Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Ιανουαρίου 2017
(για περιορισμένο αριθμό αναγνώσεων…)
(για περιορισμένο αριθμό αναγνώσεων…)
(Ε, ναι, αφού ό,τι ανεβαίνει, πια, στη σκηνή είναι «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων», θα καθιερώσω κι εγώ το «για περιορισμένο αριθμό αναγνώσεων». Γιατί να υστερήσω;…).
(Η φωτογραφία απ’ τον ιστορικό «Ερωτόκριτο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, εξώφυλλο του τόμου
«Θεατρικά 1975», αναρτημένη απ’ τον Γιώργο Χατζηδάκη στον ιστότοπο
«Τόπος Θεάτρου).
Έτυχε να δω στο Mezzo ένα γκαλά όπερας, απ’ την Όπερα της Αστανά -τέως Ακμολί, πρωτεύουσας του Καζακστάν απ’ το 1997, όταν αντικατέστησε την Αλματί, τέως Άλμα-Ατά. Γκαλά που χρονολογείται από 22 Οκτωβρίου 2013, χρονιά των εγκαινίων της καζάκικης Όπερας. Πολύ πετρέλαιο, πολύ φυσικό αέριο, πολλά λεφτά, πολλή διαφθορά, πολύ μικρό ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του λόγου…, πολύ κιτς, αισθητική Νουρσουλτάν Ναζαρμπάιεφ, προέδρου της χώρας -περίπου, ισόβιου, απ’ το 1990 (!), σοβιετική κληρονομιά…-, που με παρέπεμψε σε «Σκόπια 2014» του Γκρούεφσκι αλλά κι εξαιρετικές φωνές, εξαιρετικοί κι οι λοιποί σολίστες, εξαιρετικό γενικά το μουσικό επίπεδο.
Τι τα θέλω, τώρα, ολ’ αυτά; Ως πρόλογο. Για να σας πω ότι ξαφνικά είδα να βγαίνει στη σκηνή η Ελένα Ομπραστσόβα. Μια Μεγάλη μέτζο. Μια Μεγάλη Κυρία της όπερας. Μια Ερμηνεύτρια. Με σκηνική παρουσία συντριπτική. Και να τραγουδάει τη σκηνή της κρεβατοκάμαρας της Κόμισας απ’ την «Ντάμα πίκα» του Τσαϊκόφσκι -με την ένθετη γαλική άρια απ’ τον «Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο» του Γκρετρί, ως ανάμνηση απ’ τα νιάτα της. Κι έμεινα εμβρόντητος: ήταν τότε 74 χρόνων! Σωματικά καταβεβλημένη, με χέρια τρεμάμενα αλλά φωνητικά καθόλου τρεμάμενη -ακμάζουσα! Και θυμήθηκα ξανά το αξέχαστο: την Ομπραστσόβα να τραγουδάει «Voi lo sapete, o mamma» απ’ την «Καβαλερία ρουστικάνα» στο Ηρώδειο -αν δεν τα συγχέω, το ’82, σε συναυλία της Ορχήστρας της Όπερας Μπαλσόι.
Και να πέφτει το θέατρο. ΦΩΝΑΡΑ. Μεστή, σαν ώριμος, πολύχυμος καρπός. Με ηχοχρώματα που θυμίζανε (-ουνε) Κάλλας. Και μια ωραία γυναίκα.
Και μετά μπήκα στο youTube και πληκτρολόγησα Elena Obraztsova. Κι έπεσα σ’ ένα θησαυρό. Και βούλιαξα μέσα. Κι ακόμα να βγω…
Δε ζει πια η Ελένα Βασίλιεβνα Ομπραστσόβα. Πέθανε στα 76 της -πριν από δυο χρόνια, τον Ιανουάριο του ’15. Αλλά η φωνή της, μια φωνή σπάνια, ζει. Και θα ζει. Ψάξτε την! Ένα δείγμα:
Με πήρε και με σήκωσε… Με πήρε και με σήκωσε… (Υπό την έννοιαν του «κάτσε καλά, γιατί θα σε πάρει ο διάολος και θα σε σηκώσει» που ’λεγε η μανούλα μου). Ο «Άνεμος» του Κωνσταντίνου Ρήγου. Στο «Κοτοπούλη» του Εθνικού. Με πήρε και με σήκωσε. Τόσος κόπος, τόσοι καλοί ηθοποιοί, τόσες ωραίες εικόνες και… το τίποτα. Κατά την άποψή μου, βέβαια. Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου –δραματουργία και κείμενα Ξένια Αηδονοπούλου- με πολλή ένθετη μπουρδολογία επί μία ώρα και σαραπέντε λεπτά, με κορωνίδα το «Να εξοντώσουμε τον θάνατο!». Εξοντώθηκα.
Σας έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 21 Ιανουαρίου, για τον «Εδουάρδο Β΄» του Μάρλοου που θ’ ανεβάσει ο Κοραής Δαμάτης στην «Αθηναϊκή Σκηνή». Κι ανέφερα ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ειν’ ο μόνος που ’χει ανεβάσει το έργο στην Ελλάδα -το 2000. Φίλος μού θύμισε ότι μια χοροθεατρική παράσταση βασισμένη στον «Εδουάρδο Β΄» του Μάρλοου, ομότιτλη, έχει κάνει κι ο Πέτρος Γάλλιας -σκηνοθεσία και χορογραφία- τις σεζόν 2004/2005 και 2005/2006, με το χοροθέατρό του «Ήρος Άγγελος» -με χορευτές και χορό αλλά και με ηθοποιούς και λόγο, σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον το ημιτελές -αυτοβιογραφικό- «Θεατρικό μυθιστόρημα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όπως το μετέπλασαν για το θέατρο με τον τίτλο «Μαύρο χιόνι. Το ημερολόγιο ενός μακαρίτη»» η Δήμητρα Κονδυλάκη κι ο Κώστας Φιλίππογλου κι όπως ο δεύτερος το ανέβασε στην «Πόρτα» όπου παίζεται. Οι ταλαιπωρίες που υπέστη ο συγγραφέας σ’ όλη του τη ζωή στην Σοβιετική Ένωση των δεκαετιών του ’20 και του ’30 και, ειδικότερα, η περιπέτειά του μ’ ένα θεατρικό του έργο, που μετ’ εμποδίων το ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, περιγράφονται -καλυμμένα βέβαια- γλαφυρά, απολαυστικά, με ειρωνεία καυστική -αλλά και σ’ ένα μαύρο, σκοτεινό φόντο…- ενώ η σατιρική απομυθοποίηση του Κονσταντίν Στανισλάφσκι σπάει κόκαλα. Η πολύ καλή παράσταση αναδεικνύει το κείμενο αλλά ένοιωσα πως απ’ τους νεαρούς ηθοποιούς έλειπε η ενέργεια που ’χει ο ίδιος ο Κώστας Φιλίππογλου ο οποίος ερμηνεύει και τον, εκ των κεντρικών ηρώων, σκηνοθέτη Ιβάν Βασίλιεβιτς.
Όταν ιδρύθηκε το 2008 το σωματείο «Διάζωμα» με στόχο την προστασία και την ανάδειξη των αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης (θέατρα, ωδεία, αμφιθέατρα, στάδια, ιππόδρομοι κλπ), είχα σκεφτεί, παρά τα πολλά εκλεκτά ονόματα ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του, πως δε θα ’ταν παρά μια κίνηση ακόμα που θα προσέκρουε στα γραφειοκρατικά γρανάζια και σιγά-σιγά θα ξεθύμαινε. Αμ’ δε!
Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στη σπάνια ενέργεια που διαθέτει ο Σταύρος Μπένος, η ψυχή του «Διαζώματος» και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του, αλλά έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια και το «Διάζωμα» όχι απλώς δεν ξεθύμανε, αλλά θαυματουργεί. Ξεπερνώντας εμπόδια και αντιξοότητες και γραφειοκρατίες, πολλά έχει επιχειρήσει και πολλά έχει καταφέρει -ανάδειξη αρχαίων θεάτρων, προώθηση κι ενίσχυση ανασκαφών, «πολιτιστικές διαδρομές», αρχαιολογικά πάρκα, εκδόσεις, ντοκιμαντέρ, διαλέξεις, παρεμβάσεις και συνεργασίες και χορηγίες- και ακαταπόνητο συνεχίζει. Με δραστηριότητα συνεχώς αυξανόμενη. Οπότε, μόνο μπράβο. Κάτι σα να ζω εκτός Ελλάδος…
Πιο ενδιαφέρον θέμα δε βρίσκεις εύκολα. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ηγέτης του ΚΚΕ επί 25, ουσιαστικά, χρόνια -τα χρόνια της θύελλας (1931-1956)-, αποκηρυγμένος, στη συνέχεια, απ’ το κόμμα του, σ’ εξορία στην Σιβιρία όπου αυτοκτόνησε το 1973, προσωπικότητα εντελώς αμφιλεγόμενη -θεωρούμενος από ήρωας μέχρι πράκτορας των Άγγλων-, ενέπνευσε τον Γιώργο Κοτανίδη να γράψει το θεατρικό «Ομπίντα. Οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη» -που ’χει ο ίδιος σκηνοθετήσει, με συνεργαζόμενο σκηνοθέτη τον Ιωσήφ Βαρδάκη, στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», ερμηνεύοντας και τον κύριο ρόλο.
Πολύ επικίνδυνο, το εγχείρημα. Το αποτέλεσμα, βέβαια, βοά για την πολύ σοβαρή έρευνα που ’κανε ο Γιώργος Κοτανίδης με σκοπό να εκφράσει -και μάλιστα πολύ ισορροπημένα- τη δική του αλήθεια για τον Ζαχαριάδη -μια αλήθεια, πάντως, που χωρίς να τον αγιοποιεί, δείχνει να τον δικαιώνει. Αλλά, δυστυχώς, δραματουργικά, κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα πάσχει. Σοβαρά. Οι πληροφορίες κι οι γνώμες κι οι μαρτυρίες δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνουν θεατρικός διάλογος που να περάσει απ’ το στόμα του ηθοποιού και να πείσει. Αν ακολουθούσε το δρόμο του καθαρού θεάτρου-ντοκουμέντου, ίσως το αποτέλεσμα να ’ταν πιο πειστικό.
Εξαιρετική η παράσταση της -όχι συχνά παιζόμενης κι, αν δε λαθεύω, στην Ελλάδα άπαιχτης- όπερας του Γκουνό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», σε μουσική διεύθυνση Τζαναντρέα Νοσέντα, που μεταδόθηκε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής απ’ την «Μετροπόλιταν Όπερα» της Νέας Ιόρκης, στη σειρά μεταδόσεων «The Metropolitan Opera HD Live».
Ο σκηνοθέτης Μπάρτλετ Σερ δεν ακολούθησε την ακατάσχετη -και, συνήθως, στείρα- μόδα του χοντροκομμένου εκμοντερνισμού στη σκηνοθεσία της όπερας. Με μικρές, έξυπνες, ανάλαφρες παρεμβάσεις έστησε μια φρέσκια παράσταση πάνω σ’ ένα πατάρι στην πλατεία μιας σκηνογραφικά μνημειακής Βερόνας του Μάικλ Γέργκαν, πατάρι που μεταβλήθηκε μέχρι και σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Υπέροχα τα -λίγο α λα «Καζανόβα» του Φελίνι- κοστούμια της Κάθριν Ζούμπερ,
εξαίρετοι φωνητικά κι οι πρωταγωνιστές Βιτόριο Γκρίγκολο, -όμορφος, ευλύγιστος, νεανικότατος- και Ντιάνα Ντάμράου -έστω κάποιας ηλικίας, που με την υποκριτική και την κίνησή της, όμως, προσπάθησε, έστω κι όχι πάντα επιτυχώς, να κρύψει το μειονέκτημά της αυτό για το ρόλο της δεκατετράχρονης-, με την υπέροχη –φωνή κρυστάλλινη, κοψιά, φρεσκάδα, ακτινοβολία, υποκριτική…- γαλίδα μέτζο Βιρζινί Βερέζ να κλέβει την παράσταση στον όχι εκτεταμένο -πρόσθετο στο λιμπρέτο της όπερας του Γκουνό, δεν υπάρχει στην τραγωδία του Σέξπιρ- τραβεστί ρόλο του υπηρέτη Στέφανο.
Μόνο που -τα ’χουμε ξαναπεί…- η Aίθoυσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου δε διαθέτει τον σωστό ηχητικό εξοπλισμό για τις μεταδόσεις αυτές.
Η στήλη ειν’ αφιερωμένη σήμερα στη μνήμη του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου που ’φυγε απ’ τη ζωή την Τρίτη 24 Ιανουαρίου και κηδεύεται σήμερα. Στον Σπύρο Ευαγγελάτο των θεατρικά αθώων χρόνων της νιότης μου. Στον Ευαγγελάτο που με τους «Γίγαντες του βουνού», με την πρώτη του «Ηλέκτρα», με την «Λυσιστράτη» του, με τον «Φάλσταφ» του, με..., με… και, πάνω απ’ όλα, με τον «Ερωτόκριτό» του -δεν τον ξεχνώ!- μου ’δειξε πως υπάρχει κι ένα άλλο θέατρο: ασπαίρον, σπαρταριστό -ζωικό θα το ’λεγα
No comments:
Post a Comment