Το Τέταρτο Κουδούνι / 31 Δεκεμβρίου 2017
Σε festive mood, yet…
«Τα παραμύθια του Χ.Κ. Άντερσεν»: κάτι μεταξύ παράστασης χωρίς δράση και αφήγησης με κίνηση. Ωραία η ιδέα του Γιώργου Νανούρη να δέσει, «πειράζοντάς» τα, επτά κλασικά παραμύθια του Άντερσεν -«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Τα κόκκινα παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Ο μολυβένιος (που εδώ έγινε ξύλινος) στρατιώτης», «Ο χιονάνθρωπος», «Το έλατο», «Το μαγικό σεντούκι»- σε μια ιστορία με μέση, αρχή και τέλος, γλυκιά και συγκινητική.
Η διασκευή είναι πετυχημένη, ο Γιώργος Νανούρης εκσυγχρονίζει με μέτρο, με λεπτό τρόπο περνάει το θέμα των προσφύγων και των αστέγων -το άστεγο κοριτσάκι με τα σπίρτα, που, στο τέλος, η Νεράιδα της Νύχτας του χαρίζει τα μαγικά κόκκινα παπούτσια και γίνεται μπαλαρίνα, είναι προσφυγάκι- κι η παράσταση που τη σκηνοθεσία της υπογράφει ο ίδιος, με μουσικό χαλί αγαπημένα κομμάτια κλασικής μουσικής, ζωντανά παιγμένα απ’ τους Μουσικούς της Καμεράτας υπό τον Παναγιώτη Βλάχο, είναι ζεστή, στραφταλιστή και με χιούμορ -εγώ, στο Μέγαρο Μουσικής, όπου παίζεται, την είδα στην πρεμιέρα της και σημείωσα κάποιες αμηχανίες και λάθη αλλά πιστεύω ότι θα ’στρωσε στο μεταξύ.
Η ευαίσθητη αλλά και δυναμική Λένα Παπαληγούρα, έστω κι αν λιγάκι «απαγγέλλει», ο έγκυρος Νίκος Κουρής κι ο λαμπερός
Γιώργος Νανούρης, που με το λευκό σακάκι, το μαύρο πουκάμισο και το λευκό παπιγιονάκι του βρίσκεται στο στοιχείο του -η ευκολία απεύθυνσης στο κοινό κι η αμεσότητα είναι τα μεγάλα του ατού, θυμήθηκα εκείνο το βαριετέ «Μια νύχτα χάρισμά σου», το 2010, στο Θησείο, στο τροχόσπιτο του Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου-, δίνουν τον τόνο. Αλλά η Μαρία Ναυπλιώτου είναι, νομίζω, το άστρον λαμπρόν της παράστασης: υπέρλαμπρη, στα κατάλευκα, ως
Νεράιδα της Νύχτας που αφηγείται, με λόγο άριστα γειωμένο, «Τα κόκκινα παπούτσια» ψιλοχορεύοντας το καν-καν (!) απ’ τον «Ορφέα στον Άδη» του Όφενμπαχ και, κατόπιν, το βασικό μοτίβο της «Λίμνης των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι (όπως μου επεσήμανε η Σοφούλα που μαζί με την Ζωίτσα με συνόδευσαν) και μέσα σε μια υπέροχη κυπαρισσί τουαλέτα -πραγματικό κυπαρίσσι!-, ηγεμονική ως Βασίλισσα Μαρία, με χιούμορ κι αλλάζοντας φωνές, τον «Χιονάνθρωπο» (που -αχ…- τον έλιωσε ο έρωτάς του για μια σόμπα), καταυγάζει την Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Ωραίο μεσημέρι -πλημμυρισμένο από κόσμο το θέατρο-, η Ζωίτσα κι η Σοφούλα νομίζω ότι το φχαριστήθηκαν.
Νεράιδα της Νύχτας που αφηγείται, με λόγο άριστα γειωμένο, «Τα κόκκινα παπούτσια» ψιλοχορεύοντας το καν-καν (!) απ’ τον «Ορφέα στον Άδη» του Όφενμπαχ και, κατόπιν, το βασικό μοτίβο της «Λίμνης των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι (όπως μου επεσήμανε η Σοφούλα που μαζί με την Ζωίτσα με συνόδευσαν) και μέσα σε μια υπέροχη κυπαρισσί τουαλέτα -πραγματικό κυπαρίσσι!-, ηγεμονική ως Βασίλισσα Μαρία, με χιούμορ κι αλλάζοντας φωνές, τον «Χιονάνθρωπο» (που -αχ…- τον έλιωσε ο έρωτάς του για μια σόμπα), καταυγάζει την Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Ωραίο μεσημέρι -πλημμυρισμένο από κόσμο το θέατρο-, η Ζωίτσα κι η Σοφούλα νομίζω ότι το φχαριστήθηκαν.
Να πάτε τα παιδάκια σας! Έχουν προσθέσει, στις προγραμματισμένες που ξεπούλησαν, άλλη μια παράσταση -την Παρασκευή 5 Ιανουαρίου, στις 14.30.
Αφού μελέτησε -επισταμένως φαντάζομαι…- «παλαιούς χάρτες σε παλαιότερα μουσεία», βρήκε «τον όρο στην περιοχή» -σιμά, τέλος πάντων…- και βγήκε ο βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης (ψηφαλάκια μου αγαπημένα…) και μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αλλά και τέως υφυπουργός -μάλιστα!- Εξωτερικών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ Δημήτρης Μάρδας και τι, λέτε, πρότεινε; Το «συγκεκριμένο κρατίδιο» -ξέρετε εσείς, εδώ, στην Ελλαδάρα, κράτος, ως γνωστόν, μ’ αρχίδια, ποιο εννοεί- να το βαφτίσουμε -μια κι έχουμε με το ζόρι αναλάβει αυτόκλητοι νονοί του- Δακία!!! Ναι, καλέ, Δακία! Δακία!
Πάντα ενεργή η σπουδαία ελλαδίτισσα ηθοποιός Αννίτα Σαντοριναίου που ζει και προσφέρει εδώ και χρόνια πολλά στην Κύπρο -έχουμε μερικές Ηθοποιούς εκεί, που όταν εμφανιστούν εδώ μας αποστομώνουν… Αυτές τις μέρες ετοιμάζεται, με
συμπρωταγωνιστή τον επίσης καλό Σταύρο Λούρα και με τον Άντονι Παπαμιχαήλ, για τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο, έργο πια κλασικό, εμβληματικό του Θεάτρου του Παραλόγου, που ανεβάζει ο σύντροφός της στη ζωή, επίσης ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης, Γιώργος Μουαΐμης -ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή/ελεύθερη απόδοση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, του Στέλιου Στυλιανού, η μουσική του Δημήτρη Ζαχαρίου, οι στίχοι του Σταύρου Σταύρου, η χορογραφία/κίνηση της Μαριάννας Μουαΐμη.
συμπρωταγωνιστή τον επίσης καλό Σταύρο Λούρα και με τον Άντονι Παπαμιχαήλ, για τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο, έργο πια κλασικό, εμβληματικό του Θεάτρου του Παραλόγου, που ανεβάζει ο σύντροφός της στη ζωή, επίσης ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης, Γιώργος Μουαΐμης -ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή/ελεύθερη απόδοση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, του Στέλιου Στυλιανού, η μουσική του Δημήτρη Ζαχαρίου, οι στίχοι του Σταύρου Σταύρου, η χορογραφία/κίνηση της Μαριάννας Μουαΐμη.
Στις 12 Ιανουαρίου, στο θέατρο «Δέντρο» της Λευκωσίας.
Ότι τα -αμερικάνικα- Βραβεία Πούλιτσερ φέρουν ένα βάρος ειν’ αλήθεια -παράδοση 100 χρόνων, απ’ το 1917. Αλλά για τα αμερικάνικα μέτρα… Το Πούλιτσερ για θεατρικό έργο -τουλάχιστον-, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει ξεφτίσει, δεν ταυτίζεται, πάντα, με πραγματικά σημαντικά έργα -συνήθως τα βραβευόμενα είναι, απλώς, «έργα καλοφτιαγμένα».
Ο «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς -Βραβείο Πούλιτσερ για Θεατρικό Έργο 2008- είναι μια πλούσια, χορταστική σάγκα, «καλοφτιαγμένο έργο», που λέγαμε, πολυπρόσωπο, με δράση, με εκπλήξεις αλλά μέχρις εκεί. Η αίσθησή την οποία μου άφησε το έργο που ’δα φέτος στο «Χορν» ήταν ότι καμώνεται το ουσιαστικό -δεν είναι. Είναι φτιαγμένο πάνω στη συνταγή ν’ αρέσει στο ευρύ κοινό, για να παίζεται μήνες ή και χρόνια στο Μπρόντγουέι -όπως κι έγινε-, και, κατόπιν, να γίνει ταινία με σταρ -όπως κι έγινε.
Αντλώντας απ’ τον Ο’ Νιλ, τον Γουίλιαμς, τον Άλμπι… -η Βάιολετ, η δηλητηριώδης μάνα της οικογένειας του έργου, είναι τόσο Μέρι Τάιρον απ’ το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», όσο και Αμάντα Γουίνκφιλντ του «Γυάλινου κόσμου», όσο και Μάρθα του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ»-, ο Λετς μοιάζει να ’χει δημιουργήσει ένα θεατρικό έργο-υβρίδιο. Καλές οι επιμειξίες αλλά ο συγγραφέας παραφορτώνει το κείμενό του. Κι όταν, στην τρίτη πράξη, μπαίνει στη μέση και το θέμα «αιμομιξία ανάμεσα σ’ αδέρφια που δεν το ’ξεραν ότι είναι αδέρφια», ε, τότε καταλήγει σε μελό, στιλ «Αι δύο ορφαναί», κι εγώ έχασα πάσα ιδέα- δεν έχω δει την ταινία. Και, όχι, δε θα πάρω…
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει κάνει -πάνω σε μια πασιφανώς εξαιρετική μεταφραστική δουλειά του Μανώλη Δούνια-
μια προσεγμένη σκηνοθεσία. Αλλά για ζέστη αυγουστιάτικη αποπνικτική άκουγα και ζέστη δεν ένοιωσα. Δεν εννοώ ν’ άναβαν τα καλοριφέρ και να ιδρώναμε αλλά να νοιώσω ότι οι ήρωες ένοιωθαν την, περί ης ο λόγος, αφόρητη ζέστη δεν το ’νοιωσα -είναι πολύ λεπτές αποχρώσεις αυτές κι ο Λευτέρης Βογιατζής δεν είναι πια μαζί μας για να τις ψάξει και να τις βρει…
μια προσεγμένη σκηνοθεσία. Αλλά για ζέστη αυγουστιάτικη αποπνικτική άκουγα και ζέστη δεν ένοιωσα. Δεν εννοώ ν’ άναβαν τα καλοριφέρ και να ιδρώναμε αλλά να νοιώσω ότι οι ήρωες ένοιωθαν την, περί ης ο λόγος, αφόρητη ζέστη δεν το ’νοιωσα -είναι πολύ λεπτές αποχρώσεις αυτές κι ο Λευτέρης Βογιατζής δεν είναι πια μαζί μας για να τις ψάξει και να τις βρει…
Υποστηριγμένη από καλή, στο σύνολό της, διανομή, η παράσταση δίνει στην Θέμιδα Μπαζάκα το προβάδισμα για μια εντυπωσιακή ερμηνεία σ’ έναν, βέβαια, ιδιαίτερα αβανταδόρικο ρόλο -εξαιρετική. Απλώς σκεφτόμουν: ο/η εξαρτημένος/η από χάπια παραπατάει σαν μεθυσμένος; Υποθέτω ότι θα το ’ψαξαν. Ομολογώ, πάντως, πως την Μαρία Πρωτόπαπα είδα να κάνει την πιο ουσιαστική ερμηνεία -κάθε φορά και καλύτερη, ηθοποιός με φόντα!
Όταν είσαι κριτικός (θεάτρου γα παράδειγμα), αν, σε -θετική- κριτική σου για παράσταση, θέτεις στο κείμενό σου τους συναδέλφους σου κριτικούς, που ήταν αρνητικοί για την ίδια παράσταση, εντός εισαγωγικών -«κριτικοί»- και, αναφερόμενος σ’ αυτά που ’γραψαν εκείνοι, πριν από σένα, γράφεις ότι «τέτοιες παρατηρήσεις […] έρχονται από την ‘προϊστορία’ της Κριτικής», τότε, δεν είσαι μόνον αντισυναδελφικός, αντιδεοντολογικός και αγενής. Φανερώνεις απροκάλυπτα και μια Έπαρση. Που πρέπει να την προσέξεις. Κρίμα τις επιστημονικές περγαμηνές… (Αναγκαία διευκρίνιση: δε συγκαταλέγομαι στους συναδέλφους του ως άνω κριτικού θεάτρου ώστε να θίγομαι άμεσα και τη γνώμη μου για τη συγκεκριμένη παράσταση την έγραψα ΜΕΤΑ την κριτική του).
Εξαιρετική η εικόνα -το ανέφερα στο περασμένο, «Τέταρτο Κουδούνι», στις 24 Δεκεμβρίου- της -πρόσφατα αναβαθμισμένης- ηλεκτρονικής σελίδας του Εθνικού Θεάτρου. Αλλά τo Ψηφιοποιημένο Αρχείο που περιλαμβάνεται στη σελίδα -ιστορία 85 χρόνων ειν’ αυτή…- έχει προβλήματα -ελλείψεις.
Σποραδικά το ’χα διαπιστώσει και παλιότερα αλλά τώρα το συνειδητοποίησα ακριβώς. Μπαίνω, τυχαία, να ψάξω για τις συνεργασίες του σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιου με το Εθνικό. Είναι, προς το παρόν, έξι. Υπάρχουν ψηφιοποιημένα το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», υπάρχει η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, υπάρχει το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και… τέρμα. Δεν υπάρχει ο «Ερίκος Δ΄» του Πιραντέλο, δεν υπάρχει η «Ανδρομάχη» του Ρακίνα, δεν υπάρχει η «Φρεναπάτη». Τρεις απ’
τις έξι παραστάσεις του στο Εθνικό, εξαφανισμένες. Και, μάλιστα, οι νεότερες.
τις έξι παραστάσεις του στο Εθνικό, εξαφανισμένες. Και, μάλιστα, οι νεότερες.
Υπεισέρχομαι στα… ενδότερα του Αρχείου και διαβάζω: «Το Ψηφιοποιημένο Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου περιλαμβάνει τις συλλογές του ΕΘ, από το 1932 έως το 2005». Δηλαδή; Δεν έχω καταλάβει. Απ’ το 2005 έως το 2017; Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια λείπουν; Γιατί; Το αρχείο δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα; Είναι σε στάδιο ενημέρωσης; Η ενημέρωση έχει σταματήσει; Αν ναι, θα ’πρεπε, όμως, αυτό ν’ αναφέρεται, έτσι;
Πάντως, το θέμα, έτσι ή αλλιώς, είναι πολύ σοβαρό και νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σύντομα. Διότι ο χρόνος περνάει κι οι παραστάσεις σωρεύονται.
Πολλοί σοκαρίστηκαν στην «Αντιγόνη-Lonely Planet» της Λένας Κιτσοπούλου, στην «Στέγη», με την περιγραφή απ’ την Σοφία Κόκκαλη -εκ των σκιέρ-Χορού της παράστασης, πριν γίνει Αντιγόνη-, μιας έκτρωσης που η σκιέρ έκανε, λέει, στο παρελθόν, ιδίοις χερσί, με το μπαστούνι του σκι. Στο οποίο, μετά την περιγραφή, μας παρουσιάζει καρφωμένο ένα κομμάτι συκώτι -το, α λα Κιτσοπούλου, έμβρυο της έκτρωσης.
Καλά, ψυχραιμία, μην κάνετε έτσι. Έχει προηγηθεί ο Φραντς Σάβερ Κρετς -χρόοονια πριν, γερμανική πρωτοπορία του ’70. Στο μονόπρακτο του οποίου «Κατ’ οίκον εργασία» (1971, κοντά πενήντα χρόνια πριν) η ηρωίδα του κάνει ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ έκτρωση -ναι!- με βελόνα του πλεξίματος.
Το μονόπρακτο είδαμε ΚΑΙ στην Αθήνα, τη σεζόν 1982/1983, στο «Πορεία», όταν το ανέβασε, ως δίπτυχο με το άλλο μονόπρακτο του Κρετς «Άνω Αυστρία», πρωτοπαρουσιάζοντας, αν δεν κάνω λάθος, το συγγραφέα στην Ελλάδα, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρό» του -η Γκέλυ Μαυροπούλου έπαιζε τον συγκεκριμένο ρόλο. Και το ξανάδαμε στην «Στοά» -στη Σκηνή «Στοά 2» που ’χε τότε δημιουργήσει ο Θανάσης Παπαγεωργίου-, τη σεζόν 1994/1995, και πάλι μαζί με το «Άνω Αυστρία» και υπό τον κοινό τίτλο «Όλα θα πάνε καλά», σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, με την Μαρία Τσιμά. Δε θυμάμαι ούτε βρήκα αν ανέβηκε ξανά. Θυμάμαι, όμως, πως και στις δυο περιπτώσεις είχαν σημειωθεί αντιδράσεις απ’ τους θεατές και λιποθυμίες (Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης).
«Είμαστε αλάνια» οργανωμένο απ’ τον Σύλλογο των Φίλων της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μαριώ-«Το ρεμπέτικο ‘αλλιώς’!» στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης... Μεσ’ στα κέφια τα δυο Μέγαρα! Ε, λοιπόν, ήγγικεν το πλήρωμα του χρόνου ώστε το ιστορικόν, δια χειρός Γεωργίου Παυριανού στιχουργηθέν, «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» να βρει τη δικαίωσή του μετεξελισσόμενο σε «Εγώ θα πάω Μέγαρο, παρέα με τον παίδαρο»… Προσεχώς, συν πιάτα και γαρύφαλλα, υποθέτω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Καλή μας χρονιά!
No comments:
Post a Comment