December 9, 2016

Πούν’το, πούν’το το δαχτυλίδι;…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Δεκεμβρίου 2016 

Ουφ… Επιτέλους, ησυχία στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Καλλιτεχνικός διευθυντής και διοικητικό Συμβούλιο, σαν μια οικογένεια που ’ναι πια, θ ανταλλάσσουν ευχές και θα τρώνε μελομακάρονα. Τα Χριστούγεννα θα μαγειρέψουν, προφανώς, Λούκο στο φούρνο, γεμιστό με κάστανα…
(Κι ο Γενικός Διευθυντής, βρε; Πούν’τος -πούν’το, πούν’το, το δαχτυλίδι; Ακόμα; Τον ντύνουν, τον στολίζουν; Περιμένουν να άρει η ΕΜΥ το δελτίο εκτάκτων καιρικών συνθηκών για να αποπλεύσει ο Κύριος Γενικός και να μας τον μοστράρουν; Ως καινούργιο -που ’ναι παλιό, παλαιότατο…- κοσκινάκι μου; Άντε, ντε, να μπούνε όλα στη θέση τους πια…). 




Διάβασα -ρούφηξα- το καινούργιο βιβλίο «Γιώργος Σεβαστίκογλου. Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής» της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου (Εκδόσεις «Μεταίχμιο»). Για το οποίο ήδη σας έχω γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 27 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου. Δεν είναι το θέμα του μόνο. Δεν είναι η τρυφερότητα κι η βαθιά εκτίμηση που νοιώθω για έναν άνθρωπο τον οποίο ελάχιστα γνώριζα και στον οποίο αναφέρεται. Είναι που η συγγραφέας μετασχημάτισε τη διδακτορική διατριβή της σ’ ένα βιβλίο παλλόμενο, χωρίς επιστημονισμούς, που σε ταξιδεύει στην περιπετειώδη, γεμάτη ταλαιπωρίες και αγωνίες και πίκρες και απογοητεύσεις αλλά και δικαιώσεις και αγάπη, την, τελικά, δηλαδή, συναρπαστική ζωή που έζησε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου: 
απ’ την Πόλη στην Αθήνα, απ’ την Αθήνα στις ιταλικές φυλακές, απ’ την Ιταλία στην Τσεχοσλοβακία και, μετά, στον Γράμμο, απ’ τον Γράμμο στην Αλβανία κι απ’ την Αλβανία στην Τασκένδη, απ’ την Τασκένδη στην Μόσχα, και, χρόνια μετά, πάλι στην Αθήνα,  απ’ την Αθήνα στο Παρίσι κι απ το Παρίσι -η τελική επιστροφή- στην Αθήνα- διασχίζοντας παγκόσμιους και τοπικούς πολέμους, δικτατορίες και Εμφύλιους, «σιδηρά παραπετάσματα» και χούντες. Ένα οδοιπορικό συναρπαστικό -για μας που το διαβάζουμε…-, ισορροπημένο μέσα από καίριες μαρτυρίες, με γράμματα που ανασύρθηκαν, με μνήμες και, κυρίως, με σεβασμό. Ένα βιβλίο -για τη ζωή, τις παραστάσεις και το δασκαλίκι του- που του άξιζε του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Διαβάστε το. Θα σας συναρπάσει. 


 Είδα και την «Αγγέλα» του γι άλλη μια φορά. Τη φορά αυτή στο «Altera Pars», σε σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου -που ’παιζε το 1997, ολόφρεσκος απόφοιτος της δραματικής σχολής των «Μορφών», στο εξαίρετο ανέβασμα του έργου απ’ τον Τάσο Μπαντή στο «Εμπρός». Κάθε φορά που το βλέπω το έργο, τόσο το αγαπώ περισσότερο. Η παράσταση έχει προτερήματα, έχει μερικές πολύ καλές στιγμές αλλά έχει, κατά τη γνώμη μου, και αδυναμίες. Νομίζω η μεγαλύτερη είναι η ιδέα -αν δεν προήλθε από ανάγκη οικονομική…- οι ήρωες να ντυθούν σημερινά. Το λέδερ του Λάμπρου κι οι ζαρτιέρες της Νέρας νομίζω γρονθοκοπούνται με τα «δουλάκια» του ’50 και την ψαγμένη γλώσσα του έργου… Αλλά η ποίηση του Σεβαστίκογλου με τίποτα δε χάνεται.



«Μήδεια. Κρείσσων των εμών βουλευμάτων»: Η ταινία -πώς να τη χαρακτηρίσω; Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ;- έχει αδυναμίες. Κι όμως, αυτές τις αδυναμίες, τις ανισότητες, τις δένει σφιχτά κι αποτελεσματικά και τις εξουδετερώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης της -ο Νίκος Γραμματικός. Όχι γιατί είναι παρών, είτε στην οθόνη, είτε ως off αφηγητής. Είναι γιατί ολ αυτά τα ανομοιογενή στοιχεία της τα αγκαλιάζει με την ειλικρίνεια, την εντιμότητα, τον -καθόλου εύκολο και φτηνό- συναισθηματισμό του, με τη σεβαστικότητά του -με την ΑΛΗΘΕΙΑ του. Που προβάλλει αναμφισβήτητη, ανάγλυφη.
Θα ’θελα να σταθώ στον -μα πάντα τόσο καλός; Σε οτιδήποτε κινηματογραφικό;- Βαγγέλη Μουρίκη-Ιάσονα, στην -έκπληξη- Σοφία Βογιατζάκη αλλά και σε δυο συγκινητικές παρουσίες στη ταινία, απουσίες πια απ’ τη ζωή: τον Μηνά Χατζησάββα και, κυρίως, τον Νίκο Χουρμουζιάδη στον οποίο και η ταινία είναι αφιερωμένη: τον Δάσκαλο, τον Μέντορα του σκηνοθέτη στην απεγνωσμένη αυτή προσπάθειά του να ’ρθει σε επαφή με την «Μήδεια» του Ευριπίδη, που κράτησε χρόνια ολόκληρα, που τη διέκοπτε γιατί έπεφτε σε αδιέξοδα αλλά που, τελικά, την ολοκλήρωσε νικητής. 
Ο τελικός «μονόλογος» του Νίκου Χουρμουζιάδη στην είσοδο της «σπηλιάς του Ευριπίδη», μια Διαθήκη που πιο συγκινητική δε γίνεται. Όχι μόνο για τον ίδιο. Αλλά και για μας.

«Sold out», «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων»…: σχετικά νεόκοπες αλλά ιδιαίτερα, πλέον, φθαρμένες θεατρικές εκφράσεις. Λόγω της, άνευ αντικρίσματος, πολυχρησίας…




Δεν ευτυχεί, κατά την άποψή μου, στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού, «Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας» του Όσκαρ Ουάιλντ στη διασκευή (που βασίστηκε στους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών κατά τις δοκιμές -σα να ’χει στομώσει αυτή η μέθοδος μού φαίνεται…) και δραματουργική επεξεργασία της Έλσας Ανδριανού και σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη -κι ας είναι μια πολύ σοβαρή παραγωγή για παιδιά.
Ένα ευαίσθητο, τρυφερό, σύντομο διήγημα -όχι και τόσο για παιδιά…- του Όσκαρ Ουάιλντ ξέρω, μια βαριά, ασήκωτη, πηγμένη παράσταση δυο ωρών και κάτι με το διάλειμμα, με καθόλου τερπνές μουσικές, προχειροχορογραφημένη, με λάθη στη διανομή είδα, που μόνο τα σκηνικά και τα κοστούμια -όχι όλα- του Κωνσταντίνου Ζαμάνη κάπως την ελαφρώνουν ενώ, απ’ τους ικανούς ηθοποιούς, την Μαρία Σαββίδου στην Διευθύντρια Ορφανοτροφείου και, κυρίως, την -υπέροχη σ’ όλους της τους ρόλους- Αμαλία Τσεκούρα ξεχώρισα μόνο.
Η Ζωίτσα κι η Σοφούλα, πάντως, είπαν ότι τους άρεσε. Οπότε, και τα σκυλιά δεμένα… 


Κάτι πολύ εύκολο και βολικό θα ’ναι, φαίνεται, η stand up comedy. Διαφορετικά πώς θα ’χαμε τόοοοσες δεκάδες, πια, παραστάσεις stand up;… 



Πολύ επίπεδη βρήκα τη θεατρική μεταφορά -σα σενάριο τηλεοπτικής σειράς- απ’ τον Πέτρο Ζούλια της «Αστροφεγγιάς» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και τη σκηνοθεσία του στην παράσταση που ανέβασε στο «Χώρα». Σίγουρα, πάντως, όχι θέατρο του 2016. Και μπορεί να έκρινα ως ικανοποιητικότατους τον Δάνη Κατρανίδη -αν και δεν τον άκουγα καλά-, την Ρένια Λουιζίδου, την Ευδοκία Ρουμελιώτη, τον Ιωάννη Παπαζήση και, κυρίως, τον Μάκη Πατέλη -εξαίρετος καρατερίστας!- αλλά ο Αντίνοος Αλμπάνης που σηκώνει τον κεντρικό ρόλο του Άγγελου πολύ άχρωμος, πολύ λίγος, χωρίς καθόλου ενέργεια μου φάνηκε. Ομολογώ, βέβαια, πως στο κοινό που σχεδόν γέμιζε το θέατρο η παράσταση άρεσε. Κι αυτό έχει σημασία, έτσι; 
Δυο φάουλ, όμως, έχω να επισημάνω στο πρόγραμμα της παράστασης. Δυο λόγια -εκτός απ’ τα προλογικά- για τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο -ποιος ήταν, δηλαδή- και την «Αστροφεγγιά» ως βιβλίο δε βρήκαν να γράψουν; Και για την τηλεοπτική σειρά του 1980, που βγήκε απ’ το βιβλίο και τότε είχε αφήσει εποχή, κουβέντα; Σαν αχαριστία μου φάνηκε. Διότι εγώ, απ’ ό,τι κατάλαβα, την «Αστροφεγγιά», για να εκμεταλλευτούν τη φήμη που ’χει αφήσει η τότε σειρά, την ανέβασαν…
Και το δεύτερο φάουλ: όταν στη μια σελίδα -στο σαλόνι του προγράμματος- βάζεις κορυφαίο στη διανομή το όνομα της Ρένιας Λουιζίδου, δε βάζεις, στην επόμενη, πηχυαία φωτογραφία της, με την πιατέλα με την μπολονιέζε την αχνιστή στα χέρια, να διαφημίζει -«Γιατί είμαστε μακαρονάδες»- τα μακαρόνια «Μέλισσα». Διότι, αν δεν είναι σοκαριστικό -μα μόλις γυρίσεις τη σελίδα!.. -, αν δεν είναι υπονομευτικό, τουλάχιστον άκομψο το βρίσκω: τη βλέπεις στη σκηνή ως μάνα πονεμένη και την μπολονιέζε την αχνιστή σκέφτεσαι κι άντε να σε απογειώσει…



Τώρα, πώς να σου ’ρθει η όρεξη να πας να δεις αυτή την παράσταση -«Δεν είναι αυτό που νομίζεις…» του Γιώργου Λαζαρίδη στο θέατρο «Χατζηχρήστου» (ξαναπήρε το όνομά του;) σε διασκευή και σκηνοθεσία Χάρη Βορκά-, όταν σου στέλνουν φωτογραφίες αυτού του τύπου;…

2 comments:

  1. υπάρχει και το άλλο θέατρο που εχει ιστορια στην ελληνικη σκηνη που υπηρετησαν μεγαλα ονοματα και αναλογες ποζες ειχαν και οι Βεγγος,Σταυριδης,Ριζος,Κωνστανταρας και αλλοι πολλοι...εκτος κι αν ανθιζει ο ρατσισμος της κουλτουρας πια οποτε η τεχνη χανει εκει καπου το νοημα της... γιατι η τεχνη δεν ειναι μονο για να σκεφτεις και να προβληματιστεις αλλα να γελασεις και να διασκεδασεις...Ελενη Ιωαννου

    ReplyDelete
  2. Αγαπητή Ελένη Ιωάννου. Το θέατρο, προσωπικά, το θεωρώ ένα. Όχι το «ένα» και το «άλλο». Αν με διαβάζατε στα 33 περίπου χρόνια που γράφω θα το είχατε διαπιστώσει. Εκείνο που υπερασπίζομαι δεν είναι «ο ρατσισμός τςη κουλτούρας» αλλά το καλό γούστο στο οποιοδήποτε είδος θεάτρου. Αυτό νομίζω πως δεν χάνει ποτέ το νόημά του. Πιστεύω ακράδαντα πως μπορείς να γελάσεις και να διασκεδάσεις και χωρίς κατεβασμένα σώβρακα. Αν δεν συμφωνείτε, δικαίωμά σας. Αλλά τότε θα μπορούσα κι εγώ να μιλήσω για ρατσισμό της κακογουστιάς.

    ReplyDelete