Το έργο. Έτος 1984: μέλλον, σε σχέση με το 1948 που γράφτηκε το βιβλίο -από αναστροφή των δύο τελευταίων ψηφίων της χρονιάς συγγραφής του προέρχεται, άλλωστε, ο τίτλος του «Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα». Μέλλον -όχι και τόσο…- μακρινό και οδυνηρό.
Τρεις οι υπερδυνάμεις που κυριαρχούν στον κόσμο: Ωκεανία, Ευρασία, Ανατολασία -οι πόλεμοι και οι συμμαχίες μεταξύ τους εναλλάσσονται. Τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος είναι η άρχουσα τάξη στην Ωκεανία. Και ο ηγέτης του, ο Μεγάλος Αδελφός, ο απόλυτος μονάρχης της. Η Νέα Ομιλουμένη είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους -μία γλώσσα που το λεξιλόγιό της προοδευτικά συρρικνώνεται. Και η αδιάκοπη παρακολούθηση των πολιτών μέσα από τηλεοθόνες που δεν σβήνουν ποτέ και από μικρόφωνα είναι η βασική πλατφόρμα άσκησης της εξουσίας: «Ο Μεγάλος Αδελφός σε παρακολουθεί», η διαρκής, απροκάλυπτη υπόμνηση-λάιτ μοτίφ -κάτι σαν θυρεός. Οι υπήκοοι διώκονται από την Αστυνομία Σκέψης ακόμα και για Εγκλήματα Σκέψης. Και τα παιδιά εκπαιδεύονται για καταδότες ακόμα και των γονιών τους. «Ο πόλεμος είναι ειρήνη. Η ελευθερία είναι σκλαβιά. Η άγνοια είναι δύναμη», το τριπλό σύνθημα που βασιλεύει.
Υπάρχει, βέβαια, και η Αδελφότητα, ένα υπόγειο δίκτυο που έχει δημιουργηθεί από τον Ιμάνιουελ Γκόλντστάιν, συνιδρυτή του Εσωτερικού Κόμματος, ο οποίος, όμως, στράφηκε εναντίον του Μεγάλου Αδελφού και αποχώρησε, υπάρχει και η επαναστατική ομάδα Αντίσταση της οποίας ηγείται ο Γκόλντστάιν και στην οποία αποδίδονται όλα τα δεινά. Μόνο, που τόσο ο Γκόλντστάιν και η Αντίσταση, όσο και ο Μεγάλος Αδελφός καθόλου σίγουρο δεν είναι ότι υπάρχουν…
Ο Ουίνστον Σμιθ, που ανήκει στα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος, τα οποία δεν έχουν σχεδόν καμία πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά, ζει στο Λονδίνο της Πρώτης Περιοχής -τα απομεινάρια της διαλυμένης από τον πόλεμο, τις εμφύλιες συγκρούσεις και την επανάσταση, άλλοτε Βρετανίας-, ενός από τους Τομείς στους οποίους διαιρείται η Ωκεανία. Εργάζεται στο Υπουργείο Αλήθειας, εντεταλμένο να τροποποιεί τα αρχεία ώστε να διατηρείται μόνο η εγκεκριμένη από την κεντρική εξουσία άποψη για την ιστορία και τα γεγονότα, επιφορτισμένος με την «αναίρεση», ήτοι την εξάλειψη από τη συλλογική μνήμη, οριστικά, των αντιφρονούντων -ποτέ δεν υπήρξαν!
Μόνο που και ο ίδιος είναι αντιφρονών -επιθυμεί όλα να αλλάξουν και πιστεύει ότι «ελευθερία είναι το δικαίωμα να μπορείς να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα». Μισεί τον Μεγάλο Αδελφό, μισεί τον τρόπο ζωής τον οποίο είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί, γράφει ημερολόγιο, πράγμα που απαγορεύεται, κάνει σεξ με τη συνάδελφο και ομοϊδεάτισσά του Τζούλια, με την οποία ερωτεύονται -πράγμα το οποίο, επίσης, απαγορεύεται αυστηρά-, σε ένα κρυφό, ξεχασμένο δωμάτιο χωρίς τηλεοθόνη, που τους νοικιάζει ο αντικέρης Τσάρινγκτον… Και, μαζί με την Τζούλια, πλησιάζουν τον μυστηριώδη O’Μπράιεν που ο Ουίνστον θεωρεί πράκτορα της Αδελφότητας και ο οποίος τους μυεί, υποτίθεται, στην Αντίσταση. Αλλά τελικά θα αποδειχθεί πράκτορας της Αστυνομίας Σκέψης. Το ίδιο και ο Τσάρινγκτον. Που θα τους καταδώσει.
Θα τους συλλάβουν. Στο Υπουργείο Αγάπης, με «ενορχηστρωτή» τον Ο’Μπράιεν, υποβάλλουν τον Ουίνστον, σε βασανιστήρια -ηλεκτροσόκ. Όταν τον οδηγήσουν, για την τελική φάση της «αναμόρφωσής» του, στον Θάλαμο 101, όπου βασανιστήρια δεν είναι παρά οι χειρότεροι εφιάλτες του θύματος -οι αρουραίοι που τον ροκανίζουν, στη δεδομένη περίπτωση-, ο καταρρακωμένος Ουίνστον θα προδώσει την Τζούλια. Αλλά, όπως, αργότερα, θα του εξομολογηθεί, το ίδιο θα κάνει κι εκείνη, όταν βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Οι βασανιστές έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους.
Το μυθιστόρημα «Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα» (1949) του Τζορτζ Όργουελ, μυθιστόρημα επιστημονικής -και πολιτικής- φαντασίας (;), επηρεασμένο από τις παγκόσμιες μεταπολεμικές εξελίξεις, καθώς γράφτηκε ακριβώς την «επόμενη μέρα» του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και εμπνευσμένο από τη σταλινική, προσωπολατρική Σοβιετική Ένωση της εποχής -ο Ιμάνιουελ Γκόλντστάιν βοά ότι είναι ο Τρότσκι…-, έργο σημαδιακό, επιδραστικό, που αποδείχτηκε και προφητικό -το διαδίκτυο (και όχι μόνο το διαδίκτυο) είναι η απόδειξη του θεωρήματος…-, θεωρείται σταθμός στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Ο βρετανοί συγγραφείς και σκηνοθέτες Ρόμπερτ Άικι και Ντέιβιντ ΜακΜίλαν έκαναν (2013) με το «1984» τους μία έξυπνη και καθόλου εικονογραφική προσαρμογή για το θέατρο του έργου του Όργουελ, όπου ο Ουίνστον Σμιθ παίρνει, κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να ονοματίζεται, τη θέση του συγγραφέα και το θεατρικό έργο ανοίγει και κλείνει με ευθείες αναφορές στο βιβλίο -κάτι σαν θέατρο εν βιβλίω. Η προσαρμογή αυτή, σίγουρα, φέρνει πιο κοντά στο σημερινό θεατή το οργουελικό πνεύμα. Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι, όμως, πως, αν δεν γνωρίζει το βιβλίο, ο θεατής θα δυσκολευτεί, θα θολώσει: οι δύο συγγραφείς είναι ιδιαίτερα αφαιρετικοί.
Η παράσταση. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, υπογράφοντας η ίδια την εξαιρετική μετάφραση, υπερέβη, κατά τη γνώμη μου, με τη σκηνοθεσία της το θεατρικό κείμενο των Άικι και ΜακΜίλαν. Φώτισε, όσο μπορούσε, σκοτεινές γωνίες του και έστησε μία γρήγορη, σφριγηλή, δυναμική -μέχρι τον παροξυσμό- παράσταση, εξαιρετικών ρυθμών και απρόσκοπτης ροής, όπου η τεχνολογία έχει -και δικαίως, απλώς, ίσως, θα μπορούσε να μην απλώσει τόσο το στοιχείο αυτό η σκηνοθέτρια- το πάνω χέρι. Μία παράσταση άψογα οργανωμένη στις λεπτομέρειες και πειστικότατη στις σκηνές των βασανιστηρίων, όσο και αν διακρίνεται μία τάση εντυπωσιασμού του θεατή. Το παλιό, ξεχασμένο τραγούδι που τη διατρέχει, συγκινητικό εύρημα το οποίο την κλείνει αφήνοντας κάποια αχτίδα φωτός να περάσει εκεί όπου όλα είναι σκοτάδι.
Για την αποτελεσματικότητα της παράστασης αποφασιστικής σημασίας είναι τα -λειτουργικότατα, παρά τα προβλήματα που θέτει η ακατάλληλη για το εγχείρημα σκηνή του θεάτρου «Βασιλάκου»- σκηνικά της Εύας Μανιδάκη -οι διάφανοι τοίχοι, ο «ψυχρά» επιβλητικός Θάλαμος 101…-, όπως έξοχα τα έχει φωτίσει ο Νίκος Βλασόπουλος -και όπου η αφαίρεση δεν γίνεται το άλοθι της παραγωγής ως άποψη… Αλλά και τα φαιά κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, οι «επιθετικές» μουσικές του ιδιαίτερα ταλαντούχου Γιώργου Πούλιου καθώς και ο ηχητικός σχεδιασμός του Νικόλα Καζάζη, τα άψογα οργανωμένα βίντεο, βέβαια, του Στάθη Αθανασίου, που λειτουργούν τέλεια και η δουλειά των λοιπών συντελεστών.
Οι ερμηνείες. Από τη χρήσιμη διανομή, στους μικρότερους ρόλους ξεχώρισα την Σεραφίτα Γρηγοριάδου και τον εξαίρετο ηθοποιό Σωτήρη Τσακομίδη. Το κοριτσάκι που είδα να παίζει το Παιδί έμοιαζε, δυστυχώς, ακαθοδήγητο.
Η Λένα Δροσάκη ικανοποιητική αλλά κάπως άνευρη Τζούλια. Ο Νίκος Κουρής, ώριμος πια, με μέγεθος, φωτίζει με αποχρώσεις σκοτεινές τον Ο’Μπράιεν δίνοντας κύρος σε ένα ρόλο όχι ιδιαίτερα ευνοημένο. Ο Αργύρης Πανταζάρας
αποδεικνύεται ιδεώδης Ουίνστον Σμιθ: αναδεικνύει -και σωματικά- όλη την καταπίεση μέσα στην οποία ζει ο οργουελικός ήρωας αλλά και όλη του την έφεση για αλλαγή, για ελευθερία. Το ιδιαίτερο είναι πως, σε αντίθεση με τον Τρελό του στον «Βασιλιά Λιρ» του Τομάζ Παντούρ και τον Μεφιστοφελή του στον Φάουστ, επίσης, της Κατερίνας Ευαγγελάτου, τους δύο προηγούμενους ρόλους του όπου έδειχνε να επαναπαύεται σε -εντυπωσιακές, ομολογουμένως- ευκολίες και να επαναλαμβάνεται στα όρια της έλλειψης μέτρου, εδώ ο νεαρός, καλός ηθοποιός κάνει στροφή 180° και υιοθετεί -με τις οδηγίες της σκηνοθέτριας, προφανώς- τόνους χαμηλούς και ημιτόνια και παύσεις σημαίνουσες. Μία ερμηνεία αξιομνημόνευτη.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ρωμαλέα, άψογα οργανωμένη, με καλές έως εξαιρετικές ερμηνείες, την οποία σας συστήνω με την
υπόμνηση ότι θα πρέπει να είστε έτοιμοι για τις σκληρές, ρεαλιστικές σκηνές των βασανιστηρίων -αλλά κουλάρετε, θέατρο είναι! (Φωτογραφίες από πάνω προς τα κάτω: 1, 2, 3, 5, 9, 11, του Σταύρου Χαμπάκη, 4, 6, 7, 8, 12, 13, 14, του Νίκου Πανταζάρα, 10, του Μιχάλη Κλουκίνα).
«Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου», 13 Ιανουαρίου 2017.
No comments:
Post a Comment