Το έργο. Κυριακάτικο πρωινό Αυγούστου, σε μία μικρή πόλη, κάπου στις ΗΠΑ -ίσως στο Οχάιο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει λήξει πρόσφατα. Έχουν περάσει σχεδόν τριάμισι χρόνια από τη μέρα που ο Λάρι Κέλερ έχει κηρυχθεί αγνοούμενος -όταν το αεροπλάνο που πιλοτάριζε στον Πόλεμο κατέπεσε. Στο πατρικό του, ο εξηντάχρονος πατέρας του Λάρι, ο Τζο, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που, με το εργοστάσιό του -το οποίο σήμερα κατασκευάζει ηλεκτρικά είδη και ακμάζει-, στη διάρκεια του Πολέμου, πλούτισε εφοδιάζοντας με εξαρτήματα, την αμερικάνικη πολεμική αεροπορία, και η μητέρα του Κέιτ που εμμονικά αρνείται να παραδεχθεί πως ο Λάρι σκοτώθηκε, υποδέχονται την Αν Ντίβερ, την κοπέλα του Λάρι, που είχαν χρόνια τη να δουν.
Κόρη του Στιβ Ντίβερ, άλλοτε γείτονά τους και συνεταίρου του Τζο, έχει δημιουργήσει, χωρίς οι γονείς του να το ξέρουν, σχέση με τον αδελφό του Λάρι, τον Κρις, έντιμο και ευαίσθητο νέο -που γύρισε από τον Πόλεμο, δύο χρόνια πριν, με τα δικά του ψυχολογικά τραύματα-, απογοητευμένο που ο κόσμος συνεχίζει να πορεύεται χωρίς τίποτα να έχει διδαχτεί από τα όσα συνέβησαν. Ο Κρις έχει καλέσει την Αν για να τη ζητήσει σε γάμο και να το ανακοινώσουν στους γονείς του, με φόβο, πάντως, για τις αντιδράσεις της μητέρας του που συνεχίσει να θεωρεί την Αν «το κορίτσι του Λάρι».
Το παρελθόν των δύο οικογενειών έχει αμαυρωθεί από ένα γεγονός με τραγικά αποτελέσματα: μία φουρνιά από τους κυλίνδρους, τους οποίους το εργοστάσιο του Τζο και του Στιβ προμήθευε στην αεροπορία, αποδείχτηκε ελαττωματική, με αποτέλεσμα 21 πιλότοι να σκοτωθούν όταν τα αεροπλάνα τους έπεσαν. Στη δίκη που ακολούθησε ο Τζο, που αρχικά καταδικάστηκε, αθωώθηκε στο εφετείο ενώ η ευθύνη χρεώθηκε στον Στιβ που ακόμα εκτίει την ποινή του, ατιμασμένος και με τα παιδιά του να του έχουν γυρίσει την πλάτη και να μην τον έχουν ποτέ επισκεφθεί.
Όταν, όμως, μετά από λίγο, εμφανίζεται στο σπίτι των Κέλερ, ο Τζορτζ, ο δικηγόρος αδελφός της Αν, που, πριν από λίγο, έκανε επισκεπτήριο, για πρώτη φορά, στον πατέρα του, η ευαίσθητη ισορροπία ανατρέπεται: ο Στιβ Ντίβερ του αποκάλυψε την αλήθεια. Ότι την εντολή για την παράδοση των, εν γνώσει του Τζο, ελαττωματικών κυλίνδρων εκείνος, που υποκρίθηκε τον άρρωστο για να μην είναι παρών, του την έδωσε από το τηλέφωνο, ρίχνοντάς του όλη την ευθύνη στο δικαστήριο. Η Αν -πιστεύει ο Τζορτζ- δεν είναι δυνατό να παντρευτεί το γιο του ανθρώπου που κηλίδωσε την οικογένειά τους. Και, ακριβώς, για να την πάρει μαζί του ήρθε. Η Κέιτ, που έχει μάθει στο μεταξύ τα του γάμου και που καθόλου δεν τον θέλει, υπερθεματίζει να φύγει η Αν και «να περιμένει τον Λάρι». Η κοπέλα αρνείται.
Ο Τζο που παραδέχεται την ευθύνη του -το μυστικό το ήξερε και η γυναίκα του η οποία τον κάλυπτε αλλά το συζητούσαν ήδη και οι γείτονες- προσπαθεί να εξιλεωθεί προσφερόμενος να βοηθήσει τον Τζορτζ να βρει δουλειά στην πόλη τους και προσφέροντας μία θέση στο εργοστάσιο στον πατέρα του όταν αποφυλακιστεί. Ο Τζορτζ θα φύγει, τελικά, μόνος του.
Η Αν, για να λήξει η ιστορία και η Κέιτ να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, της φανερώνει το γράμμα που ο Λάρι τής είχε στείλει πριν «χαθεί»: είχε διαβάσει στις εφημερίδες για τη σύλληψη των πατεράδων τους και την ευθύνη τους για το θάνατο τόσων συναδέλφων του και αποφάσισε να αυτοκτονήσει ρίχνοντας το αεροπλάνο του. Ο Λάρι δεν πρόκειται να γυρίσει, είναι νεκρός.
Ο ακέραιος Κρις πιέζει τον πατέρα του, αρνούμενος να τον διαδεχτεί στο εργοστάσιο, να παραδοθεί και να ομολογήσει την αλήθεια. Όταν ενημερωθεί κι αυτός για το γράμμα του Λάρι, θα του το διαβάσει. Είναι η χαριστική βολή για τον Τζο. Τους λέει ότι αποφάσισε να παραδοθεί. Μπαίνει στο σπίτι, παίρνει το πιστόλι του και αυτοκτονεί.
Ο Άρθουρ Μίλερ με το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (1947) τόλμησε, σε μία περίοδο ευαίσθητη, να ξύσει νωπές πληγές: ο πόλεμος είχε τελειώσει, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ήταν οι νικητές, η χώρα βάδιζε προς την παγκόσμια κυριαρχία της και το αμερικάνικο όνειρο άνθιζε έχοντας, όμως, πατήσει επί πτωμάτων και με τους πολεμοκάπηλους που πλούτισαν να παίρνουν τα ηνία και να αναδεικνύονται σε ιθύνουσα τάξη. Βέβαια η -πολύ τολμηρή για την εποχή του- ιδεολογία του έργου δεν θα ήταν αρκετή για να το κρατήσει στο ρεπερτόριο, όσο επίκαιρο και να συνεχίζει να είναι. Την αντοχή του οφείλει και στην πολύ γερή κατασκευή του. O Μίλερ, ακολουθώντας την ιψενική γραμμή της αντιμετώπισης μεγάλων, ογκολιθικών θεμάτων μέσα από το ρεαλισμό, αντλεί, παράλληλα, από τα νάματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας εμμένοντας στις ενότητες τόπου, χρόνου και μύθου.
Βέβαια το κείμενο έχει μερικά εύκολα στοιχεία, ώστε να αγγίζει το μεγάλο κοινό, και ο ιδεαλισμός του μοιάζει πια ξεπερασμένος εκ των πραγμάτων. Αλλά ο Μίλερ ξέρει να πείθει. Ακόμα και σήμερα.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος είχε το σθένος -διότι περί σθένους πρόκειται στους σημερινούς μεταμοντέρνους καιρούς που ζει το ελληνικό θέατρο…- να κάνει μία παράσταση «κανονική»: αντιμετώπισε το έργο κατάματα και ποντάρισε στη σχέση του με την αρχαία ελληνική τραγωδία που ο Μίλερ έχει επιδιώξει. Και ανέβασε μία παράσταση καθαρή, απόλυτα σαφή ως προς τους στόχους και τον προσανατολισμό της: απόλυτη λιτότητα, αποσκορακισμός των νατουραλίστικων στοιχείων, οι δεύτεροι ρόλοι -τα δύο ζευγάρια των γειτόνων- καθισμένοι στην πλατεία να ανεβαίνουν στη σκηνή υποκαθιστώντας τον Χορό… αλλά και να λείπει ο ενεδρεύων στη σκηνοθετική άποψη περί συγγένειας του έργου με την τραγωδία υποκριτικός στόμφος. Μία μοντέρνα αλλά ουσιαστικά μοντέρνα παράσταση.
Η άμεση μετάφραση της Δάφνης Οικονόμου, οι έξοχοι, γυμνοί γεωμετρικοί όγκοι των σκηνικών της Τίνας Τζόκα, άψογα φωτισμένοι από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, και οι μονοχρωμίες των επίσης θαυμάσιων κοστουμιών της εξυπηρετούν και αναδεικνύουν τη σκηνοθετική γραμμή μαζί με τη μουσική και τους ήχους του Άγγελου Τριανταφύλλου.
Οι ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης οδήγησε επιδέξια και τους ηθοποιούς του στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: τραγωδία ναι, μελόδραμα όχι, έγκυρος λόγος και μέγεθος ναι, υπερμεγεθύνσεις όχι.
Ο Δημήτρης Καταλειφός, ηθοποιός λιτός από τη φύση του, δίνει έναν μεστό Τζο. Ο ταλαντούχος Γιώργος Βουρδαμής ικανοποιητικός, με κάποιες ρωγμές απειρίας. Σκηνικά γοητευτική και υποκριτικά ώριμη πια η επίσης ταλαντούχα Δανάη Επιθυμιάδη. Ο Κώστας Βασαρδάνης εισέρχεται φουριόζος στη σκηνή με την ιδιότυπη φιγούρα του και με τη μανιέρα του αναπεπταμένη αλλά πολύ σύντομα αποδεικνύει ότι μπορεί να τις τιθασεύσει και να γίνει ουσιαστικός. Ο Δημήτρης Καραμπέτσης, η Ευγενία Αποστόλου και η Ιωάννα Πιατά συμπληρώνουν επιτυχώς τη διανομή, με πιο αδύναμο τον Γιώργο Τζαβάρα.
Βέβαια, το γεγονός της παράστασης είναι η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου που χαράζει με αποχρώσεις ένα ρόλο συγκλονιστικό.. Η Κέιτ της, σύζυγος με κρυμμένα μυστικά, στα όρια μεταξύ αφοσίωσης και πυρπόλησης, μάνα-κλώσα, βαθύτατα πληγωμένη, στα όρια μεταξύ άφατης στοργής και παρανοϊκής εμμονής, γυναίκα στα όρια μεταξύ απέραντης τρυφερότητας και μικρόψυχης σκληρότητας, που, εντούτοις, μόνο αγάπη και πόνο ακτινοβολεί, ισορροπεί αξιοθαύμαστα.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση επιπέδου, καθόλου ναρκισσιστική, όπου ο σκηνοθέτης είναι παρών αλλά χωρίς να επιδεικνύεται, αναδεικνύοντας το κείμενο και δίνοντας ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς του. Θα σας αρέσει πολύ, είμαι σίγουρος.
Θέατρο «Εμπορικόν», 7 Δεκεμβρίου 2016.
Θέατρο «Εμπορικόν», 7 Δεκεμβρίου 2016.
Την είδα την παράσταση και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας. Βέβαια, έτσι κι αλλιώς, θεωρώ τον Δημήτρη Καταλειφό, το λιγότερο, σπουδαίο ηθοποιό. Δυο ενστάσεις είχα μόνο: τα σκηνικά, που θα προτιμούσα κάτι πιο "κλασσικό" (ένα τραπέζι πχ), και την τιμή τού εισιτηρίου: 17 ευρώ στις μέρες μας, είναι λίγο τσιμπημένο.. Ευτυχώς που ο θίασος αποζημιώνει... Καλά Χριστούγεννα :) Petra
ReplyDelete