January 2, 2014

Ναι μεν «Sugar» αλλά… ή Κανένας δεν είναι τέλειος



Το έργο. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου στο Σικάγο του 1929 και της ποτοαπαγόρευσης και της βασιλείας των γκάνγκστερ. Ο Αλ Καπόνε αρχίζει αφ’ υψηλού -όργανά του οι Ιταλοί του της Μάφια- να ξεκαθαρίζει με πυγμή και με… σιγουριά, δηλαδή δια των όπλων, τους λογαριασμούς του με τους ιρλανδούς «συναδέλφους» του. Ο σαξοφωνίστας Τζο και ο κοντραμπασίστας Τζέρι, άνεργοι και απένταροι, γίνονται τυχαία μάρτυρες της Σφαγής της Μέρας του Αγίου Βαλεντίνου, όπως έμεινε στην ιστορία, της οποίας την εκτέλεση έχει αναλάβει ο γκάνγκστερ Σπατς Παλάτσο και οι άνθρωποί του. Άρα, αυτομάτως, καθίστανται, χωρίς να τους επιτραπούν πολλές… διευκρινίσεις, στόχοι γιατί κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν επιζεί στις ανάλογες περιπτώσεις. Καταφέρνουν, όμως, να το σκάσουν και καταφεύγουν στην -προσωρινά σωτήρια- λύση: συμπληρώνουν τα δύο κενά στην μπάντα της αυστηρής -πρώην λοχίας στο στρατό- Σουίτ Σου, η οποία φεύγει για εμφανίσεις στο Μαϊάμι και από την οποία νωρίτερα τους είχαν απορρίψει ως... άνδρες, καθότι η μπάντα, αποκλειστικά γυναικεία. Πώς; Μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες -η Τζόζεφιν και η Δάφνη!
Αλλά όταν ένας άντρας, έστω μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, συγχρωτιστεί τόσο και επί τόσο πολύ με μία ομάδα γυναικών, τα πράγματα έρχονται τα πάνω κάτω. Πόσω μάλλον όταν οι άντρες είναι δύο. Και η Σούγκαρ Κέιν που παίζει γιουκαλίλι και τραγουδάει στην μπάντα και που της αρέσει να το τσούζει, όχι αστραφτερής εξυπνάδας αλλά πολύ αστραφτερής ομορφιάς και θηλυκότητας, είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος για να αναστατωθούν και οι δύο «κοπέλες» συνάδελφοί της. Το παιχνίδι το κερδίζει η Τζοζεφίνα/Τζο. Η εξομολόγηση που της/του κάνει η Σούγκαρ, η οποία εύκολα γίνεται φίλη της/του επιστήθια, ότι ο απώτερος σκοπός της είναι να βρει στο Μαϊάμι για σύζυγο έναν από τους εκατομμυριούχους που περισσεύουν εκεί, διότι έχει πήξει πια με τους άφραγκους σαξοφωνίστες με τους οποίους μπλέκει κατ’ εξακολούθησιν και οι οποίοι επιπλέον την παρατούν και μετά το ρίχνει στο ποτό, του/της δίνει την ιδέα, όταν φτάσουν στον προορισμό τους, να μεταμφιεστεί -μεταμφίεση πάνω στη  μεταμφίεση- σε εκατομμυριούχο των προδιαγραφών της Σούγκαρ. Ο έρωτας είναι ακαριαίος.
Έχει όμως και η «χαμένη» Δάφνη τα τυχερά της: την/τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα ένας άλλος εκατομμυριούχος –γέρος, μορμολύκειο αλλά αυθεντικός εκατομμυριούχος αυτός, άρτι διαζευχθείς, ο Όσγκουντ Φίλντινγκ. Και της ζητάει, αφού ζητήσει και τη γνώμη της… μαμάς του, το χέρι της -να γίνει η όγδοη (ή ένατη; Έχει χάσει πια το λογαριασμό) σύζυγος του! Τι να κάνει και η στριμωγμένη Δάφνη; Δέχεται καταρχάς να τον αρραβωνιαστεί.
Όταν εμφανιστούν στο Μαϊάμι ο Σπατς και τα παλικάρια του, που συνεχίζουν να καταδιώκουν τους δύο μουσικούς-αυτόπτες μάρτυρες, το μπλέξιμο θα λυθεί: οι όχι υψηλού IQ γκάνγκστερ θα αλληλοεξοντωθούν μπερδεύοντας τους στόχους, η Τζόζεφιν θα αποκαλύψει στην Σούγκαρ πως είναι Τζο και πως εκείνη -η οποία δεν θα τον αφήσει διότι είναι ερωτευμένη μαζί του- έχει μπλέξει όχι με δισεκατομμυριούχο, όπως νόμιζε, αλλά και πάλι με άφραγκο σαξοφωνίστα ενώ η Δάφνη θα εξομολογηθεί, λίγο πριν από το γάμο, στον Oσγκουντ πως είναι Τζέρι για να κεραυνοβοληθεί από την αποστομωτική απάντησή του: «Κανένας δεν είναι τέλειος».
Το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959) του Μπίλι Γουάιλντερ άφησε εποχή στην ιστορία του κινηματογράφου: μία φάρσα, ριμέικ παλαιότερης γαλικής ταινίας, που ο αυστριακής καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης μετέτρεψε σε μία τολμηρή, δηκτική σάτιρα της αμερικάνικης κοινωνίας και του Αμερικάνικου Ονείρου δίνοντάς της ένα ανατρεπτικό για την εποχή του και για τα δεδομένα του Χόλιγουντ φινάλε που έγινε αποδεκτό με το άλοθι της κωμωδίας.
Το 1972 το σενάριο της ταινίας, το οποίο υπογράφουν ο ίδιος ο Γουάιλντερ και ο Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ, μεταποιήθηκε -για λόγους σαφώς εμπορικής εκμετάλλευσης από το Μπρόντγουέι- σε μιούζικαλ με τον τίτλο «Sugar» σε λιμπρέτο του Πίτερ Στόουν -οι στίχοι του Μπομπ Μέριλ- που έξυπνα ποιών έχει διατηρήσει σχεδόν όλο το στέρεο πρωτογενές υλικό, όπως διατήρησε και την κινηματογραφική δομή με σχετικά σύντομες σκηνές. Άλλα τα μάτια του λαγού, όμως…: ο Μπίλι Γουάιλντερ είναι απών. Και το έργο επιστρέφει στη φάρσα. Χωρίς όμως να χάσει τη φρεσκάδα του. Εμπλουτισμένο από τη συμπαθητική -αλλά όχι και συναρπαστική…- μουσική του Τζουλ Στάιν.
Η παράσταση. Ο Σταμάτης Φασουλής, χωρίς να κάνει προσπάθεια να γίνει Μπίλι Γουάιλντερ και να ψάξει προς τα μέσα, έστησε μία γοργή, εύρυθμη, καλόγουστη, εύφορη παράσταση πάνω σε δική του μετάφραση με τον τίτλο «Sugar-Μερικοί το προτιμούν καυτό». Μετάφραση η οποία, όμως, δεν έχει αποφύγει κάποια ατοπήματα και κυρίως αυτό το -κακώς εννοοούμενο, κατά τη γνώμη μου- κλείσιμο του ματιού προς το ευρύ -ελληνικό- κοινό με κάποιες άλλοτε έξυπνες, συνήθως εξυπναδίστικες προσθήκες που υποτίθεται φέρνουν το κείμενο πιο κοντά του και που τόσο συνηθίζονται στο θεάτρό μας. Επιτυχημένοι οι ελληνικοί στίχοι της Αφροδίτης Μάνου.

Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού και η άψογη εκτέλεσή τους βοηθούν στην εκτόξευση της παράστασης. Σωστή και καλή η ενδυματολογική δουλειά της Ντένης Βαχλιώτη, αν και τα κοστούμια της Τζόζεφιν και της Δάφνης τα βρήκα πολύ «τσιμπημένα» -για να βγάλουν γέλιο. Εκείνα που κλέβουν την παράσταση είναι τα, καλοφωτισμένα από την Ελευθερία Ντεκώ, σκηνικά που υπογράφουν ο Γιώργος Γαβαλάς και ο Γιάννης Μουρίκης: υποδειγματική δουλειά για το είδος, που σέβεται τις απαιτήσεις του αλλά και το καλό γούστο σε μία παραγωγή που δεν έχει φεισθεί εξόδων. Ειδικά το τρένο που «ανοίγει» και το γιοτ -και ο περίγυρος, με τα γύρω πανιά των άλλων γιοτ-, σκηνικά που, ίσως, δεν έχουμε ξαναδεί στην ελληνική σκηνή. Μπράβο!
Ο Αλέξιος Πρίφτης υπογράφει τις σωστές ενορχηστρώσεις και διευθύνει με άνεση τη -ζωντανή βέβαια- δεκαμελή ορχήστρα.

Οι ερμηνείες. Εδώ η παράσταση σκοντάφτει, όπως και οι περισσότερες παραγωγές μιούζικαλ στην Ελλάδα. Η επιλογή για τους κύριους ρόλους ηθοποιών που σε αμερικάνικη ή αγγλική παραγωγή μιούζικαλ θα απορρίπτονταν από την πρώτη ακρόαση, με βάση την αναγνωρισιμότητα και τις τηλεοπτικές περγαμηνές τους και όχι τις ικανότητές τους -οι οποίες, ειδικά στο μιούζικαλ που έχει απαιτήσεις αυξημένες, πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερες- για «να τα φέρουν» στο ταμείο οδηγεί σε συμβιβασμούς ενίοτε και καταστροφικούς. Εκτός και αν οι απαιτήσεις των ρόλων τοποθετηθούν σε άλλα αιτούμενα και βρεθούν από το σκηνοθέτη λύσεις παραπληρωματικές.
Περιέργως η Ζέτα Μακρυπούλια στον επώνυμο ρόλο για μένα ήταν η έκπληξη. Έχει βέβαια οδηγηθεί από τη σκηνοθεσία σε μία πλήρη μίμηση της Μέριλιν Μονρό αλλά η μίμηση αυτή είναι αποδοτική: εκτός από το γεγονός ότι είναι όμορφη, τη βρήκα πιο εκφραστική και λιγότερο μονότονη από κάθε άλλη φορά και με χιούμορ ενώ επιπλέον και χορεύει και τραγουδάει καλά.
Ο Θοδωρής Αθερίδης-Τζο/Τζόζεφιν και ο Γιάννης Ζουγανέλης-Τζέρι/Δάφνη δεν είναι σωστή διανομή. Γιατί οι ηλικίες τους είναι πολύ μεγαλύτερες από τις ηλικίες των δύο ρόλων. Και με τον Θοδωρή Αθερίδη το πράγμα κολάζεται καθώς είναι ευλύγιστος και δείχνει πολύ νεότερος. Παίζει χαριτωμένα αλλά κάπως άτονα, χορεύει ανεκτά αλλά για τραγούδι καλύτερα ας μην γίνει λόγος… Ο Γιάννης Ζουγανέλης τραγουδάει καλύτερα αλλά και την ηλικία του δείχνει και είναι τόσο δυσκίνητος, που δεν χορεύει, απλώς μετακινείται. Έξυπνα όμως έχει τοποθετήσει όλο το ρόλο στο κωμικό στοιχείο και, ως καλός διασκεδαστής -και όχι ηθοποιός- που είναι, το εκμεταλλεύεται.
Ο ταλαντούχος Λευτέρης Ελευθερίου σχεδιάζει δυστυχώς μία άγονη μίμηση του Μπράντο στον «Νονό» την οποία δεν εξελίσσει. Σωστός ο Χρήστος Γεωργαλής. Στους μικρότερους ρόλους, αντίθετα, βρήκα πολύ καλές τις επιλογές: σωστές ατάκες και ακόμα καλύτερα σύνολα.

Ο Κώστας Βουτσάς ως Όσγκουντ φέρει επί σκηνής την περσόνα του: με επιτυχία, με χιούμορ ακατάβλητο και με ενέργεια που διατηρείται ακόμη. Στις λίγες στιγμές που κάνει μερικά χορευτικά βήματα, αμέσως, παρά τα πολλά κιλά του και τα πολλά του χρόνια, δίνει στίγμα ενός αξέχαστου παρελθόντος στο μουσικό μας θέατρο: μιας ελαφράδας και μιας κωμικής χάρης που παραμένουν ανεπανάλειπτες.

Εκείνη, όμως, που δείχνει τι θα μπορούσε να είναι η παράσταση αν οι πρωταγωνιστές ήταν στο δικό της επίπεδο είναι η Νάντια Κοντογεώργη: τραγουδάει εξαιρετικά με φωνή εμφανώς καλλιεργημένη, χορεύει άψογα, είναι πληθωρική, έχει εκρηκτικό χιούμορ, έχει αμεσότητα και στον όχι μεγάλο ρόλο της καταφέρνει να κάνει ερμηνεία. Υποδειγματική. Αστεία αλλά με στρατιωτική ακρίβεια και με μέτρο (που πρέπει να προσέξει να μην το χάσει γιατί ανήκει σε κατηγορία ευεπίφορη στην μπαλαφάρα).
Το συμπέρασμα. Μία ευχάριστη, πολύ καλά οργανωμένη παράσταση και μία γενναιόδωρη παραγωγή με υπέροχα σκηνικά αλλά και με προβλήματα στους πρωταγωνιστές.


Θέατρο «Παλλάς», 29 Δεκεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment