Το έργο. Η Ούνα ήταν εκείνη την εποχή στα δώδεκα. Ο Ρέι είχε σαρανταρίσει. Γείτονες σε μία μικρή βρετανική πόλη. Ο πατέρας της τον κάλεσε σε ένα μπάρμπεκιου πάρτι που έκαναν στον κηπάκο τους. Τότε άρχισε: ένα «αταίριαστο» φλερτ ανάμεσα στους δύο τους. Ποιος το ξεκίνησε; Εκείνη λέει, ο Ρέι. Η Ούνα κατηγορεί εκείνον. Η αλήθεια είναι πως τον ερωτεύτηκε -έρωτας…, μία έμμονη ιδέα, τέλος πάντων, ενός κοριτσιού δωδεκάχρονου. Και άρχισε να τον κυνηγάει. Ο Ρέι, αν και έχει σχέση με μία κοπέλα, δεν θα αντισταθεί στο ανήλικο. Κι ας είναι ένας ώριμος ενήλικος. Η μικρή τού γίνεται, επίσης, έμμονη ιδέα. Σμίγουν και συναντιούνται στα κρυφά.
Και μία μέρα, τρεις μήνες μετά, το σκάνε. Σε μία γειτονική πόλη-λιμάνι, το Τίνμουθ -ως ευρύτερος τόπος του έργου, από τη μόνη αυτή αναφορά, προσδιορίζεται η βρετανική κομητεία του Ντέβον-, με σκοπό να φύγουν με το πλοίο στο εξωτερικό. Θα μείνουν σε ξενώνα, η σχέση ολοκληρώνεται, ο Ρέι πηγαίνει να πάρει τσιγάρα αλλά δεν θα γυρίσει. Η Ούνα σε απόγνωση παίρνει τους δρόμους. Τη βρίσκουν, ειδοποιούν την αστυνομία, όλα θα βγουν στο φως: μία ακόμη υπόθεση παιδοφιλίας.
Ο Ρέι συλλαμβάνεται. Θα δικαστεί και θα καταδικαστεί -έξι χρόνια φυλακή. Όταν αποφυλακιστεί, κατεστραμμένος πια, τελειωμένος στον τόπο του, θα αλλάξει πόλη, θα αλλάξει όνομα -τώρα είναι ο «Πίτερ Τρεβέλιαν»-, θα βρει καινούργια δουλειά, θα δημιουργήσει καινούργια σχέση με μία άλλη γυναίκα -ίσως έχουν παντρευτεί, δεν το μαθαίνουμε-, θα αλλάξει ζωή. Η Ούνα, που θα συνεχίσει να ζει στην ίδια πόλη, στο ίδιο σπίτι, θα εισπράξει όλη την κοινωνική απαξίωση -δακτυλοδεικτούμενη…-, θα περάσει από ψυχολόγους και ψυχίατρους, θα έχει ερωτικές σχέσεις, θα κάνει δεσμό αλλά η ζωή της θα έχει πληγωθεί και στιγματιστεί για πάντα.
Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια, όταν το έργο αρχίζει. Επιθετικά. Με την μονολεκτική ατάκα της Ούνα: «Σοκ». Που σε αρπάζει από τα μούτρα. Ξαφνικά ο 56άρης πια «Πίτερ» δέχεται στη δουλειά του -σε μία επιχείρηση οδοντιατρικών και φαρμακευτικών προϊόντων δουλεύει-, λίγο πριν σχολάσει, την επίσκεψη μιας 27χρονης κοπέλας. Ναι, σοκ: είναι εκείνη -έστω και αν στην αρχή δεν την αναγνωρίζει καν. Τυχαία έμαθε πού ζει ο «Πίτερ». Γιατί ήρθε; Για να εκδικηθεί; Για να τον ξεσκεπάσει; Για να του πει -κι εκείνος να καταλάβει- τι έζησε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια; Για να μάθει πώς έζησε εκείνος; Ή, μήπως, η αγάπη, ο έρωτας, ο πόθος που είχε νοιώσει το κορίτσι εκείνο, όταν η γυναίκα ξύπνησε μέσα του, δεν έχει σβήσει;
Ο Ρέι/Πίτερ, στη βρόμικη αίθουσα εστίασης του προσωπικού, προσπαθεί να την αποφύγει, αμύνεται, μετά προσπαθεί να της εξηγήσει, μετά προσπαθεί να απολογηθεί, μετά προσπαθεί να την πείσει ότι δεν είναι ένας αρρωστημένος παιδόφιλος όπως οι άλλοι -πως μετά από την Ούνα ποτέ δεν πόθησε άλλο κορίτσι της ηλικίας της… Λέει αλήθεια; Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα χρόνια τη σκεφτόταν. Ερωτικά. Φαντασιωνόταν σεξ μαζί της και αυνανιζόταν. Πλησιάζονται και πάλι, αγγίζονται, αγκαλιάζονται, προχωρούν αλλά εκείνος, παρά την επιθυμία της, σταματάει. Δεν μπορεί.
Μία έφηβη τους διακόπτει. Είναι η κόρη της γυναίκας με την οποία ο «Πίτερ» ζει -μία δωδεκάχρονη… Ήρθαν με τη μάνα της να τον αναζητήσουν γιατί άργησε. Η οικειότητα που του δείχνει ξυπνάει μνήμες οδυνηρές στην Ούνα: μήπως ο «Πίτερ» ψεύδεται; Μήπως η παιδοφιλία ήταν και (συνεχίζει να) είναι το πάθος του; Εκείνος, αφού διώχνει το κορίτσι, της το αρνείται. Κατηγορηματικά. Και φεύγει -«πρέπει να φύγει», μάνα και κόρη της τον περιμένουν. Για άλλη μια φορά αφήνει την Ούνα μόνη της. Ένα φινάλε ανοιχτό…
Ο Σκοτσέζος Ντέιβιντ Χάροουερ στο έργο του «Blackbird-Μαυροπούλι» (2005) χειρίζεται το εξαιρετικά ενδιαφέρον -και εξαιρετικά επικίνδυνο, όμως-, θέμα του με μεγάλη διακριτικότητα, χωρίς φόβο και πάθος -«ψυχρά». Σαφώς και η θέση του είναι εναντίον της παιδοφιλίας αλλά κανένα από τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν είναι «αθώο». Και τα δύο φέρουν τις ευθύνες τους, αδιάφορα αν η Ούνα, τότε, ήταν ανήλικη -ένα παιδάκι. Ο Χάροουερ ζυγίζει καλά τα πράγματα και ισορροπεί επιδέξια στην κόψη. Εισάγοντας σε περίοπτη θέση, πάνω από το πάθος, και τον παράγοντα έρωτας, ώστε να δημιουργηθούν δύο αντιθετικοί πόλοι. Αλλά και με διαρκείς ανατροπές και με το φινάλε που μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους -μέσα από τα λόγια του Ρέι/Πίτερ και μέσα από το βλέμμα της Ούνα. Παράλληλα, με τον τρόπο που χαρακτηρίζει τα πρόσωπά του, με το διάλογό του, με τις κομμένες φράσεις του που μένουν ανολοκλήρωτες, εκκρεμείς, που καβαλούν η μία την άλλη αποθεώνοντας τη φυσικότητα και το ρεαλισμό, με τις παλινδρομήσεις που λειτουργούν συνειρμικά, με το δίχτυ της αμηχανίας που απλώνει στην αρχή φτάνοντας σταδιακά στις εκρήξεις, με την πόρτα του αυτή, που ανοιγοκλείνει απειλητικά, με την άριστη αίσθηση σκηνικής οικονομίας που διαθέτει, με τη σχολαστική προσοχή του στις λεπτομέρειες, έχει συνθέσει ένα εξαίρετο έργο. Πυκνό, καθηλωτικό, όπου το παρελθόν, οι μνήμες αρχίζουν σιγά-σιγά να διαγράφονται, σαν να εμφανίζονται φωτογραφίες. Λίγο κουνημένες αλλά εύγλωττες. Ειδικά μέσα από τον συγκλονιστικό μονόλογο της Ούνα για την καθοριστική βραδιά των δυο τους στον ξενώνα.
Η παράσταση. Ο Γρηγόρης Καραντινάκης, που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία, πολύ καλά κατάλαβε πως αυτό το λεπτεπίλεπτο, προσεκτικό, πολυσήμαντο κείμενο -στην άρτια, άμεση μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη, η οποία «μιλιέται» καλά- το πρώτο που απαιτεί είναι προσοχή -έμφαση- στη λεπτομέρεια: διάλογος -κυρίως-, εκφράσεις, σημαίνοντα και σημαινόμενα, υπαινιγμοί, το κείμενο «από κάτω»… Και αυτό έκανε. Η παράστασή του, που ξετυλίγεται, με άψογους ρυθμούς και ιδανικές παύσεις, στο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, λιτό, λειτουργικό, καλόγουστο -τα πράσινα πλαστικά μπουκαλάκια νερό, τα πράσινα ποτηράκια, τα πράσινα πιρουνάκια πάνω στο λευκό…-, υπηρετεί με μεγάλο σεβασμό αλλά όχι δουλικά το κείμενο -εμπνέεται δημιουργικά από αυτό- δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα -αναπνέει με απόλυτη φυσικότητα. Και σε καθηλώνει: δημιουργεί σασπένς όχι για το τι θα συμβεί στο μέλλον αλλά για το τι πραγματικά συνέβη στο παρελθόν στις ψυχές των δύο αυτών ανθρώπων.
Περισσότερο από αποφασιστικός ο ρόλος των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη, με τους σωλήνες νέον που τρεμοσβήνουν σ’ αυτό το κράτος του ζόφου-υποβάλλουν ατμόσφαιρα και επιτείνουν το σασπένς. Η Γιούλα Ζωιοπούλου έντυσε όπως έπρεπε τους ηθοποιούς και η Ζωή Κολλάτου, διδάσκοντας την κίνηση, συνέβαλε ουσιαστικά στο αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται στη διδασκαλία των ρόλων. Ο Γρηγόρης Καραντινάκης, μετά και το «Παγκάκι» του Γκέλμαν όπου είχε επίσης εξαιρετικά υποκριτικά αποτελέσματα στη διανομή του, αποδεικνύεται Δάσκαλος ηθοποιών. Και ο μεν Αλέξανδρος Μυλωνάς έχει την πείρα που θα τον βοηθούσε να γίνει πιο εύκολα πειστικός -όπως και γίνεται. Η έκπληξη, όμως, είναι η Βιργινία Ταμπαροπούλου. Ηθοποιός με, οπωσδήποτε, εμφανή προσόντα αλλά χωρίς μεγάλη πείρα, εδώ, με τη βοήθεια της σκηνοθετικής διδασκαλίας, ψιλοκεντάει το ρόλο της Ούνα, που ουσιαστικά είναι ο άξονας του έργου. Η φιγούρα της, η γλώσσα του σώματος, τα εύγλωττα δάχτυλα με τα οποία αγγίζει σα χαμένη τα χείλια της η τα χώνει στο στόμα της σαν για να ροκανίσει τα νύχια της, ο τρόπος που χειρίζεται τον «εκκρεμή» λόγο, οι μεταπτώσεις της αλλά, πάνω απ’ όλα, η μέθοδος που υλοποιεί αυτό το κράμα, μίσους, ψυχολογικών πλεγμάτων, έρωτα και πάθους κτίζοντας το χαρακτήρα ενός ανεπανόρθωτα πληγωμένου παιδιού συνθέτουν μία ερμηνεία αξιομνημόνευτη. Η μικρή Άννα-Μαρία Κόρνια ήθελε κι άλλη δουλειά.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση εξαιρετική: έργο, σκηνοθεσία, συντελεστές, ερμηνείες σε αγαστή συνεργασία επιτάσσουν την προσέλευσή σας. Θα με θυμηθείτε.
(Φωτογραφίες Δημήτρης Κοιλαλούς).
Θέατρο «Σημείο»/Lab, 2 Φεβρουαρίου 2016.
No comments:
Post a Comment