Το Τέταρτο Κουδούνι / 4 Φεβρουαρίου 2016
Κουράστηκα. Κουράστηκα πολύ. Με την ιστορία αυτή που δε λέει να τελειώσει. Του Εθνικού και της παράστασης της Πηγής Δημητρακοπούλου «Η ισορροπία του Nash» στην οποία χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του φυλακισμένου Σάββα Ξηρού. Κουράστηκα απ’ αυτά που διάβαζα επί μέρες και συνεχίζω να διαβάζω, τα γραμμένα από ανθρώπους που έβγαζαν θέσφατα για μια παράσταση την οποία, κατά το 99% τους, δεν είχαν δει. Ο καθένας -ελάχιστοι οι ψύχραιμοι κι οι σοβαροί- να γράφει, επίσημα ή ανεπίσημα, ό,τι κατέβαζε η κούτρα του, να κρίνει την Πηγή Δημητρακοπούλου που δε γνωρίζει, να κάνει προτάσεις που, βασικά, κυμαίνονταν απ’ τη βλακεία και τη χυδαιότητα -«ναρκισσευόμενο γαϊδούρι» χαρακτήρισε, χωρίς ντροπή, κάποιος «διανοούμενος» τη σκηνοθέτρια!- μέχρι τη φτήνια και το φανατισμό και την υποβόσκουσα φασίζουσα νοοτροπία. Βαρέθηκα τον κιτρινισμό που ξεχύθηκε -φυσικά…- αδέσποτος, κατευθυνόμενος -φυσικά…- από παντελώς άσχετους με το θέατρο. Βαρέθηκα και κάτι εμβριθείς αναλύσεις.
Βαρέθηκα τις παλινωδίες του Εθνικού -«υποστηρίζω την παράσταση», «κατεβάζω την παράσταση» -τι γκάφα!-, «μεταθέτω τις ώρες των άλλων παραστάσεών μου για να παραστούν οι ηθοποιοί τους στην εναντίον μου συγκέντρωση» (!!!), «ξαναδίνω την άδεια για μια τελευταία παράσταση του έργου που κατέβασα»... Βαρέθηκα τις παιδαριώδεις δικαιολογίες για το κατέβασμα. Βαρέθηκα το βομβαρδισμό ανακοινώσεων. Βαρέθηκα, όμως, και τις άμετρες κορόνες κάποιων απ’ αυτούς που βγήκαν στο δρόμο. Βαρέθηκα αυτή την ξινίλα και την αρχομανία του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού που του ’ρθε λουκουμάκι το θέμα στην… ένοπλη πάλη του -εκεί να δείτε «ένοπλη πάλη»…- κατά του… Προαιώνιου Εχθρού του, του καλλιτεχνικού διευθυντή Στάθη Λιβαθινού -μα μπορεί, κύριοι, να προχωρήσει ΕΤΣΙ το Θέατρο; Κι ο υπουργός Πολιτισμού να ’χει επωμιστεί το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου. Με κάποιους, ταμπουρωμένους πίσω του.
Ναι, εντάξει το καταλάβαμε, το Δ.Σ. του Εθνικού ΔΕ θέλει το διευθυντή. Και θέλει να τον διώξει. Όχι; Μα αν κάνει κάτι τέτοιο, εφόσον νομίζει ότι ο Λιβαθινός δεν κάνει για τη θέση, μ’ όλες αυτές τις μεθοδεύσεις τις οποίες μετέρχεται, μ’ αυτή την εξουσιομανή νοοτροπία του αποδεικνύει πως δεν κάνει ΚΑΙ αυτό για τα καθήκοντα που ανέλαβε. Οπότε, να φύγει κι αυτό! Ε;
Και πίσω απ’ τη γωνία ποιος; Ο Σωτήηηρης Χατζάκης -ο τέως. Στενός φίλος του Γκιουλέκα, με τ’ όνομα, μου είπαν, Υπεύθυνου του Τομέα Πολιτισμού (λέει…) στην «Νέα Δημοκρατία» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Νάτος πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει -ε, ε, έρχεται…- και ιδού η -χρυσή- ευκαιρία του για συνεντεύξεις με σπόντες κατά Λιβαθινού: «Το Εθνικό Θέατρο, ως δημόσιο πολιτισμικό και πολιτιστικό ίδρυμα, είναι ένα πρότυπο παιδείας, πολιτισμού και θεσμικής επάρκειας και οι θεσμοί δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να απολογούνται στον εκάστοτε δολοφόνο...» διαβάζω να λέει σε συνέντευξη του στο «Πρώτο Θέμα». Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής αλλά κάτι μου λέει πως για καλό δεν είναι… (Φωτoγραφία Karol Jarek).
Συνεπής παράσταση. Απόλυτα συνεπής. Σαν «γκροτέσκο καρτούν» δήλωσε ο Γιάννης Χουβαρδάς ότι βλέπει τον «Ριχάρδο Γ΄» του Σέξπιρ, σαν γκροτέσκο καρτούν τον ανέβασε -στην καινούργια, πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, σ’ επιδέξια δραματουργική επεξεργασία που συνυπογράφει ο ίδιος μαζί με την Έρι Κύργια και μ’ όλους τους συντελεστές να υπακούουν στη γραμμή αυτή, τη μεταδραματική. Και παράσταση καλοστημένη. Με τους ηθοποιούς -Δημήτρης Λιγνάδης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Θέμις Μπαζάκα, Σοφία Σεϊρλή, Άλκηστις Πουλοπούλου, Περικλής Μουστάκης, Γιάννης Τσορτέκης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, η διαμόνια μικρή Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη…, όλοι τους σχεδόν- να ’χουν πειστεί και να δίνουν το καλύτερό τους παρωδώντας τους ήρωες.


Κι ας ήταν η Τουραντότ της παράστασης, η σουηδέζα σοπράνο Νίνα Στέμε -εκ-πλη-κτι-κή, πάντως, φωνάρα-, τέτοιας κοψιάς που θα ’ταν προτιμότερο να σου κόψουν κατευθείαν το κεφάλι παρά να προσπαθήσεις να λύσεις τα αινίγματά της και να διεκδικήσεις να την παντρευτείς ως «θεσπέσια ομορφιά»…
Η «Στέγη» δεν ξαποσταίνει…
Πολύ ενδιαφέρουσα, ποιητικότατη βρήκα τη βουβή «Μισαλλοδοξία» που ανέβασε η Ιώ Βουλγαράκη υλοποιώντας σκηνικά την τέταρτη ιστορία της ομώνυμης -βουβής, βέβαια- ταινίας (1916) του Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ, παρά τις κάποιες κοιλίτσες που ’κανε. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της ιδιαίτερα ταλαντούχας Άννα Φιόντοροβα, η τέλεια δεμένη ζωντανή μουσική του Θοδωρή Αμπαζή, η κίνηση που δίδαξε πάνω της η Σταυρούλα Σιάμου, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έπαιξαν ρόλο αποφασιστικό. Μαζί με τους εκτελεστές: τους δέκα ηθοποιούς -όλους!- και τους τέσσερις μουσικούς. Να ξεχωρίσω τον τρόπο που πατούσε το σανίδι και διέσχιζε τη σκηνή η Ναταλία Τσαλίκη: έμεινε στη μνήμη μου.

Έχω μια μεγάλη απορία: είδα την προπερασμένη Κυριακή στο Μέγαρο Μουσικής «Το ημέρωμα της στρίγγλας», ζωντανή μετάδοση, απ’ το -υπέροχα αναπαλαιωμένο- «Μπολσόι» της Μόσχας, της χορογραφίας του Γάλου Ζαν-Κριστόφ Μαγιό πάνω στη σεξπιρική κωμωδία κι αναρωτιόμουνα ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να θεωρήσει ότι η Αίθουσα «Banquet» είναι κατάλληλη για τις ζωντανές μεταδόσεις των παραστάσεων του «Μπολσόι»: μια οθόνη μισό μέτρο απ’ το πάτωμα, βλέπεις μόνο αν καθίσεις στην πρώτη σειρά κι απ’ τις άλλες σειρές δε βλέπεις τα πόδια των χορευτών -που αυτά είναι με τα οποία βασικά χορεύουν…- εκτός κι αν είσαι από 1 90 και πάνω... Έβλεπα θεατές να σούρνουν τις καρέκλες τους -διότι η αίθουσα καρέκλες πρόσθετες διαθέτει… - πλάι, μπας και κάτι δουν, θεατές να τεντώνονται απεγνωσμένα, τους από πίσω τους να βρίζουν και να βλαστημούν, πιάστηκα απ’ το τέντωμα και στο διάλειμμα τρεις κυρίες ήρθαν να μου πουν «γράψτε κάτι». Γράφω, λοιπόν, αλλά να δω ποιος θα μ’ ακούσει…
Η χορογραφία -μια αφηγηματική χορογραφία σε κλασική βάση- πολύ καλή, πάντως, το παστίς μουσικών του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, χαλί για να πατήσει ο χορογράφος, απόλυτα ταιριαστό, έξοχα επιλεγμένο αλλά και εκτελεσμένο απ’ την Ορχήστρα του «Μπολσόι» υπό τον Ίγκορ Ντρόνοφ, υψηλής αισθητικής τα σκηνικά του Ερνέστ Πινιόν-Ερνέστ, το μπαλέτο να πετάει, οι σολίστες κατ’ ευθείαν γραμμή στη μεγάλη παράδοση του κορυφαίου Θεάτρου και η Γιεκατερίνα Κρισάνοβα/Κατερίνα, μια σπουδαία χορεύτρια που μου θύμισε Σιλβί Γκιλέμ -τι είσοδος θυελλώδης!
Τον "Ριχάρδο τον Γ' σαν γκροτέσκο καρτούν", μήπως τον εμπνεύστηκε ο σκηνοθέτης από το "Κορίτσι του αποχαιρετισμού" του Ν.Σάιμον? Κι εκεί ο πρωταγωνιστής έπαιζε... κάπως έτσι τον ομώνυμο ρόλο, με ολέθρια αποτελέσματα!
ReplyDelete