December 26, 2016

ΗΤΑΝ οι Τρωάδες… ή Ο ήλιος κρύωσε


Το έργο. «Ήμουν η Εκάβη». «Ήμουν η Κασσάνδρα». «Ήσουν η Πολυξένη» -που την εντόπισαν κρυμμένη στον τάφο του Αχιλλέα. «Ήμουν η Ελένη». Ήταν η Ανδρομάχη. Ήταν οι Τρωάδες. Τώρα είναι «μία αγέλη από βρώμικες γυναίκες». Μακριά από την καμένη, αφανισμένη Τροία, σκορπισμένες, εδώ και επτά χρόνια, σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, οι Έλληνες της Τρωικής Εκστρατείας τις συγκεντρώνουν στην Κρήτη, στο στρατόπεδο «Ιδομενέας», για να τις περάσουν από δίκη ως εγκληματίες πολέμου, να τους επιβάλουν ποινές και να αποφασίσουν για τις τύχες τους. Διοικητής του στρατοπέδου, ο στρατηγός Οδυσσέας, δεσμοφύλακές τους ο Ταλθύβιος και ο λοχαγός Ευρυβάτης.
Κλεισμένες σε κελί υψηλής ασφαλείας, πλάι στη θάλασσα αλλά χωρίς παράθυρα, βρωμιά, χυλός για να φάνε, χωρίς γάλα για τον νήπιο Αστυάνακτα που η μάνα του η Ανδρομάχη τον κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, κρύο, βρώμικες πετσέτες, ζουρλομανδύες, αγριότητες, βασανιστήρια, κραυγές πόνου που ακούγονται -και που μπορεί να είναι και μαγνητοφωνημένες ως άσκηση ψυχολογικής βίας-, μνήμες από τους σφαγιασμένους νεκρούς τους -τον Πρίαμο, τον Έκτορα, τον Πάρι… - και από τους έλληνες σφαγείς τους -τον Πάτροκλο, τον Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, τον Διομήδη, τον Μενέλαο…- που κάποιοι είχαν την ίδια τύχη-, άγχος, εφιάλτες…: οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τη σκληρή -ίδια, ανέκαθεν και πάντα, σε παραλλαγές…- μοίρα των προσφύγων σε καιρό πολέμου.
Όταν η δίκη γίνει, θα έχουν, περίπου, την τύχη των Τρωάδων του Ευριπίδη: την Πολυξένη θα την εκτελέσουν, η σαλεμένη Κασσάνδρα που προμαντεύει τα μελλούμενα θα επιδικαστεί στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα ως παλλακίδα του, τον Αστυάνακτα θα τον σκοτώσουν, η Ανδρομάχη θα είναι το τρόπαιο του Νεοπτόλεμου. Μόνον η Εκάβη και η Ελένη θα παραμείνουν στο στρατόπεδο μέχρι νεωτέρας.
Η Ρούλα Πατεράκη, βασισμένη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (σε μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου) αλλά και στην «Εκάβη», στην «Ανδρομάχη» και στην «Ελένη» του, καθώς και στην «Ιλιάδα», δημιούργησε ένα εντελώς δικό της κείμενο, χρησιμοποιώντας, πάντως, ψηφίδες στίχων του Ευριπίδη, κρατώντας τα περισσότερα πρόσωπα -Εκάβη, Κασσάνδρα, Ανδρομάχη, Ελένη, Ταλθύβιος-, αφαιρώντας κάποια -Μενέλαος, Ποσειδών, Αθηνά- και προσθέτοντας «καινούργια» -την Πολυξένη και τον Οδυσσέα από την «Εκάβη» του, τον Ευρυβάτη από την ομηρική «Ιλιάδα». 
Ένα καινούργιο έργο -με τον, κάπως άχαρο για έργο θεατρικό, τίτλο «Τρωάδες σήμερα»-, υβριδικό, που έχει προκύψει από τη διασταύρωση των ευριπίδειων «Τρωάδων» με μία σύγχρονη αντίληψη, θεμελιωμένη μέσα από τις εμπειρίες που ζούμε όλοι, με τους πρόσφυγες να κατακλύζουν το Αιγαίο και με το Αιγαίο και την Μεσόγειο αμείλικτα να καταπίνουν πλήθος από αυτούς.


Η συγκεκριμένη μετάπλαση, καταρχήν, είναι δημιουργική. Και είναι προς τιμήν της Ρούλας Πατεράκη ότι δεν επέλεξε να ανεβάσει, δήθεν, τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη τεμαχίζοντας και αλλοιώνοντας το πρωτότυπο για να δώσει μία σύγχρονη σκηνοθετική εκδοχή αλλά έγραψε δικό της έργο. Το κείμενό της είναι ευφυές αλλά, φευ, είναι κατασκεύασμα εγκεφαλικό: η λατρεία της για τις πηγές της είναι εμφανής, η μελέτη που έχει κάνει γίνεται αμέσως αντιληπτή, η γλώσσα της -αυτό το κράμα λόγιων ή ποιητικών εκφράσεων («ο ήλιος κρύωσε» λέει η Κασσάνδρα) με λεξιλόγιο πεζοδρομίου- είναι γοητευτική αλλά από το αποτέλεσμα λείπει, κατά τη γνώμη μου, η θεατρικότητα, είναι στατικό, ειδικά στη σκηνή της Δίκης, ενώ, στην προσπάθεια της συγγραφέα να γίνει κατανοητό, δεν του λείπουν και κάποιες αφέλειες.
Η παράσταση. Βέβαια, η Ρούλα Πατεράκη, γνωρίζοντας, προφανώς, αυτά τα μειονεκτήματα του κειμένου της, προσπάθησε να τα απαλύνει έως και να τα εξαφανίσει με τη σκηνοθεσία που, επίσης, υπογράφει. Κυρίως με την κίνηση. Αλλά λίγο το παρακάνει -είσοδοι, έξοδοι, περιφορές…-, ο τρόπος αυτός δεν λύνει τα πάντα.
Από την άλλη, όμως, πολύ σωστά ζήτησε από τους ηθοποιούς της μία αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα -υποθέτω ότι τα βιβλία του Μπρεχτ που φέρνει ο Ταλθύβιος στην Εκάβη δεν είναι καθόλου τυχαία επιλογή. Οι Τρωάδες της δεν θρηνούν. Είναι στεγνωμένες. Τα δάκρυα έχουν ήδη χυθεί, οι κραυγές έχουν ήδη βγει από τα σπλάχνα και τα λαρύγγια τους, η απόγνωση έχει ήδη ξεχειλίσει -βρίσκονται πια στο στάδιο της παραδοχής της μοίρας τους και της εγκατάλειψης σ’ αυτή.
Η -εξαιρετική- δουλειά της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κοστούμια έχει αποφασιστικά βοηθήσει τη σκηνοθετική γραμμή. Αυτό το ασφυκτικά περίκλειστο με μεταλλικά πλέγματα και αγκαθωτό συρματόπλεγμα κελί-κλουβί, απόλυτα λειτουργικό όταν «συμπτύσσεται» για τη σκηνή της Δίκης, εξαιρετικά φωτισμένο από τον Αλέκο Αναστασίου, και τα κοστούμια της σ’ αυτά τα ουδέτερα, «πληκτικά», απελπισμένα χρώματα της ομοιομορφίας -γκρίζα, μπεζ, μολυβί…- τα λένε όλα. Στην απόδοση της ζητούμενης ατμόσφαιρας και οι ήχοι και οι μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου. Έξοχα τα α καπέλα τραγούδια του. Απλώς τα -πειραγμένα, ευτυχώς- μεσοπολεμικά ελληνικά τραγούδια -Αττίκ κλπ- που ακούγονται κατά κόρον πιστεύω ότι ήταν μία εύκολη μίμηση της λύσης που επέλεξε ο Σταύρος Γασπαράτος για την καλοκαιρινή «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά. Και, εδώ, χωρίς λόγο και νόημα
Οι ερμηνείες. Η Ρούλα Πατεράκη πετυχαίνει, βασισμένη στην πολύ καλή διανομή, και μία υποκριτική ομοιογένεια. Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Άννα Κουτσαφτίκη, Τζίνη Παπαδοπούλου, με πιο αδύναμο τον Νίκο Μαυράκη, εξυπηρετούν με απόλυτη επάρκεια, λιτά τη σκηνοθετική γραμμή, έστω και αν αυτή δεν τους δίνει την ώθηση για υπερβάσεις. 


Θα ήθελα να ξεχωρίσω την Τασία Σοφιανίδου που, ήδη από το «Δαμάζοντας τα κύματα» της Ρούλας Πατεράκη στο Εθνικό, έχει πάρει φόρα και το σκηνικό κύρος του Νίκου Αρβανίτη -ένας ρολίστας αξιοζήλευτος.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση στημένη με στόχο, σκέψη και σοβαρότητα, ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, έστω και αν δεν απογειώνεται (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή). 

Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», 25 Δεκεμβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment