κόρης του κορυφαίου πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα Μάρτιν Βάλζερ), έρχεται να μας θυμίσει μία πολύ παλαιότερη ανάλογη περίπτωση: της Βιεννέζας Μαρία Τερέζια φον Παραντίς (1759-1824).
Δεν ήταν ο ευρωπαϊκός 18ος αιώνας ο πιο φιλικός για τις γυναίκες. Όσο και αν είχαν κάνει αρκετά βήματα, όσο και αν η παρουσία τους ήταν σεβαστή πια -στους κύκλους της αριστοκρατίας και της αστικής τάξης, τουλάχιστον-, όσο και αν γυναίκες είχαν ανέλθει -κληρονομικώ δικαιώματι, βέβαια, ή λόγω συγκυριών- σε ευρωπαϊκούς θρόνους, οι ικανότητες της γυναίκας συνέχιζαν να αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση και βασικός σκοπός της ύπαρξής της θεωρούνταν η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών. Οι γυναίκες που ξέφευγαν από τον κανόνα ή τον ξεπερνούσαν ήταν οι εξαιρέσεις. Και οι δρόμοι δεν τους ήταν ανοιχτοί.
Γυναίκα πιανίστα και συνθέτρια, τα χρόνια εκείνα, καθόλου συνηθισμένο δεν ήταν. Η Μαρία Τερέζια φον Παραντίς ήταν, επιπλέον, τυφλή. Αυτό, βέβαια, μπορεί να την καθιστούσε για τους συγχρόνους της απλώς ατραξιόν -«η τυφλή που παίζει πιάνο»- αλλά η Παραντίς είχε την τύχη -κι αυτό τη βοήθησε στην καριέρα της- να ανήκει στην ανώτερη τάξη: κόρη του Γιόζεφ φον Παραντίς, υπουργού Εμπορίου της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και αυλικού συμβούλου -γυναίκα, επίσης, βασίλευε, τότε, στην Αυστρία και στις υποτελείς της χώρες, η Μαρία Θηρεσία των Αψβούργων, προς τιμήν της οποίας είχαν δώσει στο κοριτσάκι και το όνομά του- γεννήθηκε στην Βιέννη, το 1759. Αν και τυφλώθηκε από παιδάκι ακόμα -ανάμεσα στα δύο και στα πέντε της χρόνια-, από παιδάκι
την έλκυσε και η μουσική. Ίσως η στέρηση της όρασης είχε εντατικοποιήσει, είχε ακονίσει την ακοή και τη μνήμη της. Εντυπωσιασμένη από τις επιδόσεις του παιδιού-θαύματος, η Μαρία Θηρεσία τη στήριξε να αποκτήσει μία ευρεία μουσική -αλλά και γενική- παιδεία ενώ αργότερα της έκοψε και επίδομα. Διδάχτηκε πιάνο, τραγούδι, θεωρία και σύνθεση από διακεκριμένους δασκάλους. Ανάμεσα τους, και ο Αντόνιο Σαλιέρι, που ήδη από το 1773, όταν η Μαρία Τερέζια ήταν μόλις στα 14 της, της αφιέρωσε το μόνο Κοντσέρτο για όργανο που έγραψε. Πιστεύεται πως κοντσέρτα για πιάνο έγραψαν ειδικά για την φον Παραντίς και ο Χάιντν και ο Μότσαρτ -πιθανόν το αρ. 18- με τον οποίο διατηρούσε οικογενειακή σχέση.
Η Μαρία Τερέζια φον Παραντίς έζησε την περίοδο που το μπαρόκ είχε πια δώσει τη θέση του, στον γερμανόφωνο χώρο, στον κλασικισμό ο οποίος κάλπαζε προς την αποθέωσή του. Επιπλέον, ευτύχησε να ζήσει στην ίδια πόλη -την Βιέννη-, τα ίδια, πάνω-κάτω, χρόνια, με τον Χάιντν, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν… Προικισμένη με εξαιρετική μνήμη -λεγόταν ότι είχε απομνημονεύσει γύρω στα 60 κοντσέρτα για πιάνο και πλήθος άλλα κομμάτια-, από τα 16 της είχε αρχίσει να δίνει συναυλίες, ως πιανίστα και τραγουδίστρια, σε αίθουσες συναυλιών αλλά και ιδιωτικά, σε βιεννέζικα σαλόνια της αριστοκρατίας και σε παλάτια -συχνά την αποκαλούσαν «η τυφλή γητεύτρα». To 1783, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τον οικογενειακό φίλο -και πιθανολογούμενο σύντροφό της στη ζωή- , λιμπρετίστα Γιόχαν Ρίντινγκερ ο οποίος επρόκειτο να γίνει και δικός της λιμπρετίστας -διότι η Μαρία Τερέζια συνέθεσε και όπερες!-, ξεκίνησε μία μεγάλη περιοδεία που κράτησε τρία χρόνια και την έκανε γνωστή στην Ευρώπη: Λιντς, Ζάλτσμπουργκ, Φρανκφούρτη, Βόννη, Στουτγκάρδη, Μανχάιμ, Μόναχο, Βέρνη, Γενεύη, Λυόν, Παρίσι -μεγάλη η επιτυχία της, δεκατέσσερις εμφανίσεις πραγματοποίησε εκεί-, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Αμβούργο, Βερολίνο,
Πράγα… Στη διάρκεια της περιοδείας αυτής άρχισε και να συνθέτει, με βασικότερο καρπό έναν κύκλο τραγουδιών, από τα οποία το «Πρωινό τραγούδι ενός φτωχού», με διακριτά τα χαρακτηριστικά του κινήματος «Καταιγίδα και Ορμή» που φούντωσε εκείνη την εποχή στον γερμανόφωνο χώρο ως προάγγελος του ρομαντισμού, έγινε το πιο γνωστό της.
Γυναίκα πιανίστα και συνθέτρια, τα χρόνια εκείνα, καθόλου συνηθισμένο δεν ήταν. Η Μαρία Τερέζια φον Παραντίς ήταν, επιπλέον, τυφλή. Αυτό, βέβαια, μπορεί να την καθιστούσε για τους συγχρόνους της απλώς ατραξιόν -«η τυφλή που παίζει πιάνο»- αλλά η Παραντίς είχε την τύχη -κι αυτό τη βοήθησε στην καριέρα της- να ανήκει στην ανώτερη τάξη: κόρη του Γιόζεφ φον Παραντίς, υπουργού Εμπορίου της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και αυλικού συμβούλου -γυναίκα, επίσης, βασίλευε, τότε, στην Αυστρία και στις υποτελείς της χώρες, η Μαρία Θηρεσία των Αψβούργων, προς τιμήν της οποίας είχαν δώσει στο κοριτσάκι και το όνομά του- γεννήθηκε στην Βιέννη, το 1759. Αν και τυφλώθηκε από παιδάκι ακόμα -ανάμεσα στα δύο και στα πέντε της χρόνια-, από παιδάκι
την έλκυσε και η μουσική. Ίσως η στέρηση της όρασης είχε εντατικοποιήσει, είχε ακονίσει την ακοή και τη μνήμη της. Εντυπωσιασμένη από τις επιδόσεις του παιδιού-θαύματος, η Μαρία Θηρεσία τη στήριξε να αποκτήσει μία ευρεία μουσική -αλλά και γενική- παιδεία ενώ αργότερα της έκοψε και επίδομα. Διδάχτηκε πιάνο, τραγούδι, θεωρία και σύνθεση από διακεκριμένους δασκάλους. Ανάμεσα τους, και ο Αντόνιο Σαλιέρι, που ήδη από το 1773, όταν η Μαρία Τερέζια ήταν μόλις στα 14 της, της αφιέρωσε το μόνο Κοντσέρτο για όργανο που έγραψε. Πιστεύεται πως κοντσέρτα για πιάνο έγραψαν ειδικά για την φον Παραντίς και ο Χάιντν και ο Μότσαρτ -πιθανόν το αρ. 18- με τον οποίο διατηρούσε οικογενειακή σχέση.
Η Μαρία Τερέζια φον Παραντίς έζησε την περίοδο που το μπαρόκ είχε πια δώσει τη θέση του, στον γερμανόφωνο χώρο, στον κλασικισμό ο οποίος κάλπαζε προς την αποθέωσή του. Επιπλέον, ευτύχησε να ζήσει στην ίδια πόλη -την Βιέννη-, τα ίδια, πάνω-κάτω, χρόνια, με τον Χάιντν, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν… Προικισμένη με εξαιρετική μνήμη -λεγόταν ότι είχε απομνημονεύσει γύρω στα 60 κοντσέρτα για πιάνο και πλήθος άλλα κομμάτια-, από τα 16 της είχε αρχίσει να δίνει συναυλίες, ως πιανίστα και τραγουδίστρια, σε αίθουσες συναυλιών αλλά και ιδιωτικά, σε βιεννέζικα σαλόνια της αριστοκρατίας και σε παλάτια -συχνά την αποκαλούσαν «η τυφλή γητεύτρα». To 1783, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τον οικογενειακό φίλο -και πιθανολογούμενο σύντροφό της στη ζωή- , λιμπρετίστα Γιόχαν Ρίντινγκερ ο οποίος επρόκειτο να γίνει και δικός της λιμπρετίστας -διότι η Μαρία Τερέζια συνέθεσε και όπερες!-, ξεκίνησε μία μεγάλη περιοδεία που κράτησε τρία χρόνια και την έκανε γνωστή στην Ευρώπη: Λιντς, Ζάλτσμπουργκ, Φρανκφούρτη, Βόννη, Στουτγκάρδη, Μανχάιμ, Μόναχο, Βέρνη, Γενεύη, Λυόν, Παρίσι -μεγάλη η επιτυχία της, δεκατέσσερις εμφανίσεις πραγματοποίησε εκεί-, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Αμβούργο, Βερολίνο,
Πράγα… Στη διάρκεια της περιοδείας αυτής άρχισε και να συνθέτει, με βασικότερο καρπό έναν κύκλο τραγουδιών, από τα οποία το «Πρωινό τραγούδι ενός φτωχού», με διακριτά τα χαρακτηριστικά του κινήματος «Καταιγίδα και Ορμή» που φούντωσε εκείνη την εποχή στον γερμανόφωνο χώρο ως προάγγελος του ρομαντισμού, έγινε το πιο γνωστό της.
Γυρίζοντας από την περιοδεία το ενδιαφέρον της επικεντρώθηκε στη σύνθεση. Ανάμεσα στο 1786 και στο 1797 συνέθεσε πέντε όπερες -που οι τρεις, τουλάχιστον, ανέβηκαν στη σκηνή-, δύο κοντσέρτα για πιάνο, τρεις καντάτες -η μία αφιερωμένη στη μνήμη του καρατομημένου από την Επανάσταση του 1789 Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ της Γαλλίας, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη της Μαρίας Θηρεσίας, την, επίσης καρατομημένη, Μαρία Αντουανέτα- και άλλα έργα από τα οποία έχουν, τα περισσότερα, χαθεί -δεν κατατάχτηκε, βλέπετε, η Μαρία Τερέζια φον Παραντίς στους μείζονες συνθέτες της εποχής της, φυσικό, ήταν γυναίκα.
Απογοητευμένη από την αποτυχία της όπεράς της «Ρινάλντο και Αλτσίνα», το 1797, στην Πράγα, περιόρισε τη συνθετική της δραστηριότητα και το 1808 ίδρυσε στην Βιέννη δική της μουσική σχολή για νέες, στην οποία αφοσιώθηκε μέχρι το θάνατό της, το 1824. Από το1809, μάλιστα, οι μαθήτριές της έδιναν, μετά πολλών επαίνων, τακτικές δημόσιες συναυλίες. Η φον Παραντίς ενδιαφέρθηκε, όμως, και για την εκπαίδευση των τυφλών και βοήθησε στην ίδρυση της πρώτης μείζονος σχολής για τυφλούς στο Παρίσι.
Η θέση του τάφου της στο κοιμητήριο του Αγίου Μάρκου στην Βιέννη παραμένει άγνωστη. Όπως και του Μότσαρτ, στο ίδιο νεκροταφείο.
Η Μαρία Τερέζια -Ρέζι για τους δικούς της- είχε υποβληθεί, όταν ήταν νέα, σε διάφορες θεραπείες για την επαναφορά της όρασής της. Προς το τέλος του 1776 και μέχρι το μέσον, περίπου, του 1777 οι γονείς της την εμπιστεύτηκαν στον πρωτοπόρο για την εποχή του γερμανό γιατρό Φραντς Άντον Μέσμερ που εφάρμοζε μία δική του μέθοδο, με βάση τη λειτουργία των μαγνητικών πεδίων, την οποία ονόμαζε «ζωικό μαγνητισμό». Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν θεαματικά: η Ρέζι άρχισε να βλέπει. Αλλά, παράλληλα, άρχισε να βλέπει τη δεξιότητά της στο πιάνο να αμβλύνεται. Υπό την απειλή
να ακυρωθεί το επίδομα της Μαρίας Θηρεσίας, οι αυταρχικοί γονείς της, παρά τη θέλησή της, διακόπτουν τη θεραπεία και την αποκόβουν από τον Μέσμερ. Η 18χρονη, τότε, κοπέλα θα επανέλθει στο σκοτάδι της και στην καριέρα της ενώ οι Βιεννέζοι κατηγορούν για τσαρλατάνο τον Μέσμερ που φεύγει από την Βιέννη. Αυτή, ακριβώς, την περίοδο στη ζωή της Μαρία Τερέζια φον Παραντίς πραγματεύεται η ταινία της Αυστριακής Μπάρμπαρα Άλμπερτ -στον επώνυμο ρόλο η Ρουμάνα Μαρία Ντράγκους. Ο μεσμερισμός -η επίδραση του αμφισβητούμενου Μέσμερ- κράτησε μέχρι το μέσον του επόμενου -19ου- αιώνα, οπότε και εξελίχθηκε στη θεραπεία με ύπνωση. Έτσι επιβεβαιώθηκε η σημασία του αυστριακού γιατρού στην πρόοδο της ιατρικής. Πολύ αργά για εκείνον. Είχε πεθάνει το 1815.
να ακυρωθεί το επίδομα της Μαρίας Θηρεσίας, οι αυταρχικοί γονείς της, παρά τη θέλησή της, διακόπτουν τη θεραπεία και την αποκόβουν από τον Μέσμερ. Η 18χρονη, τότε, κοπέλα θα επανέλθει στο σκοτάδι της και στην καριέρα της ενώ οι Βιεννέζοι κατηγορούν για τσαρλατάνο τον Μέσμερ που φεύγει από την Βιέννη. Αυτή, ακριβώς, την περίοδο στη ζωή της Μαρία Τερέζια φον Παραντίς πραγματεύεται η ταινία της Αυστριακής Μπάρμπαρα Άλμπερτ -στον επώνυμο ρόλο η Ρουμάνα Μαρία Ντράγκους. Ο μεσμερισμός -η επίδραση του αμφισβητούμενου Μέσμερ- κράτησε μέχρι το μέσον του επόμενου -19ου- αιώνα, οπότε και εξελίχθηκε στη θεραπεία με ύπνωση. Έτσι επιβεβαιώθηκε η σημασία του αυστριακού γιατρού στην πρόοδο της ιατρικής. Πολύ αργά για εκείνον. Είχε πεθάνει το 1815.
*Ευχαριστώ για τη βοήθεια τον μουσικολόγο, κριτικό μουσικής της «Καθημερινής» Νίκο Α. Δοντά.
Εξαιρετική δημοσίευση, η ιστορία επαναλαμβάνετε
ReplyDeleteεν μέρη με τα κωφά παιδιά τώρα!!!
Σας ευχαριστώ
ReplyDelete