January 8, 2017

Τίποτα δεν είναι όπως είναι ή Ό,τι προαιρείστε


Το έργο. Ένα ναυάγιο: δύο δίδυμα αδέλφια που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό, ο Σεμπαστιάν και η Βιόλα, από αρχοντική γενιά κάποιας ακαθόριστης σεξπιρικής Μασαλίας, ναυαγούν στις ακτές μιας κάποιας ακαθόριστης σεξπιρικής Ιλιρίας. Γλυτώνουν αλλά χάνονται μεταξύ τους και νομίζουν ο ένας για τον άλλον ότι έχει πνιγεί. Η Βιόλα, που διατηρεί, πάντως, κάποια ελπίδα ότι ο Σεμπαστιάν μπορεί και να σώθηκε, μεταμφιέζεται σε ευνούχο τραγουδιστή και, συστημένη από τον Πλοίαρχο που σώθηκε μαζί της και τη βοήθησε και που είναι ντόπιος, μπαίνει, με το όνομα Σεζάριο, στην υπηρεσία του Δούκα της Ιλιρίας Ορσίνο. Αθεράπευτα ερωτευμένος, ο Ορσίνο με την λέδη Ολίβια. Η οποία, σε βαρύ πένθος για τον πρόσφατα χαμένο αδελφό της που σύντομα ακολούθησε τον πατέρα τους -μάλλον, απλώς, δεν θέλει και πρόκειται για πρόφαση- αρνείται τον έρωτα αυτό.
Ο Ορσίνο αναθέτει στον «Σεζάριο» -που είναι Βιόλα και, στο μεταξύ έχει ερωτευτεί τον Ορσίνο αλλά δεν μπορεί να του αποκαλυφθεί- το δύσκολο καθήκον να πείσει την Ολίβια για τον έρωτά του. Αλλά η Ολίβια αμετάπειστη! Και επιπλέον όχι μόνον αρνείται κατηγορηματικά και άσπλαχνα αλλά ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον «Σεζάριο» που ευγενικά προσπαθεί να την αποτρέψει. Ο κόμπος πια γίνεται πολύ σφιχτός…
Στην Αυλή της Ολίβια ζει η ακόλουθός της, η σκανταλιάρα Μαρία, ο ιππότης σερ Τόμπι Μπελτς, ο μονίμως μεθυσμένος και θορυβοποιός θείος της, στον οποίο είναι προσκολλημένος -φίλοι κολλητοί, παρέα μεθοκοπάνε- σερ Άντριου Έϊγκιουτσικ, ένας πανύβλακας, άσωτος, καβγατζής αλλά και όσο δεν πάει δειλός και γελοίος ιππότης που φιλοδοξεί να παντρευτεί την Ολίβια και που ο Τόμπι εκμεταλλεύεται τη μωροφιλοδοξία του και τον αρμέγει οικονομικά, ο Φέστε -ο γελωτοποιός της Ολίβια-, και ο επιστάτης της, ο Μαλβόλιο, ένας στυφός, αντιπαθητικός πουριτανός, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ένας μεγάλαυχος που επιπλήττει, φέρεται αφ’ υψηλού και σκαιά, προσβάλλει και ρουφιανεύει την τρελοπαρέα των υπόλοιπων ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει το γάμο με την Ολίβια και την «αναβάθμισή» του.

Οι άλλοι τέσσερις, που τον έχουν άχτι, μαζί με τον Φαμπιάν -επίσης στην υπηρεσία της Ολίβια-, του στήνουν χοντρή φάρσα. Η Μαρία, η οποία έχει τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα με την κυρία της, γράφει ένα γράμμα με «άγνωστο αποστολέα» -στον οποίο φωτογραφίζεται η Ολίβια-, όπου, χωρίς να τον ονοματίζει, στον παραλήπτη φωτογραφίζει τον Μαλβόλιο ως κρυφό, μεγάλο έρωτα της λέδης. Και του ζητάει όλο να της χαμογελάει -ενώ, μέσα στο πένθος της, η Ολίβια μόνο χαμόγελα δεν θέλει- και να φοράει κίτρινες κάλτσες -χρώμα που εκείνη σιχαίνεται- και σταυρωτές καλτσοδέτες -μόδα που εκείνη απεχθάνεται.

Ο Μαλβόλιο πέφτει στην παγίδα: το χάφτει. Εκτροχιάζεται και μεταβάλλεται σε παγώνι: θα ακολουθήσει τις -κατά το γράμμα- επιθυμίες της και θα εμφανιστεί έτσι μπροστά της σνομπάροντας τον σερ Τόμπι και αφήνοντας την εντύπωση ότι δεν είναι στα καλά του με την Μαρία να υποδαυλίζει την κατάσταση υποβάλλοντας στην Ολίβια ότι είναι δαιμονισμένος. Εκείνη συστήνει να τον φροντίσουν και η παρέα βρίσκει την ευκαιρία να προχωρήσει ακόμα πιο σκληρά τη φάρσα -φτάνει στο σημείο να τον κλείσει σε σκοτεινό μπουντρούμι και να του στείλει τον Φέστε, μεταμφιεσμένο σε εφημέριο, για να τον εξορκίσει.
Στο μεταξύ ο Σεμπαστιάν, που τον έσωσε από τη θάλασσα ο Αντόνιο, ένας άλλος πλοίαρχος, εχθρός του Ορσίνο, ο οποίος έχει γίνει φίλος του περισσότερο από στενός…, αφού του εξομολογείται ότι δεν τον λένε Ροντρίγκο όπως αρχικά του είχε πει, αποφασίζει να πάει κι αυτός στην Αυλή του Ορσίνο. Ο Αντόνιο, με κίνδυνο της ζωής του, τον ακολουθεί για να τον προστατεύσει αλλά σύντομα θα συλληφθεί από αστυνομικούς καθότι καταζητούμενος. Η παρευρισκόμενη στη σύλληψη Βιόλα/«Σεζάριο» την οποία ο Αντόνιο εκλαμβάνει ως τον Σεμπαστιάν, που όχι μόνο τον έσωσε αλλά του δάνεισε και χρήματα, θα δηλώσει ότι δεν τον γνωρίζει και εκείνος, απελπισμένος, θα τον (την) θεωρήσει προδότη.
Όταν ο πραγματικός Σεμπαστιάν βρεθεί στο σπίτι της Ολίβια -και αφού σπάσει στο ξύλο τον σερ Άντριου και τον σερ Τόμπι ο οποίος ενέπλεξε τον πανομοιότυπο του Σεμπαστιάν, αδύναμο «Σεζάριο» σε μονομαχία με τον φοβιτσιάρη σερ Άντριου για την πλάκα του- αυτή, με τη σειρά της, θα τον εκλάβει ως τον «Σεζάριο», στον οποίο έχει ήδη εξομολογηθεί τον έρωτά της, και θα οδηγήσει τον εμβρόντητο Σεμπαστιάν, που δεν αντιδρά γιατί η Ολίβια του αρέσει, ενώπιον ιερέα για να ανταλλάξουν όρκους αιώνιας αγάπης και να κάνουν τον αρραβώνα τους. Αλλά, αργότερα, στη συνάντησή της με τον «Σεζάριο» εκείνος θα αρνηθεί, προς απελπισία της Ολίβια, κάθε δέσμευσή του μαζί της. Μπλέξιμο!

Κάποια στιγμή, επιτέλους, οι δίδυμοι θα βρεθούν ενώπιος ενωπίω και ενώπιον όλων και τότε οι παρεξηγήσεις θα λυθούν οριστικά και τα πολυμπερδεμένα νήματα θα ξεμπλεχτούν: η Ολίβια θα γίνει γυναίκα του Σεμπαστιάν και η Βιόλα, που αποκαλύπτει το φύλο της, γυναίκα του Ορσίνο. Παράλληλα έρχεται στο φως και η φάρσα εις βάρος του καταταλαιπωρημένου Μαλβόλιο που, χολωμένος ως εκεί που δεν παίρνει, ορκίζεται εκδίκηση ενώ ο σερ Τόμπι παντρεύεται την Μαρία εκτιμώντας το σατανικά γόνιμο μυαλό της.
Έτσι όλες οι εκκρεμότητες θα τακτοποιηθούν και το έργο θα κλείσει με ένα τραγούδι του Φέστε. Μελαγχολικό όμως…
Η «Δωδέκατη νύχτα ή Ό,τι προαιρείσθε» έργο της ωριμότητας (χρονολογείται μεταξύ 1600 και 1601, με πρώτη, επίσημα καταγραμμένη, παράστασή του το 1602) του Ουίλιαμ Σέξπιρ είναι μία υπέροχη, παλλόμενη από ερωτισμό, από αισθησιασμό, ξέχειλη από ποιητικότητα, με αστραφτερούς διάλογους, πανέξυπνους αφορισμούς και τολμηρά υπονοούμενα -μελαγχολική- κωμωδία -ίσως η πιο χυμώδης του. Ένα ελευθέριο ξέσπασμα του ποιητή, όπου η αναγεννησιακή φύση αντιμάχεται τα μεσαιωνικά κατάλοιπα. Με δάνεια από τους «Μέναιχμους» του Πλαύτου μέχρι από έργα συγκαιρινών του ή προγενέστερων, ο Σέξπιρ πλάθει, τελικά, ένα δημιούργημα με την αποκλειστική σφραγίδα του πλέκοντας επιδέξια δύο πλοκές -την ερωτική και την κωμική, που την αντλεί από την κομέντια- χαράζοντας χαρακτήρες και τύπους οι οποίοι έμειναν ανάγλυφοι.
Η παράσταση. Ο Δημήτρης Καραντζάς για τη σκηνοθεσία του επέλεξε την έξοχη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, που επιδέξια ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και στο κωμικό, στο τολμηρό υπονοούμενο και στη σύγχρονη έκφραση. Ελάχιστες είναι οι προσθήκες που ο σκηνοθέτης έχει κάνει με αναχρονισμούς -καθόλου απαραίτητες, κατά τη γνώμη μου. Και απέφυγε να ανεβάσει το έργο σαν κωμωδία. Τον οδήγησε η μελαγχολία που το διαπνέει.
Από την άλλη, στο έργο περισσεύουν τα παιχνίδια με τους πανομοιότυπους δίδυμους, με τα ψεύτικα ονόματα, με τις μεταμφιέσεις, με την αλλαγή φύλων, με τον δίσημο ερωτισμό που το διατρέχουν -«τίποτα δεν είναι, όπως είναι» λέει ο Φέστε: η Ολίβια ερωτεύεται έναν νεαρό στον οποίο είναι μεταμφιεσμένη μία κοπέλα την οποία, στην εποχή του Σέξπιρ, έπαιζε ένα αγόρι. Η Βιόλα που την έπαιζε αγόρι και είναι μεταμφιεσμένη σε «Σεζάριο» ερωτεύεται τον Ορσίνο που είναι πολύ τρυφερός μαζί του (της) και στο τέλος την παντρεύεται. Ο Ορσίνο φλέγεται από έρωτα για την Ολίβια που δεν τον θέλει αλλά, τελικά, παντρεύεται την Βιόλα. Ο Αντόνιο εκφράζει σχεδόν απερίφραστα τον έρωτά του για τον Σεμπαστιάν. Η Μαρία φλερτάρει με τον σερ Τόμπι και ο σερ Άντριου ρίχνει ερωτικά υπονοούμενα στην Μαρία. Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από όλα αυτά. Αλλά όχι στείρα, μετασχηματίζοντάς τα σε εύκολες μεταμοντερνιές. Εμπνεύστηκε γόνιμα. Ένα παιχνίδι ειδώλων είναι η παράστασή του, όπου, σε δεύτερο πλάνο, βλέπουμε δράσεις διακριτικές που καθρεφτίζουν τη δράση και τους ήρωες οι οποίοι είναι σε πρώτο πλάνο. Ένα παιχνίδι στιλιζαρισμένο, σαν όλα -με τους υπνωτικούς ρυθμούς και τις γεωμετρικές κινήσεις- να λαμβάνουν χώρα σε μία άλλη σφαίρα, ονειρική, εξωπραγματική, σε έναν ου τόπο -κάτι σαν επιστημονική φαντασία. Όπου όλα είναι σαν να συμβαίνουν και να μη συμβαίνουν, όπου οι έρωτες μοιάζει να προσγειώνονται ανώμαλα.
Αυτό, εκ των πραγμάτων, θα έπρεπε να στερεί το έργο από τους χυμούς του. Και όμως! Παρά το μελαγχολικό, «ψυχρό», «στεγνό», αποστασιοποιημένο εξωτερικό περίβλημα, οι σεξπιρικοί χυμοί σαν να διαχέονται εσωτερικά και να φέρνουν την ισορροπία. Το κείμενο, φτάνει καθαρό, γάργαρο, απλώς με τρόπο διαφορετικό από τον αναμενόμενο στο θεατή. Ο Σέξπιρ, εξάλλου, δια στόματος Φέστε και πάλι λέει: «Οι φράσεις είναι σαν το μαλακό γάντι. Πολύ εύκολα τις γυρίζεις το μέσα έξω».
Ο Δημήτρης Καραντζάς -με σύμβουλο στη δραματουργία την Θεοδώρα Καπράλου και δραματολόγο την Έρι Κύργια-, ώριμος πια, έχει κάνει μία μεταμοντέρνα παράσταση σκεπτόμενη -ένα βήμα μπροστά: χωρίς τα, ενίοτε, φτηνά και κιτς και εύκολα στοιχεία στα οποία ο μεταμοντερνισμός μας έχει συνηθίσει. Και μικρόφωνα υπάρχουν, και μετωπικά στησίματα αλλά όλα αυτά, καλά χωνεμένα, γονιμοποιούν το σεξπιρικό έργο.
Είχε, βέβαια, και άξιους συνεργάτες. Θα αναφέρω πρώτο τον Δημήτρη Καμαρωτό, σπεσιαλίστα πια στο να δημιουργεί ηχητικά περιβάλλοντα σημαίνοντα. Η μουσική δουλειά του και τα τραγούδια του γράφουν.
Αλλά και η Κλειώ Μπομπότη, με τα σκηνικά της -αυτή η πλατφόρμα η οποία βομβαρδίζεται από τα ντυμένα σε κοραλί τούλια κάτι σαν «βέλη του έρωτα» που, στο τέλος, σωριάζονται κάτω είναι μία έξοχη ιδέα-, η Ιωάννα Τσάμη με τα κοστούμια της -εξαιρετική η ενδυματολογική της έμπνευση αυτή τη φορά, μόνο το κοστούμι του σερ Τόμπι το βρήκα κάπως υπερβολικό-, η Σταυρούλα Σιάμου με την κίνησή που δίδαξε και που δίνει ώθηση αποφασιστική στην παράσταση και ο Αλέκος Αναστασίου με τους καίριους φωτισμούς του έχουν βοηθήσει με τον καλύτερο τρόπο το σκηνοθέτη.
Οι ερμηνείες. Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει ζητήσει από τους -καλούς- ηθοποιούς του πιστή εφαρμογή της γραμμής του. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να τους χρησιμοποιεί σαν μαριονέτες -άγονα. Αλλά, προσωπικά, πιστεύω πως μέσα από την αυστηρότητα αυτή, πέρα από τη σκηνοθετική άποψη, αναδεικνύουν, με εσωτερικό τρόπο, χωρίς υποκριτικές επιδείξεις, όσο μπορεί ο καθένας τους, τα χαρίσματά τους. Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αινείας Τσαμάτης, Γιώργος Χρυσοστόμου -με εντυπωσιακά τιθασευμένο τον πληθωρισμό του- και το εύφορο κουαρτέτο των ταλαντούχων νέων Βαγγέλη Αμπατζή, Δημήτρη Κίτσου, Βασίλη Μαγουλιώτη, Σπύρου Χατζηαγγελάκη, στο οποίο η σκηνοθεσία επιδέξια έδεσε όλους τους μικρούς ρόλους (Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν, Πλοίαρχος, Αστυνόμος Ιερέας), είναι, σε γενικές γραμμές, ικανοποιητικότατοι. Αλλά θα ξεχωρίσω την Έμιλυ Κολιανδρή, Βιόλα υπαινικτική αλλά σημαίνουσα, με άψογη αγωγή λόγου, τον Άρη Μπαλλή-Σεμπαστιάν και τον Νίκο Χατζόπουλο που ναι μεν ο ρόλος του είναι αβανταδόρικος αλλά η απόδοσή του με έκανε να σκεφτώ πως ο Μαλβόλιο σαν γι αυτόν τον ηθοποιό να γράφτηκε.

Το συμπέρασμα. Μία εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου, ενδιαφέρουσα παράσταση -που απόψε παίζεται για τελευταία φορά-, με ουσιαστική, εις βάθος σκηνοθετική πρόταση και ιδιαίτερη, υψηλή αισθητική. Λατρεύω το έργο αυτό, αλλιώς το σκεφτόμουν στη σκηνή αλλά ο Δημήτρης Καραντζάς με έπεισε ότι μπορεί να ανεβεί και αλλιώς (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

Εθνικό θέατρο/Κτίριο Τσίλερ/Κεντρική Σκηνή, 4 Ιανουαρίου 2017.

No comments:

Post a Comment