Το Τέταρτο Κουδούνι / 12 Ιανουαρίου 2017
Ηθοποιός με τσαγανό. Εξαίρετος. Ικανός και ώριμος πια να παίξει Άμλετ. Και το αποδεικνύει αυτό στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης. Είναι ένας Άμλετ απόλυτα δοσμένος, με βαθιά εσωτερικότητα, με κύρος σκηνικό και με ήθος σκηνικό και με μια επίγευση πίκρας. Ένας Άμλετ με βαρίδια. Κρίμα που η παράσταση του Γιάννη Κακλέα δεν ειν’ αντάξιά του. Γιατί, αν ήταν, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης πιστεύω πως θα ’κανε, τελικά, τον καλύτερο Άμλετ που εμφανίστηκε στην ελληνική σκηνή -τουλάχιστον απ’ το ’71 που βλέπω συστηματικά θέατρο.
Δέκα καλά έχει η παράσταση, εκατόν δέκα ασ’ τα να πάνε… Λάθη στη διανομή, αμηχανίες, αρρυθμίες, μια Οφηλία που κινείται μεταξύ «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» και «Αστέρως», ένας Λαέρτης που έσκιζε εμφανισιακά και χορευτικά όταν έκανε μιούζικαλ αλλά δεν είναι το ίδιο να εκφέρεις με φωνή απ’ το λάρυγγα τον σεξπιρικό λόγο, οι Ρόζενκραντς και Γκίλντενστερν ως ντουέτο Χοντρός -Λιγνός του μιούζικ χολ, μια Γερτρούδη (χωρίς γαλικά αλλά) με πολύ πιάνο, μερικοί ηθοποιοί που ΠΟΛΥ εκτιμώ κι εδώ χαραμίζονται, άδετοι μεταξύ τους, ανεκδιήγητα ορισμένα απ’ τα κοστούμια -της Οφηλίας, λόγου χάριν, και το πρώτο του Κλαύδιου… Κρίμα.
Το Εθνικό τα πάει καλά, με πολλά ενδιαφέροντα ανοίγματα και πολλά σχέδια, παρά τις γκρίνιες και παρά τις δυσκολίες, το ΚΘΒΕ τα πάει καλά, παρά τις γκρίνιες και παρά τις δυσκολίες,
ο διορισμός του Γιώργου Κουμεντάκη, ενός καλλιτέχνη με Ήθος, με ευγένεια, με γνώσεις στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Λυρικής έγινε ομόφωνα δεκτός θετικά κι όλοι ελπίζουμε, παρά τις επερχόμενες δυσκολίες, να τα πάει καλά. Στο Ελληνικό Φεστιβάλ ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, παρά τα δυσάρεστα που μεσολάβησαν, περιμένουμε μ’ αισιοδοξία να δείξει τα προγράμματά του για το καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ο Ορέστης Ανδρεαδάκης κι η Ελίζ Ζαλαντό τα πάνε περίφημα, παρά τις δυσκολίες, η Στέγη, καλά, σκίζει -όλο και κάτι καινούργιο-, απ’ το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», παρά τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις, πολλά περιμένουμε, η Λυδία Κονιόρδου στο τιμόνι του υπουργείου Πολιτισμού τυγχάνει εκτίμησης, ε, ξέρω και βλέπω τα προβλήματα και τα αρνητικά αλλά ας είμαστε πιο αισιόδοξοι ως προς τον πολιτισμό μας για το 2017 -ζορίζομαι να αισιοδοξήσω, τ’ ομολογώ, αλλά πρέπει. Εκείνο το Μέγαρο, μόνο, παρά την παρουσία του Μίλτου Λογιάδη που εκτιμώ στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή , με προβληματίζει έως και με ανησυχεί…
Η χαρά του χορού. Μια εξαιρετικά ανομοιογενή, ετερόκλητη -εκ προθέσεως- εικοσαμελή ομάδα συγκρότησε ο Ζερόμ Μπελ στο «Gala» του που είδαμε στην Στέγη: από μια εξαιρετική χορεύτρια και μια γυμνάστρια μέχρι εν’ αγόρι με κινητικά προβλήματα σε αμαξίδιο, από ένα χαριτωμένο, εξάχρονο πάνω-κάτω, κοριτσάκι κι έναν μαυρούλη έφηβο μέχρι ένα αξιοθαύμαστο ώριμο ζευγάρι, από εν’ αγόρι με ειδικές ανάγκες αλλά και με εντυπωσιακά γυμνασμένο σώμα -θα μπορούσε να ’ναι κι αθλητής στους Παραολυμπιακούς- μέχρι τη θαρραλέα τρανς ακτιβίστρια Άννα Κουρουπού, από ηθοποιούς όπως η Νάντια Κοντογεώργη κι ο Μάξιμος Μουμούρης μέχρι έγχρωμους…
Και τους έβαλε -τους άφησε, θα ’ταν το σωστότερο -στη σκηνή να χορέψουν. Ελεύθερα. Ό,τι μπορούν. Όσο μπορούν. Όπως μπορούν. Από μπαλέτο και βαλς μέχρι φιγούρες Μάικλ Τζάκσον. Και να κάνουν από αυτοσχεδιασμούς και σόλο μέχρι παιχνίδια με κορδέλες καταλήγοντας σ’ ένα θριαμβευτικό φινάλε με το «New York, New York». Χωρίς να τους διδάξει χορογραφίες -πάνω και πέρα από κανόνες, πέραν του «ωραίου» και του «επιτυχημένου», πέραν του «ακαλαίσθητου» και του «άτεχνου». Ο καθένας με τις ευκολίες ή τα προβλήματά του, ο καθένας με τις δυνατότητές του, αφέθηκαν σ’ ένα πανηγύρι που τους διασκέδαζε, τους ευχαριστούσε, το απολάμβαναν -το ’βλεπες. Κι, ολότελα δοσμένοι, μας μετέφεραν μια αίσθηση χαράς επιμένοντας με πείσμα, ακόμα και πονώντας και κουτσαίνοντας, όπως η τραυματισμένη στον αστράγαλο Άννα Κουρουπού: ένα μάθημα για το τι σημαίνει διαφορετικότητα και μια απόδειξη πως όλοι μπορούμε να κάνουμε τέχνη, αν την αισθανόμαστε (Φωτογραφίες: Ιωάννα Χατζηανδρέου).
Ναι, το καταλαβαίνω, υπάρχει στην ελληνική σκηνή ένας κορεσμός -όσο σημαντικά ή σπουδαία κι αν είναι- με τα γνωστά -τα πασίγνωστα πια, τα χιλιοπαιγμένα, και ξανά και ξανά…- έργα του Τενεσί Γουίλιαμς -«Ο γυάλινος κόσμος», και «Λεωφορείο ο Πόθος», και «Καλοκαίρι και καταχνιά», και «Τριαντάφυλλο στο στήθος», και «Λυσσασμένη γάτα», και «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», και «Γλυκό πουλί της νιότης»…
Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι η καταφυγή στα μετά την «Νύχτα της Ιγκουάνα» έργα του. Τα αποτυχημένα, τα ατελή, τα αναμασήματα παλιών θεμάτων του και ρόλων του -και δικαιολογημένα αποτυχημένα, ο άνθρωπος είχε καταρρεύσει και πάλευε με τα ψυχιατρεία και τις αποτοξινώσεις και τα χάπια.
και να τα διαλέγουν οι θιασάρχες μας και να τα προτείνουν οι παραγωγοί μας. Ως λιγότερο γνωστά, άρα πιο ελκυστικά; Ως διαμάντια παρεξηγημένα; Γιατί τα εκτιμούν και πιστεύουν ότι αξίζει να τα δούμε; Λυπάμαι αλλά προσωπικά κανένα και κανένας δεν μ’ έπεισε.
Είδα πέρσι την «Κραυγή» που ανέβασε στο «Faust» η Έλλη Παπακωνσταντίνου, με Αλέκο Συσσοβίτη και Μάνια Παπαδημητρίου -το ’χα δει και παλιότερα-,
είδα πρόσφατα στο «Olvio» -τι νοικοκυρεμένο, άνετο, καλόγουστο θεατράκι!- και «Το βασίλειο της γης» σκηνοθετημένο απ’ την Ιόλη Ανδρεάδη, με Παναγιώτα Βλαντή, Ορέστη Τζιόβα και Κρις Ραντάνοφ -επίσης το ’χα δει και παλιότερα. Ε, δεν… Ένας Τενεσί Γουίλιαμς σκιά του παλιού εαυτού του -το πρώτο μια μουτζούρα, το δεύτερο ένα αμήχανο εργάκι τρίτης σειράς. Κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον. Οπότε, πώς να μην απορώ;
Όταν βλέπω θιάσους, για παραστάσεις τους που ήδη παίζονται ή συνεχίζουν για δεύτερη χρονιά «λόγω επιτυχίας», να στέλνουν με το δελτίο Τύπου, προς επίρρωσιν, «κριτικές κοινού» απ’ το «Αθηνόραμα»» γιατί μελαγχολώ; Και δυσπιστώ;
Η στήλη σήμερα είναι αφιερωμένη στη μνήμη του σκηνογράφου κι ενδυματολόγου Γιώργου Ασημακόπουλου, άνθρωπου γλυκύτατου, συμπαθέστατου, ζεστού, φιλόξενου, με χιούμορ παιχνιδιάρικο, που ’φυγε απ’ τη ζωή ταλαιπωρημένος, στο κλείσιμο της περσινής, πια, χρονιάς -στις 31 Δεκεμβρίου- αφήνοντας τ’ ανάλαφρα χνάρια του στο ελληνικό θέατρο. Και μόνο τη μνημειώδη δουλειά-σκηνικά ΚΑΙ κοστούμια- στο υπέροχο «Βίρα τις άγκυρες» του Εθνικού Θεάτρου, των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα και -κυρίως- του Σταμάτη Φασουλή
-αλλά και των άλλων εκλεκτών-, που ζωντάνεψε εκρηκτικά και συγκινητικά όλη τη χρυσή ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης -απ’ το 1894 του «Λίγο απ’ όλα» μέχρι το 1973 του «Κι εσύ χτενίζεσαι» και του «Ελεύθερου»- και που παίχτηκε για δυο σεζόν -πάντα φαντασιώνομαι μια αναβίωση της παράστασης αυτής απ’ το Εθνικό στο «Κοτοπούλη»«Rex», 20 χρόνια κλείνουν, άλλωστε, φέτος- να ’χε κανει θα ’ταν αρκετή για να γραφτεί τ’ όνομά του με γράμματα χρυσά στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ας είναι αναπαυμένος. Θα τον θυμόμαστε.
No comments:
Post a Comment