January 22, 2014

Τα τρολ ποτέ δεν πεθαίνουν


Το έργο. Φευγάτος ο Πέερ Γκιντ. Ζει με τις φαντασιώσεις του. Ενθουσιώδης, ασυγκράτητος, επιπόλαιος, καυχησιάρης, φοβιτσιάρης, ασταθής, τυχοδιώκτης -αλλά γοητευτικά ονειροπαρμένος- δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με ευθύτητα, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του… Η μάνα του, η Όσε, περιμένει μέσω του γιου που τον λατρεύει να πάρει πίσω το αίμα της από τον πατέρα του που σπατάλησε όλη τους την περιουσία και τους εγκατέλειψε. Αλλά ο νεαρός Πέερ δεν ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες της. Επιπλέον μπλέκεται σε μία απαγωγή. Στο γάμο της Ίνγκριντ, που δεν μπόρεσε να την καταφέρει ο ίδιος να γίνει γυναίκα του, γνωρίζει την Σούλβαϊγ και την ερωτεύεται. Όταν εκείνη τον απορρίπτει πείθει τη νύφη, την Ίνγκριντ, και το σκάνε μαζί στα βουνά. Γρήγορα, όμως, θα την εγκαταλείψει. Ο πατέρας της, για αποζημίωση της τιμής της κόρης του, θα σηκώσει όλα τα φτωχικά υπάρχοντα του Πέερ και της Όζε αφήνοντάς τους στην έσχατη, πια, ένδεια.
Στην περιπλάνησή του, μία μυητική πορεία ενηλικίωσης και αναζήτησης του εαυτού του, ο Πέερ θα συναντήσει την Γυναίκα με τα Πράσινα και θα τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της, τον Γέρο του Ντοβρέ, τον βασιλιά των τρολ, από τον οποίο θα διεκδικήσει και το βασίλειό του. Ο Γέρος – α λα Μεφιστοφελής- του υπόσχεται πως θα έχει και τα δύο αλλά μόνον εφόσον ο Πέερ γίνει τρολ. Εκείνος στην αρχή θα δεχτεί αλλά μετά θα φοβηθεί και θα υπαναχωρήσει.
Όταν κτίσει στα βουνά μία καλύβα για να μείνει θα εμφανιστεί η Σούλβαϊγ για να μείνει μαζί του. Αλλά τότε εμφανίζεται και η Γυναίκα με τα Πράσινα, γερασμένη και με ένα αγόρι μαζί της. Του λέει πως είναι γιος του. Όταν ο Πέερ αρνηθεί πως έχει οποιαδήποτε σχέση με το παιδί, εκείνη θα τον καταραστεί. Ο Πέερ τρομοκρατημένος θα φύγει και πάλι, ζητώντας από την Σούλβαϊγ να τον περιμένει. Είναι ώρα να γυρίσει στη μάνα του. Δύσκολη ώρα, ώρα του οριστικού αποχωρισμού: η Όσε πεθαίνει στα χέρια του.
Μεσήλικας και πάμπλουτος πια επιχειρηματίας ο Πέερ, στο Μαρόκο, θα πέσει θύμα ληστείας από τους συνεταίρους του που θα τον εγκαταλείψουν και θα φύγουν με το πλοίο του όταν τους λέει πως επέλεξε να βοηθήσει τους Τούρκους κατά των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Θα φύγει στην έρημο όπου μία φυλή θα τον υποδεχτεί ως προφήτη. Θα προσπαθήσει να ξεμυαλίσει την Ανίτρα, την κόρη του αρχηγού της φυλής, αλλά και εκείνη θα τον κλέψει και θα τον εγκαταλείψει. Αρχαιολόγος πια στην Αίγυπτο, θα βρεθεί στο τοπικό ψυχιατρείο όπου θα νοιώσει πως χάνει το μυαλό του.
Όταν επιστρέψει στην Νορβηγία με ένα πλοίο που ναυαγεί -αλλά εκείνος κολυμπάει και σώζεται-, θα είναι πια γέρος. Θα συναντήσει πρόσωπα του παρελθόντος. Ανάμεσά τους η Σούλβαϊγ. Που τον περίμενε. Εκείνη θα του αποκαλύψει με ένα νανούρισμα τι απέγινε ο πραγματικός εαυτός του που όλα αυτά τα χρόνια τον έψαχνε.
Δύσκολο, αινιγματικό, δύσκαμπτο έργο ο -γραμμένος σε στίχο- «Πέερ Γκιντ» (1867). Ένα έπος. Ο Χένρικ Ίψεν άντλησε από τους λαϊκούς μύθους της πατρίδας του και περνώντας στοιχεία αυτοβιογραφικά έχει αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη να καλπάσει σε ένα έργο όπου τα ύφη μπλέκονται ειρωνικά, με το συμβολισμό να κυριαρχεί. Ένα έργο υπαρξιακό που δεν είναι παρά το ταξίδι μας στη ζωή. Ένα έργο το οποίο γράφτηκε σε μορφή θεατρική χωρίς όμως να προορίζεται για το θέατρο. Αλλά, παρά τις δυσκολίες του, παραμένει ένα ποιητικό έργο μεγάλης πνοής.
Η παράσταση. Ο Γιώργος Ξενίας έχει κάνει μία μετάφραση/διασκευή που σέβεται απόλυτα το ιψενικό πνεύμα. Σ’ αυτή βασίστηκε, αφού έκανε και τη δική του δραματουργική επεξεργασία, ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης. Βασικό του εύρημα, το μοίρασμα του επώνυμου ρόλου σε τέσσερις ηθοποιούς ανάλογα με τις τέσσερις ηλικίες του στο έργο. Εύρημα καθόλου ασυνήθιστο. Απλώς πιστεύω πως προέκυψε περισσότερο από την ανασφάλεια του σκηνοθέτη να στήσει ολόκληρο το ευαίσθητο οικοδόμημα σε έναν και μόνο πρωταγωνιστή ο οποίος θα έπρεπε να έχει μέγεθος που θα ήταν δύσκολο να βρει στο δυναμικό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος -διχοτομημένος εμφανίζεται και ο ρόλος της Σούλβαϊγ. Η ουσία, πάντως, είναι πως το εύρημα λειτουργεί. Η «παράδοση» από τον ένα στον άλλο Πέερ, με «σκυτάλη» ένα κόκκινο μαντηλάκι -διακριτικά έξυπνη ιδέα-, γίνεται ομαλά, χωρίς κενά και απώλειες. Και η επινόηση ενός Διευθυντή Σκηνής-«αφηγητή» διευκολύνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.Για να στήσει το οικοδόμημα αυτό ο Γιάννης Μαργαρίτης ακολούθησε ένα λιτό δρόμο, ελεγμένα μοντέρνο, που σέβεται το κείμενο και τα ύφη τα οποία τόσο μπλέκει ο Ίψεν. Ένα δρόμο με ευρήματα ενίοτε τολμηρά -όπως η χαρντ ροκ σκηνή στο βασίλειο των τρολ- αλλά όχι ξεκάρφωτα, μέ δάνεια –όπως η καταδίωξη του Πέερ και της Ίνγκριντ στο βουνό, που παραπέμπει στην «Έβδομη σφραγίδα » του Μπέργκμαν- νόμιμα όμως, χωρίς σκηνοθετισμούς και εξυπνάδες -δρόμο σεμνό. Η παράσταση ρέει αβίαστα, με πολύ καλούς ρυθμούς, με παύσεις και σιωπές γεμάτες όσο σπάνια έχω δει στο θέατρό μας, με εσωτερική ενέργεια και εκτεταμένα αλλά όχι δουλικά στηρίζεται σε μπρεχτικούς μηχανισμούς που ήρθαν και ταίριαξαν με το κείμενο.
Η Αγνή Ντούτση με τα αφαιρετικά αλλά ευκίνητα και ιδιαίτερα καλαίσθητα σκηνικά της και ο Αλέκος Αναστασίου με τους ομιχλώδεις φωτισμούς του ενισχύουν αποφασιστικά το αισθητικό αποτέλεσμα -ένα τοπίο στην ομίχλη. Βρήκα άνισα τα κοστούμια του Δημήτρη Κακριδά που πολύ σωστά τα έχει δουλέψει χωρίς πολύ χρώμα: μερικά –Όσε, Πέερ Γκιντ για παράδειγμα- πολύ σωστά, μερικά – όπως οι χορεύτριες στην τέταρτη πράξη- άστοχα. Πολύ ενδιαφέρουσες και άψογα ενσωματωμένες στη σκηνοθετική γραμμή οι μουσικές του Δημήτρη Οικονομάκη και ουσιαστική η βοήθεια του Νίκου Βουδούρη στη μουσική διδασκαλία των τραγουδιών που τους στίχους τους υπογράφουν ο συνθέτης και ο μεταφραστής. Αλλά εκείνη που βοήθησε περισσότερο την παράσταση νομίζω πως είναι η Αμάλια Μπένετ. Οι χορογραφίες της και η κίνηση που επιμελήθηκε, σε μία παράσταση στην οποία η σωματικότητα παίζει ρόλο καίριο, είναι απολύτως αποτελεσματικές.
Κρατώ τη σκηνή του θανάτου της Όσε στα χέρια του Πέερ που την κατευοδώνει -υπέροχο, βαθύτατα συγκινητικό ξεπροβόδισμα- με τον τρόπο που μόνον εκείνος ξέρει και που μόνον εκείνη νοιώθει.
Οι ερμηνείες. Από τους τέσσερις Πέερ Γκιντ ξεχώρισα τη φρεσκάδα του Γιώργου Βουρδαμή-Μαυρογένη/1ου Πέερ και τον Χρίστο Στυλιανού/2ο. Ο Δημήτρης Σιακάρας/4ος, ένας ώριμος, γεμάτος, ταλαντούχος ηθοποιός, κάποιες στιγμές γλιστράει σε μία περιττή υποκριτική σοβαροφάνεια. Ο Ιορδάνης Αϊβάζογλου/3ος εμφανίζεται να έχει το σύνηθες ελάττωμα των επαρκών ηθοποιών των κρατικών Σκηνών, ειδικά του ΚΘΒΕ: με προσόντα, σωστός, άρτιος αλλά υπερβολικά «άνετος» και «σίγουρος». Που σημαίνει υποκριτική χύμα, χωρίς καλούπια και επιφανειακή, εύκολη. Γίνεται πιο ουσιαστικός στη σκηνή του ψυχιατρείου.
Η Χρυσάνθη Δούζη δίνει, αν και κάπως στεγνά, τον καλύτερό της, νομίζω, ρόλο με την Όσε: έχει δύναμη, αίσθημα, εξαιρετική κίνηση και ένα υποκριτικό βάθος. Με αδυναμίες βρήκα την Ειρήνη Καζάκου/Ίνγκριντ και την Ειρήνη Φαναριώτη/1η Σούλβαϊγ και εξωτερική την Ανίτρα της Δέσποινα Γιαννοπούλου.
Από τους υπόλοιπους –πολλούς- ηθοποιούς πρόλαβα να ξεχωρίσω τον γεμάτο ενέργεια Νίκο Καπέλιο, τον Νίκο Νικολάου που δίνει με κύρος τον Διευθυντή Σκηνής, την Ιωάννα Παγιατάκη, τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, την Μομώ Βλάχου, την έξοχη, σωματικά και εκφραστικά, παντομίμα του ναυαγίου από τον Γιώργο Κολοβό/Τιμονιέρη. Και, κυρίως, την Λαμπρινή Αγγελίδου/2η Σούλβαϊγ: έχει μία σπάνια σκηνική ποιότητα και φινέτσα, υποκριτική ακρίβεια και εσωτερικότητα. Και της αξίζουν σημαντικότεροι ρόλοι.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που ανταποκρίνεται στα ζητούμενα ενός κρατικού θεάτρου και που –επιτέλους!-τιμά το ΚΘΒΕ. Μία παράσταση που το κοινό της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να υποστηρίξει. Κερδισμένο θα βγει.

Θεσσαλονίκη, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος/θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1 Ιανουαρίου 2014.

No comments:

Post a Comment