Επειδή, χάρη στο σκηνοθέτη του Νίκο Μαστοράκη, τον θυμηθήκαμε για τα καλά τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη, σήμερα, εννιά χρόνια μετά τη μέρα που την έκανε με τη μηχανή του, θυμήθηκα κι εγώ δυο κομμάτια που ’χα γράψει κι ένα που αντέγραψα εκείνες τις σκληρές μέρες του Δεκέμβρη στα «Νέα». Και τα αναρτώ. Στη μνήμη του. Για να τον θυμηθούμε καλύτερα.
Το ελληνικό θέατρο έχασε χτες τα ξημερώματα ένα από τα αγκωνάρια εκείνα, τα γερά, τα λίγα, που όλα έδειχναν πως θα το στήριζαν αποφασιστικά στο μέλλον -μία από τις Μεγάλες Ελπίδες του. Μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει πως οι γονείς του, τα αδέλφια του, οι άνθρωποί του έχασαν έναν πολύ -πάρα πολύ…- νέο άνθρωπο. Ένα παιδί εξαιρετικό, με Ήθος σπάνιο. Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Παπαχρόνης σκοτώθηκε στο Σύνταγμα, Αμαλίας και Ξενοφώντος, όταν αυτοκίνητο συγκρούστηκε με τη μηχανή του. Ήταν μόλις στα τριάντα ένα του χρόνια.
Γεννημένος το 1977 στην Αθήνα, ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια, μεγάλωσε στους Αγίους Αναργύρους. Ο πατέρας του, με ρίζες στην Ξάνθη, καθηγητής βυζαντινής μουσικής, ανήκει στην ιδρυτική ομάδα του θεσμού των Μουσικών Σχολείων.
Μουσικά ήταν τα βιώματά του και η παιδεία του: βυζαντινή μουσική, κλασική κιθάρα, κιθάρα ηλεκτρική… Η ροκ τον κατέκτησε: ένας ροκάς. Ανοιχτόχρωμος, γαλανός, μακριά μαλλιά, κρικάκια στ’ αυτιά… -φυσιογνωμία εντελώς ιδιαίτερη. Και η νοοτροπία του ροκάδικη ήταν: ελεύθερος, με χιούμορ, ευαίσθητος, μοναχικός, «στον κόσμο του»… Αλλά και με σκέψη συγκροτημένη και ουσιαστική, με λόγο συγκροτημένο, συνειδητοποιημένος… Ένα παιδί με προσωπικότητα.
Το θέατρο τον κέρδισε «κατά λάθος», όπως έλεγε σε συνέντευξη που έδωσε το 2006 στα ΝΕΑ. Απόφοιτος 2000 της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, στο σανίδι τον πρωτοβγάζει η Κάρμεν Ρουγγέρη το 2000/2001 στον «Κουρέα της Σεβίλης» -μία παράσταση για παιδιά. Στη συνέχεια ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη -στο ΚΘΒΕ: «Γλυκιά μου Ίρμα», «Ηρακλής, «Χειμωνιάτικο ταξίδι». Εντυπωσιάζει ως ροκάς σταρ στο «Δόντι του εγκλήματος» του Σέπαρντ. Την επόμενη χρονιά ο ομώνυμος ρόλος στο «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» του δίνει νέα ώθηση: είναι υποψήφιος για το Βραβείο Χορν. Θα περάσει, όπως οι περισσότεροι καλοί της νέας γενιάς, στο «Αμόρε»: «Τέσσερις εικόνες αγάπης», Μπομαρσέ στο «Clavigo» του Γκέτε. Γίνεται ροκάς σταρ και πάλι και για άλλη μια φορά εντυπωσιάζει στο «Hedwig and the Angry Inch» πλάι στην Εβελίνα Παπούλια.
Και μετά έρχεται στη ζωή του το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη, ο Νίκος Μαστοράκης που αποδεικνύεται ο σκηνοθέτης που θα καθορίσει τον νεαρό ηθοποιό -έπινε νερό στο όνομά του και ο απαρηγόρητος Μαστοράκης σαν παιδί του τον είχε- και η εκτόξευση. Ο σπαρακτικός Λευτέρης του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη στην Νέα Σκηνή του Εθνικού -υποψηφιότητα και πάλι για το Βραβείο Χορν και Βραβείο Ερμηνείας Πρώτου Ανδρικού Ρόλου από το κοινό στο «Αθηνόραμα»- σημάδεψε το ελληνικό θέατρο και όσους τον είδαν.
Θα συνεχίσει, μακριά από δημοσιοσχετίστικες παρέες, θεατρικές μαζώξεις και διαπλοκές, με Κάσιο στον «Οθέλο», Σταβρόγκιν στο «Δαίμονες και δαιμονισμένοι», Σταν στο «Ο Δον Ζουάν στο Σόχο». Φέτος ξανασυναντήθηκαν με τον Νίκο Μαστοράκη στο Εθνικό στο «Ξύπνημα της άνοιξης» του Βέντεκιντ. Η χημεία λειτούργησε και πάλι με αποτελέσματα εξαιρετικά λένε όσοι πρόλαβαν να δουν την παράσταση που ανέβηκε στις 13 Νοεμβρίου. Ο Μέλχιορ, όμως, έμελλε να είναι ο έσχατος ρόλος του. Το νήμα κόπηκε άγρια και απότομα -«ο Έλληνας Χιθ Λέτζερ» έλεγε ένας φίλος χτες.
Ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης είχε κάνει επίσης τηλεόραση («Βαθύ κόκκινο», «Σχεδόν ποτέ» «Έτσι ξαφνικά», «Μωβ – ρόζ», «Πάλι απ’ την αρχή») και κινηματογράφο -έπαιξε και στην ταινία των Λάκη Λαζόπουλου-Γιώργου Λάνθιμου «Ο καλύτερός μου φίλος» καθώς και στη βραβευμένη ταινία του Τώνη Λυκουρέση «Σκλάβοι στα δεσμά τους» που δεν προβλήθηκε ακόμα.
Ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης είχε κάνει επίσης τηλεόραση («Βαθύ κόκκινο», «Σχεδόν ποτέ» «Έτσι ξαφνικά», «Μωβ – ρόζ», «Πάλι απ’ την αρχή») και κινηματογράφο -έπαιξε και στην ταινία των Λάκη Λαζόπουλου-Γιώργου Λάνθιμου «Ο καλύτερός μου φίλος» καθώς και στη βραβευμένη ταινία του Τώνη Λυκουρέση «Σκλάβοι στα δεσμά τους» που δεν προβλήθηκε ακόμα.
Η οικογένειά του, οι φίλοι του, οι άνθρωποι που τον αγάπησαν, το ελληνικό θέατρο που τον θρηνεί αποχαιρετούν με σπαραγμό τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη σήμερα.
Πολύ του ταίριαζε του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη η επιμνημόσυνη δέηση που έψαλαν χτες στην Αγία Ειρήνη μπροστά στη σορό του -ένα λευκό φέρετρο με τζάμι κι εκείνος μέσα όμορφος, ήσυχος, ήμερος, ήρεμος, σα να μη συνέβη τίποτα: μία υπέροχη βυζαντινή χορωδία, ένας ιερωμένος που χοροστάτησε και που στο τέλος μίλησε με βαθιά συγκίνηση, με αλήθεια, με γνώση, μακριά από ιερατικούς στόμφους και κορώνες, κόσμος πολύς -σύσσωμοι οι της νεότερης γενιάς του θεάτρου, με τα μπουφάν τους, με τα σκουλαρικάκια τους, με τους κρίκους τους, με τα αθλητικά τους παπούτσια και αρκετοί απ’ τους παλιότερους-, οι ρημαγμένοι αλλά γεμάτοι αξιοπρέπεια γονείς του -που έχουν χάσει πριν από λίγους μήνες κι άλλο παιδί…-, ο αδελφός του, οι άνθρωποί του, ούτε φωνές, ούτε κοπετοί, πόνος βουβός, βαθύς και δάκρυα που έτρεχαν διακριτικά. Όπως ακριβώς έπαιζε το παιδί αυτό στο θέατρο -βαθιά, εσωτερικά, βυθισμένο στον κόσμο του ρόλου του-, όπως ακριβώς πέρασε από τη ζωή -με διακριτικότητα, με σεμνότητα όχι επίπλαστη, με Ήθος. Ήταν εκεί από τον Γιάννη Χουβαρδά και την Έφη Θεοδώρου του Εθνικού Θεάτρου μέχρι την Ρένη Πιττακή, από τον απαρηγόρητο Νίκο Μαστοράκη -το σκηνοθέτη του στο «Γάλα» και στο «Ξύπνημα της άνοιξης», το φετινό τελευταίο έργο του-, και τον Δημήτρη Καταλειφό μέχρι τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, από τον Λάκη Λαζόπουλο και τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο μέχρι όλα τα παιδιά που έπαιζαν φέτος μαζί του, μέχρι σπουδαστές δραματικών
σχολών. Και το χειροκρότημα στο τέλος -το τελευταίο του- ήταν αυτό που του άξιζε: ζεστό, απ’ την καρδιά βγαλμένο. Η γη της Κατερίνης -εκεί που έζησε την εφηβεία του, εκεί που ανακάλυψε το θέατρο, εκεί που ζούνε οι δικοί του- δέχεται σήμερα στην αγκαλιά της το σώμα του Ταλαντούχου αυτού παιδιού. Τα κορμιά γίνονται χώμα και νερό, τα δάκρυα στερεύουν με τον καιρό, ο πόνος μαλακώνει αλλά οι μνήμες, όσο κι αν θολώνουν, δεν σβήνουν. Οι μνήμες μας από τα οκτώ χρόνια του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη στο θέατρο και, πάνω απ’ όλα, ο Λευτέρης του στο «Γάλα» έχουν εγκατασταθεί μέσα μας τόσο γερά που δεν θα φύγουν με τίποτα.
Γράφτηκε στις 4 Δεκεμβρίου από αναγνώστη της ηλεκτρονικής έκδοσης των «Νέων» με το ψευδώνυμo myst ως σχόλιο στο κομμάτι «Έφυγε πάνω στην άνοιξή του» για το χαμό του ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, που υπέγραφα στις σελίδες μας στις 3 Δεκεμβρίου. Το αντιγράφω με συγκίνηση. Αφιερωμένο στον Ταλαντούχο που χάθηκε μια βδομάδα πριν -τα λουλούδια που έχουν εναποθέσει Αμαλίας και Ξενοφώντος, στον τόπο που άφησε την τελευταία του πνοή, μπορεί και να μην έχουν ακόμα ξεραθεί…: «Δεν είναι απλά ότι σαν χώρα χάσαμε έναν ταλαντούχο και πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη. Είναι που σ’ αυτή την χώρα του τσιμέντου και των τσιμεντωμένων μυαλών δεν έχουμε πια ούτε την ικανότητα να αναλογιστούμε ποιες είναι οι καθημερινές μας απώλειες. Απώλειες που ξεκινούν από τους νέους ανθρώπους που πεθαίνουν άδικα στους δρόμους μας καθημερινά, τους πραγματικούς καλλιτέχνες που όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και λιγότεροι,
την αισθητική μας που φθίνει από την ξεφτίλα της τηλεόρασης, την παράδοση μας, την κουλτούρα μας και τον πολιτισμό μας που ανήκουν πια σ’ αυτές των υποανάπτυκτων και μη πολιτισμένων χωρών. Είναι κρίμα που ο θάνατος ενός πραγματικά ταλαντούχου ανθρώπου έγινε ένα ακόμα νέο προς κατανάλωση επί του καναπέως, ένα ακόμα θέμα για κουτσομπολιό κι έτσι πολλοί λίγοι κατάλαβαν ποιο και πόσο είναι το μέγεθος της ζημίας. Τον Κωνσταντίνο τον γνώριζα προσωπικά και πέρα από τα διάφορα εγκώμια που διάβασα αυτές τις μέρες για την υπόσταση του σαν καλλιτέχνη, έχω να πω ότι υπήρξε ένας πραγματικά καλός και αριστοκράτης άνθρωπος (ας κοιτάξουν κάποιοι τι σημαίνει η λέξη αριστοκράτης), ένα πρότυπο γι’ αυτό που θα έπρεπε να είμαστε όλοι οι νεοέλληνες αν δεν είχαμε σαπίσει από μέσα. Θα μου λείψει το κοροϊδευτικό του χαμόγελο που μάλλον του έβγαινε αυθόρμητα από αυτά που έβλεπε γύρω του. Ό,τι και αν ευχήθηκα στους συγγενείς του είναι λίγο. Τι να πεις άλλωστε… Δεν είναι αυτοί που φεύγουν εκείνοι που πονάνε, είναι αυτοί που μένουν πίσω. Πονάνε περισσότερο. Είτε μένουν πίσω κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο πίσω έχουμε πάει πια…».
την αισθητική μας που φθίνει από την ξεφτίλα της τηλεόρασης, την παράδοση μας, την κουλτούρα μας και τον πολιτισμό μας που ανήκουν πια σ’ αυτές των υποανάπτυκτων και μη πολιτισμένων χωρών. Είναι κρίμα που ο θάνατος ενός πραγματικά ταλαντούχου ανθρώπου έγινε ένα ακόμα νέο προς κατανάλωση επί του καναπέως, ένα ακόμα θέμα για κουτσομπολιό κι έτσι πολλοί λίγοι κατάλαβαν ποιο και πόσο είναι το μέγεθος της ζημίας. Τον Κωνσταντίνο τον γνώριζα προσωπικά και πέρα από τα διάφορα εγκώμια που διάβασα αυτές τις μέρες για την υπόσταση του σαν καλλιτέχνη, έχω να πω ότι υπήρξε ένας πραγματικά καλός και αριστοκράτης άνθρωπος (ας κοιτάξουν κάποιοι τι σημαίνει η λέξη αριστοκράτης), ένα πρότυπο γι’ αυτό που θα έπρεπε να είμαστε όλοι οι νεοέλληνες αν δεν είχαμε σαπίσει από μέσα. Θα μου λείψει το κοροϊδευτικό του χαμόγελο που μάλλον του έβγαινε αυθόρμητα από αυτά που έβλεπε γύρω του. Ό,τι και αν ευχήθηκα στους συγγενείς του είναι λίγο. Τι να πεις άλλωστε… Δεν είναι αυτοί που φεύγουν εκείνοι που πονάνε, είναι αυτοί που μένουν πίσω. Πονάνε περισσότερο. Είτε μένουν πίσω κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο πίσω έχουμε πάει πια…».
Μπράβο ρε Θεμη!
ReplyDeleteΜε συγκίνησες...