December 24, 2017

Μπλέξαμε Γιαπονέζους και Κινέζους μας…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 24 Δεκεμβρίου 2017 
Σε festive mood…

Ο τίτλος από ελληνικό περιοδικό: «Shopping σε festive mood στο νέο gourmet spot» (Τρεις οι ελληνικές -οι εντελώς απαραίτητες- επί, συνολικώς, οκτώ λέξεων). Και στο κειμενάκι: high class χώρος, το νέο εντυπωσιακό deli spot, artisanal παραγωγής, focus στη βιτρίνα, στο βάθος highlight…
Καλέεεεε;;!!! Ή, έστω, για να γίνομαι αντιληπτός, OMG!
All the world’s a stage… (Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…).


Η εκτίμησή μου για το θέατρο «Πορεία», την εταιρία θεάτρου «Δόλιχος» που στεγάζεται εκεί και που το 2018 κλείνει τα είκοσι χρόνια της, τον Δημήτρη Τάρλοου (φωτογραφία:  Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ) - που τη δημιούργησε κι αγόρασε, στη συνέχεια, το «Πορεία» για να το διαμορφώσει σ’ ένα πανέμορφο, λειτουργικότατο θέατρο- και τους συνεργάτες του είναι δεδομένη. Απ’ αρχής. Για τη συνέπεια στο ρεπερτόριο -αδιάφορο αν κάποια παράστασή τους μου αρέσει ή αν κάποια δε μου αρέσει-, για τους εκλεκτούς που το «Πορεία» καλεί να συνεργαστούν μαζί του, για την οργάνωσή του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, για την εξυπνάδα αλλά και το μέτρο στην προώθηση της δουλειάς του, για την άψογη ενημέρωση και τις δημόσιες σχέσεις του, για τα δελτία Τύπου, για τη διαρκή ετοιμότητα στις απαιτήσεις των καιρών και τη μηδέποτε επανάπαυσή του, για τα εξαίρετα, τεκμηριωμένα, καλαίσθητα έντυπα προγράμματά του, για τις σχέσεις της εργοδοσίας με τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί - καλλιτέχνες και προσωπικό- και για την απόλυτη, απ’ όσα μαθαίνω, τυπικότητα στις υποχρεώσεις της και μάλιστα σε καιρούς που η δουλειά στο θέατρο, επί σκηνής ή περί την σκηνή, έχει καταντήσει χόμπι -ναι, ο Τάρλοου διαθέτει οικονομική άνεση αλλά ξέρω κι άλλους εργοδότες που, επίσης, διαθέτουν...-, για την ποιότητα των υπηρεσιών που το «Πορεία» προσφέρει στους θεατές του...
Τα τελευταία που έχουν προστεθεί κι αυξάνουν την εκτίμησή μου: οι αγγλικοί υπέρτιτλοι που ξεκίνησαν, απ’ την «Αγριόπαπια» (φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου) που χει ανεβάσει φέτος, εκεί, ο Δημήτρης Τάρλοου, να συνοδεύουν τις παραστάσεις του κάθε Πέμπτη -βλέμμα διορατικό για το μέλλον και για το θέατρό μας που θα πρέπει να πάψει ν απευθύνεται αποκλειστικά στο ελληνικό κοινό αλλά να ξανοιχτεί και στους ξένους επισκέπτες μας- και η ιστοσελίδα του «Πορεία». Τη γνώριζα, δεν είναι καινούργια, αλλά, τυχαία, ενώ έψαχνα κάτι για μια παλαιότερη παράσταση του Λεωνίδα Τριβιζά, οδηγήθηκα εκεί: υπάρχει έως και «σύντομη ιστορική αναδρομή» για το θέατρο -που ο Δημήτρης Τάρλοου κράτησε το αρχικό όνομά του-, από κτήσεώς του κι όχι μόνο αφότου ο «Δόλιχος» εγκαταστάθηκε εκεί, όπου δεν έχουν ξεχάσει ούτε τον Αλέξη Δαμιανό που δημιούργησε το «Πορεία» το 1960, ούτε το «Studio» του Σωκράτη Καψάσκη που στεγάστηκε, κατόπιν, εκεί και στέγασε τα κινηματογραφικά μας όνειρα, ούτε τον Λεωνίδα Τριβιζά που το επανέφερε, για χάρη του «Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου» του, στη θεατρική χρήση του, ούτε τον Βασίλη Παπαβασιλείου που πέρασε, στη συνέχεια, από ’κει με την «Εποχή» του... Αυτός ο σεβασμός στο παρελθόν με συγκίνησε και με ώθησε να ψάξω καλύτερα την ιστοσελίδα του «Πορεία»
-«Πορεία at Victoria», όπως, πια, έχει μετονομαστεί το θέατρο, δίνοντας το τοπογραφικό του στίγμα (κοντά στην πλατεία Βικτωρίας) αλλά και προσφυώς παίζοντας με το @victoria. Και ανακάλυψα την καλύτερη και πληρέστερη ιστοσελίδα ελληνικού θεάτρου -αν όχι καλύτερη και πιο λειτουργική, τουλάχιστον ισάξια με την εντυπωσιακά αναβαθμισμένη του Εθνικού Θεάτρου: εξαιρετικά καλαίσθητα σχεδιασμένη κι όσο δεν πάει ενημερωμένη. Μπράβο σ’ αυτούς που τη σχεδίασαν και σ’ αυτούς που την ενημερώνουν. Απολαύστε την!



Όταν ήμουνα μικρός μπέρδευα τους Κινέζους με τους Γιαπονέζους. Να μη σας πω ότι ακόμα το παθαίνω καμιά φορά… Νομίζω το ίδιο έπαθε κι ο -εγνωσμένου μεγέθους ηθοποιός- Ακύλλας Καραζήσης αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει τον «Μικάδο», την κωμική όπερα (όπερα;) των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν στην «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής -συμπαραγωγή με την Ομάδα Μουσικού Θεάτρου «Ραφή». Η, όντως, very british, όπως γράφει στο πρόγραμμα ο μουσικολόγος Νίκος Δοντάς, ζαπονέ ματιά (και μάλιστα στην καρδιά -1885- του αποικιοκρατικoύ British Empire) του συνθέτη Άρθουρ Σάλιβαν και του λιμπρετίστα Ουίλιαμ Σουένκ Γκίλμπερτ πάνω στη -μακρινή τότε κι εξωτική ακόμα- Ιαπονία οδήγησε το σκηνοθέτη σε συνειρμούς και αντιστοιχίες με την Κίνα του Μάο.
Αλλά η αμηχανία του σ’ ένα είδος που ο ίδιος ομολογεί ότι δε γνωρίζει -τι να σου κάνει το (ομολογουμένως αριστουργηματικό, ψάξτε το) «Topsy-Turvy» (ο ανούσιος ελληνικός τίτλος της που, πιθανόν, αυτός οδήγησε την ταινία στα άπατα, όταν προβλήθηκε..: «Η παράσταση μιας ζωής») του Μάικ Λι;- είναι εμφανής στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο, όμως, η σκηνοθεσία αποκτά αυτοπεποίθηση -με την κακή έννοια- και με την είσοδο του Μικάδου η παράσταση εκτροχιάζεται και μετατρέπεται σε ολίγον από drag show, με τον Μικάδο -ο εξαίρετος μπάσος Μάριος Σαραντίδης- να ’χει οδηγηθεί να χορεύει τη βασική του άρια/τραγούδι «Ένας πιο ανθρώπινος Μικάδος» (που μου θύμισε το «Τοφ-τοφ» του Ζαχαρούλη, απ’ την πρώτη πράξη του «Βαπτιστικού» του δικού μας Σακελλαρίδη…) με γκραντ ζετέ, ανεμίζοντας μια κόκκινη βεντάλια α λα Κάρμεν και να παίζει όλο 
το ρόλο με διαρκείς πόζες. Αν προσθέσω την ξέφραγη, χύμα κινητικότητα και την, επίσης, ξέφραγη, χύμα εκφραστικότητα, με τις διαρκείς μούτες, α λα οπερέτα της Λυρικής του ’60 - ’70, του -επίσης πολύ καλού τενόρου- Δημήτρη Ναλμπάντη, βρήκα το θέαμα απογοητευτικό -των κοστουμιών της Αλεξίας Θεοδωράκη συμπεριλαμβανομένων, παρά τις ευπρόσδεκτες πινελιές σε κόκκινο.
Όχι, όμως, και το ακρόαμα. Παρά την ενορχηστρωτική «σμίκρυνση» απ’ τον Μιχάλη Παπαπέτρου που ’χει και τη μουσική διεύθυνση, η παράσταση διαθέτει καλές φωνές -ίσως, βέβαια, πιο οπερατικές απ’ όσο χρειάζεται το είδος. Γι αυτό και την παράσταση κλέβει, κατά τη γνώμη μου, ο νεαρός Θάνος Λέκκας ο οποίος δεν είναι λυρικός καλλιτέχνης αλλά ηθοποιός που ξέρει να τραγουδήσει σωστά: χαριτωμένος, ανάλαφρος, ευκίνητος, με χιούμορ αλλά και μέτρο, με φυσική φωνή κι όχι ποσταρισμένη. Να επισημάνω, επίσης, την παρουσία της παλαιάς των ημερών αλλά ανθεκτικής Λυδίας Αγγελοπούλου που ναι απ’ τους λίγους της Λυρικής που ξέρουν να πατούν το σανίδι και που το σώμα της ξέρει ν’ ακολουθεί τη μουσική.
Πάντως, κρίμα γιατί ήταν η πρώτη φορά που η Λυρική παρουσίαζε Γκίλμπερτ και Σάλιβαν -κι έχω την εντύπωση πως είναι κι η πρώτη φορά, γενικώς, που το δίδυμο των δεκατεσσάρων οπερών (οπερών;) παρουσιάζεται στην Ελλάδα, με την εξαίρεση κάποιων ερασιτεχνικών/κολεγιακών παραστάσεων. Καλύτερα δε θα ’ταν να δούμε πρώτα μια «νορμάλ» εκδοχή Γκίλμπερτ και Σάλιβαν πριν προχωρήσουμε στη μαοϊκή εκδοχή; (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).



Στο 7ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Θεατρικών Αναλογίων θα ’ναι αφιερωμένες οι τέσσερις Τρίτες του προσεχούς Φεβρουαρίου στο θέατρο «Σταθμός» -πάντα υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου «Θερβάντες». Το ιδιαίτερο του φετινού Φεστιβάλ: τα έργα των ισπανόφωνων θεατρικών συγγραφέων θα σκηνοθετήσουν έλληνες θεατρικοί συγγραφείς. Σ’ όλα τη μετάφραση υπογράφει η ανεπίσημη πρέσβειρα του ισπανόφωνου θεάτρου στην Αθήνα Μαρία Χατζηεμμανουήλ.
Ο Ευδόκιμος Τσολακίδης θα σκηνοθετήσει το «Βεντακεμάδα» του Ισπανού συγγραφέα Πάκο Μπεθέρα. Στο έργο κυριαρχεί ένα τεράστιο σπίτι που δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ όλα τα δωμάτιά του και ήρωές του είναι ένας γέρος ταριχευτής, η ανάπηρη γειτόνισσά του, ένας νεαρός φορτηγατζής και μια λιγομίλητη κοπέλα μέσα απ’ την οποία ερχόμαστε σε επαφή με την πραγματική ιστορία που κρύβει η 
Βεντακεμάδα, το χωριό το βουτηγμένο στη λήθη και τη μοναξιά. Η κοπέλα που φτάνει στη Βεντακεμάδα δε μιλάει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια εναλλαγή μονολόγων που θα ’χαν προφανή νατουραλισμό, αν δεν υπήρχε η συμβολική και ανησυχητική παρουσία της κοπέλας στην οποία απευθύνονται όλοι οι μονόλογοι των άλλων προσώπων, χωρίς εκείνη να αρθρώνει ποτέ λέξη, ενώ ο κείμενο δε διαθέτει σκηνικές οδηγίες. Το έργο πραγματεύεται την αιμομιξία, το μίσος, το πάθος, το πεπρωμένο, τη μοναξιά, το θάνατο και θέτει υπό αμφισβήτηση, μέσα απ’ την φόρμα στην οποία είναι γραμμένο, την επικοινωνιακή ικανότητα του ανθρώπου, όταν οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να ειπωθεί το ανείπωτο (Τρίτη 6 Φεβρουαρίου).
Η Πένυ Φυλακτάκη έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία στο «Fascination» της Καταλανής Ελένα Τορνέρο. Στο «Fascination» όλοι δουλεύουν όλη μέρα -μια δουλειά αγχωτική, δεσμευτική, παρεξηγημένη. Αλλά για τρία βράδια τη βδομάδα συναντιούνται εκεί και χορεύουν: τσα τσα, ρούμπα, βαλς, μπολέρο, πασοντόμπλε, φόξτροτ, τάνγκο, σάλσα, σουίνγκ, μάμπο… Η 
εταιρεία πληρώνει για όλους τα μαθήματα χορού. Γιατί η εταιρεία τους αγαπάει. Η  εταιρεία είναι σα μια μεγάλη οικογένεια. Κι οι οικογένειες κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν ενωμένες. Τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την οικογενειακή αρμονία… (Τρίτη 13 Φεβρουαρίου).
Τη σκηνοθεσία στο έργο του επίσης Καταλανού Εστέβα Σολέρ «Κόντρα στην ελευθερία» έχει αναλάβει ο Ανδρέας Φλουράκης. Ο Σολέρ με το έργο αυτό αρχίζει τη νέα του τριλογία με τον τίτλο «Τριλογία της Επανάστασης» που θα περιλαμβάνει, επίσης, τα έργα «Κόντρα στην Ισότητα» και «Κόντρα στην Αδελφότητα» (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα: οι τρεις πυλώνες της Γαλλικής Επανάστασης του 1789). Στο «Κόντρα στην Ελευθερία», σ’ επτά 
μονόπρακτα, όπως συνηθίζει, ο Σολέρ καταπιάνεται, με τον δικό του ανατρεπτικό τρόπο, με θέματα όπως η προσφυγική κρίση, η κρίση στον γάμο, η διαστροφή της ανάγνωσης, η παιδοφιλία, η κοινωνική κρίση την οποία προκάλεσε η αντίστοιχη οικονομική των τελευταίων χρόνων, η «ζωή» στο φέισμπουκ κι η γνωστή -γυναικεία κυρίως- ατάκα «δεν έχω τίποτα να φορέσω» (Τρίτη, 20 Φεβρουαρίου).
Η Ελένη Γκασούκα, τέλος, θα υπογράψει τη σκηνοθεσία στο έργο του άπαιχτου στην Ελλάδα -των άλλων τριών συγγραφέων του Φεστιβάλ έχουν ήδη παιχτεί έργα εδώ-, εγκατεστημένου στην Μαδρίτη, Αργεντινού Πάβλο Μεσίες «Τα μάτια». Στο έργο, εμπνευσμένο απ’ το μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός «Μαριανέλα», η Μαριανέλα (Νέλα), είναι ένα κορίτσι ερωτευμένο με τον Πάβλο, ένα νέο εκ γενετής τυφλό που γνωρίζει τον κόσμο γύρω του μόνο απ’ το άγγιγμα, τη μυρωδιά και τη γεύση. Η σύγκρουση ανάμεσα 
σ’ αυτόν και την αγαπημένη του έρχεται όταν μια οφθαλμίατρος τον διαβεβαιώνει ότι μπορεί να τον κάνει να δει. Η Νέλα αντιτίθεται στην εγχείρηση γιατί φοβάται ότι ο αγαπημένος της θα πάψει να την αγαπάει όταν την αντικρύσει. Το έργο του Μεσίες είναι ένας στοχασμός πάνω στο βλέμμα, στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε να δούμε τους ανθρώπους και τις διαφορετικές πραγματικότητες που δημιουργεί αυτό. Στρέφεται, όμως, και γύρω απ’ την ιδέα της αναζήτησης ενός χώρου για τον καθένα μέσα στον κόσμο -γύρω απ’ τις εύθραυστες προσωπικές σχέσεις (Τρίτη 27 Φεβρουαρίου).
Ο Εστέβα Σολέρ κι ο Πάβλο Μεσίες θα παραστούν στην παρουσίαση των έργων τους με την υποστήριξη των πρεσβειών της Ισπανίας και της Αργεντινής, αντίστοιχα, στην Αθήνα αλλά και του Ινστιτούτου «Θερβάντες».





Εγώ, στο «Αντιγόνη-Lonely Planet» της Λένας Κιτσοπούλου, στην «Στέγη», γιατί -αν και το υπερασπίζονται μερικοί εξαίρετοι ηθοποιοί, όπως το υπέροχο ξωτικό Σοφία Κόκκαλη ή ο Γιάννης Τσορτέκης- βαρέθηκα τόσο; Και γιατί μου φάνηκε τόσο πρόχειρα φτιαγμένο και συγκολλημένο;



Υπάρχει θέατρο -θέατρο, τέλος πάντων, μίνι θέατρο ας πούμε, διότι, κάποτε, που ’γραψα «θεατράκι» συγχύστηκε φοβερά ο θιασάρχης / θεατρώνης…- στην Αθήνα, το οποίο παρουσιάζει τέσσερις (!) παραστάσεις για παιδιά τη βδομάδα: μια το Σάββατο, μια την Κυριακή στις 11, μια την Κυριακή στη 1 (καλά πότε προλαβαίνουν και ξεστήνουν και ξαναστήνουν; Ή, μήπως, δεν το κάνουν -μια κι έξω όλα;…) και μια στις 5. Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου (για παιδιά)…


 

Τελειώνουν στις 14 Ιανουαρίου, στο «Εμπορικόν», όπως ήταν προγραμματισμένο -αρχές Φεβρουαρίου ανεβαίνει εκεί το «Skylight» / «Φεγγίτης» (δεν έχουν ακόμα καταλήξει στον ελληνικό τίτλο) του Ντέιβιντ Χέαρ, με Δημήτρη Καταλειφό και Λουκία Μιχαλοπούλου, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη-, οι παραστάσεις του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλερ που παίζεται για δεύτερη σεζόν, με τον Δημήτρη Καταλειφό, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου -η οποία σκίζει- και τους άλλους καλούς της διανομής, στην εξαίρετη σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου. Σας θυμίζω ό,τι είχα γράψει πέρσι στις 22 Δεκεμβρίου, στο totetartokoudouni.blogspot.com: «Μία παράσταση επιπέδου, καθόλου ναρκισσιστική, όπου ο σκηνοθέτης είναι παρών αλλά χωρίς να επιδεικνύεται, αναδεικνύοντας το κείμενο και δίνοντας ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς του. Θα σας αρέσει πολύ, είμαι σίγουρος». Το επαναλαμβάνω και σας προτρέπω να μην τη χάσετε.

No comments:

Post a Comment