Το Τέταρτο Κουδούνι / 4 Μαΐου 2017
(ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ)
(Παρακαλώ, αν υποπέσει στην αντίληψή σας κάτι που δεν είναι «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων», παρακαλώ ειδοποιήστε με, να χαλαρώσω λίγο. Γιατί θα μου μείνει το κουσούρι. Έζησα, ήδη, στο πετσί μου, όπως κάθε χρόνο, τον πανικό «Λήγει την Κυριακή των Βαΐων…).
Οκτώ συνεχείς Πέμπτες σιώπησε -πρώτη φορά για τόσο διάστημα- «Το Τέταρτο Κουδούνι», ως στήλη -απ’ τις 2 Μαρτίου. Τη χρειαζόταν την αγρανάπαυση. Δεκαοχτώ σχεδόν χρόνια -απ’ το 1999- αυτό το… ψυχαναγκαστικό «κάθε Πέμπτη», στα «Νέα» μέχρι το 2012, «κάθε Πέμπτη στις 3», κατόπιν, εδώ, στο ιστολόγιο totetartokoudouni.blogspot.com, όσο να ’ναι κουράζει. Κι εσάς, κι εμένα. Διότι αν νομίζετε ότι τη στήλη τη γράφω στο τσάκα-τσάκα, πλανάσθε πλάνην οικτράν -εαυτόν τιμωρούμενος…
Το υλικό που συσσωρεύω είναι τεράστιο πια, οι παραστάσεις εκατοντάδες, σκέφτομαι να καταργήσω την τακτικότητα αυτή και να «χτυπώ» περιοδικά, όταν θέλω και μπορώ, στο στιλ «hit and run», χωρίς πίεση, σκέφτομαι πολλά, δεν έχω αποφασίσει, θα δείξει…
Από πού ν’ αρχίσω…
Απ’ την Θεσσαλονίκη βέβαια -αγαπημένη. Απ’ τη θεατρική Θεσσαλονίκη -του ΚΘΒΕ- ειδικότερα. Διότι έχω ανοιχτούς λογαριασμούς και με την κινηματογραφική -του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στο οποίο θα επανέλθω, αν και θα ’πρεπε να προηγηθεί... Βρέθηκα εκεί, στις αρχές του Μαρτίου, και πρόλαβα να δω τρεις παραστάσεις του Κρατικού.
Με τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» του Γιάννη Καλαβριανού -στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών- απογοητεύτηκα. Ένα ενδιαφέρον σκηνικό του Γιάννη Θαβώρη, μερικές καλές στιγμές, ο ικανότατος ηθοποιός Γιώργος Γλάστρας να προσπαθεί το καλύτερο στο ρόλο του Χίθκλιφ που πιστεύω, πάντως, ότι δεν του ταίριαζε αλλά και η δραματουργία πάνω στο έργο της Έμιλι Μπροντέ μου φάνηκε αδύναμη και θολή -η έμπειρη Έφη Σταμούλη φορτωμένη βαριά μ’ έναν όγκο αφήγησης…- και η ροή της παράστασης ακατάστατη, χωρίς εξάρσεις, και η διανομή με πολλά προβλήματα.
Τα διηγήματα του «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου -το ’χω ξαναγράψει- είναι συγκλονιστικά: με μια δύναμη ηφαιστειακή, εκρήγνυνται. Φοβάμαι πως ήταν λάθος της Γεωργίας Μαυραγάνη -που πολύ εκτιμώ- να τα μπλέξει το ’να με τ’ άλλο στη διασκευή για την παράστασή της στο «Μικρό Θέατρο» της Μονής Λαζαριστών. Ωραία -ήδη, βέβαια, χρησιμοποιημένη- η ιδέα του τραπεζιού με τους ηθοποιούς συγκεντρωμένους γύρω του, πάνω του, πλάι του -έδωσε συνοχή στο παραστασιακό αποτέλεσμα-, στιγμές συγκινητικές αλλά πολλές αδυναμίες ανάμεσα στους νέους της διανομής εντόπισα κι εδώ. Δεν έφυγα ενθουσιασμένος -ίσως και γιατί η παράσταση του Θανάση Δόβρη στην Αθήνα, στο «Skrow», που ’χα δει πέρσι, μ’ είχε συνεπάρει- αλλά -το ξαναλέω- τα κείμενα αυτά σε συνταράσσουν, έτσι κι αλλιώς.
Στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ήρθα και στανιάρησα: «Festen/Οικογενειακή γιορτή» του Ντέιβιντ Έλντριτζ, πάνω στο σενάριο της ανατρεπτικής, οργισμένης ταινίας του Τόμας Βίντερμπεργκ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου. Η οικογενειακή -αλλά με επισημότητα σχεδιασμένη- γιορτή των 60ων γενεθλίων ενός επιτυχημένου επιχειρηματία εξελίσσεται σε χιονοστιβάδα συγκλονιστικών ενδοοικογενειακών αποκαλύψεων που φέρνουν τα πάνω κάτω. Η αστική τάξη, πάντως, ό,τι και να γίνει, μοιάζει, τελικά, να μη χαμπαριάζει και ξανά προς τη δόξα να τραβά…
Είναι μεγάλη χαρά να διαπιστώνεις γι άλλη μια φορά ότι ο Γιάννης Παρασκευόπουλος των -το πάλαι ποτέ- «Νέων Μορφών» -εκεί, στο υπόγειο όπου κάποτε, με το φίλο σου, τον Βάιο, και την Χριστίνα «ανακαλύψατε» ένα κοίτασμα που άρδευσε τη θεατρική ζωή της Θεσσαλονίκης-, αφού, με σπάνια εντιμότητα, κάποια στιγμή, όταν έκρινε πως η πορεία της ομάδας δεν είναι πια ομαλή, τη διέκοψε, αποποιήθηκε την επιχορήγηση, απομακρύνθηκε για λίγο απ’ το θέατρο για να ξαναγυρίσει στην Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ πια, ως ηθοποιός αρχικά, ως σκηνοθέτης κατόπιν, έχει πάλι πάρει γερά τα ηνία στα χέρια του.
Με τους θεατές σε καρέκλες εγκατεσπαρμένες στο απόλυτα ταιριαστό, παγερά επίσημο Φουαγιέ και με τους ηθοποιούς να κινούνται ανάμεσά τους, έστησε μια ρωμαλέα παράσταση -με τσαγανό. Με τον Βασίλη Σπυρόπουλο να πατριαρχεύει με το μέγεθός του, την Γιολάντα Μπαλαούρα που ποτέ άλλοτε δεν την έχω δει τόσο ώριμη και τόσο καλή, την Ιωάννα -σταθερή αξία ανέκαθεν- Παγιατάκη, τον Νίκο Καπέλιο μπριλάντε «τελετάρχη», και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Ανάμεσα στους νεότερους σαφώς ξεχώρισα τον Κωνσταντίνο Χατζησάββα -φάτσα δυνατή αλλά κι εσωτερική δύναμη- που πιστεύω έχει μέλλον.
Με τους θεατές σε καρέκλες εγκατεσπαρμένες στο απόλυτα ταιριαστό, παγερά επίσημο Φουαγιέ και με τους ηθοποιούς να κινούνται ανάμεσά τους, έστησε μια ρωμαλέα παράσταση -με τσαγανό. Με τον Βασίλη Σπυρόπουλο να πατριαρχεύει με το μέγεθός του, την Γιολάντα Μπαλαούρα που ποτέ άλλοτε δεν την έχω δει τόσο ώριμη και τόσο καλή, την Ιωάννα -σταθερή αξία ανέκαθεν- Παγιατάκη, τον Νίκο Καπέλιο μπριλάντε «τελετάρχη», και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Ανάμεσα στους νεότερους σαφώς ξεχώρισα τον Κωνσταντίνο Χατζησάββα -φάτσα δυνατή αλλά κι εσωτερική δύναμη- που πιστεύω έχει μέλλον.
Την παράσταση θα τη δείτε, ευτυχώς, και στην Αθήνα: τη φέρνει το Φεστιβάλ Αθηνών στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Εθνικού -ιδεώδης «μεταφύτευση» (Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου).
Η Μιμή Ντενίση -διάβασα στο enikos.gr, απ’ τον Βασίλη Μπουζιώτη- γράφει, μαζί με την Κωνσταντίνα Γιαχαλή, για τον «Ελληνικό Κόσμο», μετά το κοσμοβριθές «Σμύρνη μου, αγαπημένη», έργο για τον Στέλιο Καζαντζίδη -«υπερπαραγωγή» κλπ. Ελπίζω να μην παίξει κιόλας και τον Καζαντζίδη.
«Η ‘Αΐντα’ θα είναι, βεβαίως, η βεντέτα της άνοιξης. Για μια φορά δεν θα έχουμε μια μεγάλη εμπορική παραγωγή για να παρουσιαστεί σε αρένες ή σε παλέ ντε σπορ αλλά μια ερμηνεία που θα υπογραμμίζει την εσωτερικότητα του έργου.
Για μια φορά δεν θα επικεντρωθούμε στην όψη με την οποία πολύ συχνά συνδέεται αλλά στο τυπικά βερντιάνικο ερωτικό τρίγωνο που αποτελεί τoν κινητήρα της σύγκρουσης. Η ‘Αΐντα’ που ταιριάζει θαυμάσια στον μουσικό διευθυντή μας Αλέν Αλτινογκλού θα είναι μια πρόκληση για τον Έλληνα Στάθη Λιβαθινό: αυτός ο χαρισματικός μάγος του θεάτρου έχει ήδη σκηνοθετήσει πολλούς μεσογειακούς μύθους, από την ‘Ορέστεια’ (σ.σ. εδώ κάνει λάθος ο συντάκτης, μάλλον την ‘Μήδεια’ εννοεί) έως την ‘Ιλιάδα’ αλλά ποτέ, μέχρι τώρα, δεν είχε τολμήσει στην όπερα».
Για μια φορά δεν θα επικεντρωθούμε στην όψη με την οποία πολύ συχνά συνδέεται αλλά στο τυπικά βερντιάνικο ερωτικό τρίγωνο που αποτελεί τoν κινητήρα της σύγκρουσης. Η ‘Αΐντα’ που ταιριάζει θαυμάσια στον μουσικό διευθυντή μας Αλέν Αλτινογκλού θα είναι μια πρόκληση για τον Έλληνα Στάθη Λιβαθινό: αυτός ο χαρισματικός μάγος του θεάτρου έχει ήδη σκηνοθετήσει πολλούς μεσογειακούς μύθους, από την ‘Ορέστεια’ (σ.σ. εδώ κάνει λάθος ο συντάκτης, μάλλον την ‘Μήδεια’ εννοεί) έως την ‘Ιλιάδα’ αλλά ποτέ, μέχρι τώρα, δεν είχε τολμήσει στην όπερα».
Ο γενικός διευθυντής της Όπερας «Λα Μονέ» των Βριξελών Πέτερ ντε Καλούβε -Πιτέρ ντε Καλουέ τον προφέρουν οι γαλόφωνοι- είναι που τα γράφει -εγώ μετάφρασα με την αρωγή της φίλης μου της Ελένης. Στο editorial του περιοδικού της «Μονέ» (τεύχος 37, Μάιος/Ιούνιος 2017): υποδέχεται θερμότατα, όπως βλέπετε, τον δικό μας Στάθη Λιβαθινό, καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού μας Θεάτρου, και το ντεμπούτο του στην όπερα -περηφανές, καθότι το «Λα Μονέ» βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των λυρικών Θεάτρων του κόσμου- με την «Αΐντα» του Βέρντι που κάνει πρεμιέρα στις Βριξέλες στις 16 Μαΐου -σας έγραψα τα σχετικά στο totetartokoudouni.blogspot.com απ’ τις 23 Μαρτίου.
Το ίδιο τεύχος φιλοξενεί συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού που εντοπίζει στην «Αΐντα» προεξαγγελτικά μπεκετικά μοτίβα. Ενδιαφέρουσα άποψη. Πόσο μάλλον όταν στην παραγωγή έχουμε άλλα δυο ελληνικά ονόματα: ο Αλέκος Αναστασίου στη διεύθυνση φωτισμών κι ο Δημήτρης Τηλιακός στη διανομή, ως Αμονάσρο. Αναμένουμε.
Το Σωματείο Εργαζομένων του Εθνικού, πάντως, δεν ανέμενε. Να γυρίσει, τουλάχιστον, ο Στάθης Λιβαθινός. Και κήρυξε στάσεις εργασίας. Ακινητοποιώντας το Θέατρο την περασμένη Πέμπτη. Με αίτημα την υπογραφή της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Καθώς, λέει, έχει περάσει ένας χρόνος άκαρπων συζητήσεων. Μπορεί να ’χουν και δίκιο οι εργαζόμενοι αλλά μόνο σε μένα φάνηκε από άτοπο έως αντιδεοντολογικό έως και φάουλ να κάνουν τις στάσεις ΑΚΡΙΒΩΣ την περίοδο που ο διευθυντής «λείπει σε ταξίδι για δουλειές»; Ε;
Το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» είναι το αριστούργημά του. Και το αριστούργημα του αμερικάνικου θεάτρου, κατά τη γνώμη μου. Κι ένα απ’ τα κορυφαία αριστουργήματα του θεάτρου του 20ου αιώνα. Αλλά έχει κι άλλα έργα ο Έντουαρντ Άλμπι έξοχα. Οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» του 1991, ανάμεσά τους.
Δεύτερη φορά που ανέβηκε στην Αθήνα -μετά την παράσταση του Ανδρέα Βουτσινά, τη σεζόν 1995/1996, με Ελένη Χατζηαργύρη, Ζωή Λάσκαρη και Κατερίνα Μαραγκού, στο τότε θέατρο της τελευταίας και του Βίλη Ανδρέου «Αθηνών», απ’ τις καλύτερες στιγμές του θιάσου τους εκεί. Στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», απ’ την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλαντζά αυτή τη φορά.
Κι ο Άρης Τρουπάκης, της νεότερης γενιάς, που το ’χει σκηνοθετήσει, το ’πιασε το νόημα: ο ρεαλισμός του πρώτου μέρους -μια πλούσια, αυταρχική έως ανυπόφορη, ανήμπορη 91(ή, μήπως, 92;)χρονη, η 52χρονη γυναίκα που τη φροντίζει και μια νεαρή, 26χρονη, απεσταλμένη του δικηγορικού γραφείου της ηλικιωμένης- απογειώνεται ποιητικά, όπως πρέπει, στο δεύτερο μέρος, όταν, μετά το θάνατο της 91(ή, μήπως, 92;)χρονης, οι «τρεις ψηλές γυναίκες» εμφανίζονται πια ως η ίδια σε τρεις διαφορετικές ηλικίες -δεν έχουν, εξάλλου, ονόματα. Για να μιλήσουν για το μέλλον που είναι πια παρελθόν. Και για τον (θετό) γιο της (τους). Που δεν είναι παρά ο ίδιος ο Άλμπι. Ο οποίος έγραψε το αυτοβιογραφικό αυτό έργο -για τη θετή μητέρα του που τον έδιωξε απ’ το σπίτι όταν έμαθε ότι ήταν ομοφυλόφιλος αλλά, πριν πεθάνει, τον κάλεσε πάλι κοντά της- για να λυτρωθεί.
Δεύτερη φορά που ανέβηκε στην Αθήνα -μετά την παράσταση του Ανδρέα Βουτσινά, τη σεζόν 1995/1996, με Ελένη Χατζηαργύρη, Ζωή Λάσκαρη και Κατερίνα Μαραγκού, στο τότε θέατρο της τελευταίας και του Βίλη Ανδρέου «Αθηνών», απ’ τις καλύτερες στιγμές του θιάσου τους εκεί. Στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», απ’ την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλαντζά αυτή τη φορά.
Κι ο Άρης Τρουπάκης, της νεότερης γενιάς, που το ’χει σκηνοθετήσει, το ’πιασε το νόημα: ο ρεαλισμός του πρώτου μέρους -μια πλούσια, αυταρχική έως ανυπόφορη, ανήμπορη 91(ή, μήπως, 92;)χρονη, η 52χρονη γυναίκα που τη φροντίζει και μια νεαρή, 26χρονη, απεσταλμένη του δικηγορικού γραφείου της ηλικιωμένης- απογειώνεται ποιητικά, όπως πρέπει, στο δεύτερο μέρος, όταν, μετά το θάνατο της 91(ή, μήπως, 92;)χρονης, οι «τρεις ψηλές γυναίκες» εμφανίζονται πια ως η ίδια σε τρεις διαφορετικές ηλικίες -δεν έχουν, εξάλλου, ονόματα. Για να μιλήσουν για το μέλλον που είναι πια παρελθόν. Και για τον (θετό) γιο της (τους). Που δεν είναι παρά ο ίδιος ο Άλμπι. Ο οποίος έγραψε το αυτοβιογραφικό αυτό έργο -για τη θετή μητέρα του που τον έδιωξε απ’ το σπίτι όταν έμαθε ότι ήταν ομοφυλόφιλος αλλά, πριν πεθάνει, τον κάλεσε πάλι κοντά της- για να λυτρωθεί.
Η παράσταση στέρεη, με καλούς αρμούς, κυλάει με άψογους ρυθμούς, με πανταχού παρόν το δηκτικό χιούμορ του Άλμπι, με
την Μπέττυ Αρβανίτη -έξοχα ντυμένη απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου που υπογράφει και το καλαίσθητο σκηνικό- να κάνει έναν απ’ τους καλύτερους ρόλους της -μαζί, ίσως, με την Σολάνζ στις «Δούλες» και την Φραγκογιαννού στην «Φόνισσα»- και, πλάι της, την επίσης εξαιρετική Μαρία Κεχαγιόγλου και την, λίγο πιο αδύναμη, Νεφέλη Κουρή.
την Μπέττυ Αρβανίτη -έξοχα ντυμένη απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου που υπογράφει και το καλαίσθητο σκηνικό- να κάνει έναν απ’ τους καλύτερους ρόλους της -μαζί, ίσως, με την Σολάνζ στις «Δούλες» και την Φραγκογιαννού στην «Φόνισσα»- και, πλάι της, την επίσης εξαιρετική Μαρία Κεχαγιόγλου και την, λίγο πιο αδύναμη, Νεφέλη Κουρή.
Διαβάσατε την επιστολή του Πειραιώς Σεραφείμ προς τον Ερντογάν -37 σελίδες; Νούμερο επιθεωρησιακό. Ολοκληρωμένο. Λίγο χτένισμα κι είναι έτοιμο. Επιθεώρηση, ΠΟΥ είσαι;
Εξαιρετική η ιδέα του Γιώργου Κουμεντάκη να εγκαινιάσει τη δοκιμαστική περίοδο της Λυρικής στην καινούργια Κεντρική Σκηνή της «Σταύρος Νιάρχος» (καλά, ολόκληρο το -εντυπωσιακό- συγκρότημα «Κέντρο Πολιτισμού/Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» -πολύ σωστά- ονομάζεται, στην Κεντρική Σκηνή δεν μπόρεσαν να δώσουν τ’ όνομα κάποιου σημαδιακού έλληνα λυρικού καλλιτέχνη, της Μαρίας Κάλλας για παράδειγμα, που ’ταν κι η κορυφαία μάλιστα;) με την αναβίωση μιας από τις λίγες εξαιρετικές -κατά τη γνώμη μου- παραστάσεις των τελευταίων δεκαετιών για την Λυρική.
Πόσο μάλλον όταν, έστω κι αν ο σκηνοθέτης ήταν Ιταλός και ξένοι, επίσης, κάποιοι, ακόμα, απ’ τους συντελεστές, η διανομή της ήταν αποκλειστικά ελληνική.
Πόσο μάλλον όταν, έστω κι αν ο σκηνοθέτης ήταν Ιταλός και ξένοι, επίσης, κάποιοι, ακόμα, απ’ τους συντελεστές, η διανομή της ήταν αποκλειστικά ελληνική.
Δεν ξέρω αν είναι εφικτό για τη συνέχεια να βασιστεί, κυρίως, στο δυναμικό της Λυρικής αλλά θα ’ταν ευχής έργο να δοθούν οι ευκαιρίες στους ικανούς που υπάρχουν -εξάλλου, το καινούργιο περιβάλλον πιστεύω πως βοηθάει να δώσουν οι καλλιτέχνες το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Μαθαίνω, πάντως, πως για την καινούργια σεζόν ο Γιώργος Κουμεντάκης ετοιμάζει, εκτός της εναρκτήριας «Ηλέκτρας» του Ρίχαρντ Στράους, με μαέστρο τον Βασίλη Χριστόπουλο -μας έχει λείψει…- και σκηνοθέτη τον Γιάννη Κόκκο και με την Αγνή Μπάλτσα ως Κλυταιμνήστρα, άλλες δυο παραγωγές με διακεκριμένους έλληνες σκηνοθέτες που θα ’ναι ο Νίκος Μαστοράκης κι ο Γιάννης Χουβαρδάς. Περιμένω.
Μαθαίνω, πάντως, πως για την καινούργια σεζόν ο Γιώργος Κουμεντάκης ετοιμάζει, εκτός της εναρκτήριας «Ηλέκτρας» του Ρίχαρντ Στράους, με μαέστρο τον Βασίλη Χριστόπουλο -μας έχει λείψει…- και σκηνοθέτη τον Γιάννη Κόκκο και με την Αγνή Μπάλτσα ως Κλυταιμνήστρα, άλλες δυο παραγωγές με διακεκριμένους έλληνες σκηνοθέτες που θα ’ναι ο Νίκος Μαστοράκης κι ο Γιάννης Χουβαρδάς. Περιμένω.
Ε, ναι, με ιντριγκάρισε η συγκεκριμένη φωτογραφία. Απ’ την «Μαρία Στούαρτ» του Σίλερ που παρουσίασε η Μαίρη Βιδάλη στο θεατράκι της (μήπως να το γράψω θέατρο; Κάποιος που ’γραψα για την αίθουσά του «θεατράκι», εκφράζοντας τη συμπάθειά μου, εθίγη κι είχα άλλα…) «Διάχρονο». Σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κυριακού. Θα ’θελα να τη δω αυτή την παράσταση. Τώρα ειδικά που διάβασα και την κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου στα «Νέα» -«[…] Η Μαίρη Βιδάλη (Μαρία) και η Λουκία Παπαδάκη (Ελισάβετ) σχεδιάζουν με αδρές γραμμές και ελεγχόμενο πάθος τις δύο μοιραίες αντίπαλες βασίλισσες […] Προσφέρουν ένα ευπρεπέστατο θεατρικό δρώμενο την ώρα που κάποιοι άλλοι αλλού νοθεύουν τον Τσέχοφ βάζοντας δίπλα στον ‘Γλάρο’ τον Γκούφι».
Ελπίζω ότι θα την επαναλάβουν την επόμενη σεζόν.
Το διάβασα στο www.documentonews.gr και το υπογράφει ο Δημήτρης Χατζηνικόλας. Και μου άρεσε. Γι αυτό και το αντιγράφω:
«Δεν έχει νόημα να μπει κανείς σε αντιπαράθεση για το ποια κυβέρνηση έκοψε περισσότερο τις συντάξεις. Είναι σαν να ρωτάς ένα θύμα ομαδικού ξυλοδαρμού ποιος τον έδειρε περισσότερο. Αν κάποιος πάντως θέλγεται από τους αριθμούς, θα του απαντήσω ότι οι Πικραμένος, Σαμαράς και Βενιζέλος του έριξαν δώδεκα ντιρέκτ και ο Τσίπρας ένα και θα του ρίξει άλλο ένα από την 1/1 του 2019».
Εμένα ένα είναι που μ’ έχει ανησυχήσει περισσότερο. Στο διαζύγιο Μίνωα και Μαρί(ς) Κυριακού. Ότι η κ. Κυριακού -το πάλαι ποτέ Μαρί Κωνσταντάτου- μπορεί, τώρα, να επανέλθει στο θέατρο…
«Αμ πώς…! Ο ‘Μπακαλόγατος’ χρωματιστός»: Ο τίτλος της «Εφημερίδας των Συντακτών» -στο σχετικό ρεπορτάζ για το μπογιάτισμα της παλιάς, καλής ασπρόμαυρης ταινίας απ’ τη θεατρική κωμωδία «Της κακομοίρας», με τον Κώστα Χατζηχρήστο μπακαλόγατο, μακράν ο ευφυέστερος των ημερών.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
No comments:
Post a Comment