January 20, 2014

Στην καρδιά του Σκότους ή Όταν οι νεκροί γυρίζουν…



Το έργο. Σκοτία, στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Ο Μακμπέθ, στρατηγός στο στρατό του βασιλιά Ντάνκαν (Ντουνκάνο), επιστρέφοντας από μάχη νικηφόρα μαζί με τον, επίσης στρατηγό, φίλο του Μπάνκο συναντάει στο δάσος μάγισσες που του προφητεύουν ότι θα γίνει βασιλιάς αφού προηγουμένως αποκτήσει άλλον ένα τίτλο ενώ στον Μπάνκο προφητεύουν πως θα γίνει γενάρχης βασιλιάδων. Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο Μακμπέθ τιμάται από τον ευγνωμονούντα βασιλιά με τον τίτλο που οι μάγισσες του προφήτευσαν. Η τρελή φιλοδοξία και για τον ύψιστο τίτλο του βασιλιά τρυπώνει στο κρανίο του εμμονικά. Η Λαίδη Μακμπέθ, η γυναίκα του, ακόμη πιο φιλόδοξη από τον ίδιο, την υποδαυλίζει και την εξελίσσει σε σκέψη δολοφονική: τον πείθει να σκοτώσει το βασιλιά, που έχει έρθει να τον φιλοξενήσουν στον πύργο τους του Ινβερνές, τη νύχτα, στον ύπνο του. Ο Μακμπέθ το κάνει. Δολοφονεί τον Ντάνκαν. Αλλά όταν πρέπει να ξαναγυρίσει στον τόπο του εγκλήματος και να αλείψει με αίμα τους δύο φρουρούς του για να τους ενοχοποιήσει, θα λιποψυχήσει. Είναι η Λαίδη που ολοκληρώνει την αποτρόπαιη πράξη τους.
Ο Μάλκολμ, γιος και διάδοχος του Ντάνκαν, ο οποίος κρίνεται ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, το σκάει στην  Αγγλία για να γλιτώσει. Ο δρόμος για το θρόνο έχει ανοίξει για τον Μακμπέθ. Αλλά και ο δρόμος για την κόλαση.
Το δολοφονικό βασιλικό ζευγάρι, απόλυτα εξαρτημένο πια από την προφητεία, θέλει τώρα να εξασφαλίσει το θρόνο. Ο Μπάνκο που ονομάστηκε από τις μάγισσες «γενάρχης βασιλιάδων» και ο μικρούλης γιος του πρέπει να φύγουν από τη μέση. Πληρώνουν δολοφόνους για να κάνουν τη δουλειά. Το αγοράκι το σκάει αλλά ο Μπάνκο είναι νεκρός. Όχι όμως για τον Μακμπέθ. Το ταξίδι στην καρδιά του Σκότους έγινε η αιτία να διασαλευτεί η εσωτερική του τάξη. Στη διάρκεια επίσημου δείπνου βλέπει μπροστά του τον Μπάνκο ολοζώντανο. Όσο κι αν η γυναίκα του προσπαθεί να τον συνεφέρει -«οι νεκροί δεν μπορούν να γυρίσουν…»- και να τον δικαιολογήσει, οι καλεσμένοι θορυβούνται. Ο ευγενής Μακντάφ, επίσης φίλος του Μακμπέθ, που έχει αρχίσει να υποπτεύεται τι συμβαίνει, το σκάει επίσης στην Αγγλία: θέλει να διαχωρίσει τη θέση του από τον τύραννο. 
Ο Μακμπέθ θα γυρίσει στις μάγισσες για να μάθει περισσότερα: του λένε να φυλάγεται από τον Μακντάφ, πως δεν έχει να φοβάται τίποτα από άντρα που τον δεν γέννησε γυναίκα και πως θα βασιλεύει όσο το δάσος του Μπέρναμ είναι στη θέση του. Βλέπει, όμως, και τα οράματα οκτώ μελλοντικών βασιλέων που ακολουθούνται από τον Μπάνκο. Και αποφασίζει να εξολοθρεύσει τον Μακντάφ και την οικογένειά του.
Ο Μακντάφ μαθαίνει στην Αγγλία πως η γυναίκα και τα παιδιά του δολοφονήθηκαν. Ενώνει τις δυνάμεις του με τον Μάλκολμ και πρόσφυγες από το βασίλειο του Μακμπέθ και εκστρατεύουν εναντίον του. Όταν πλησιάζουν στο κάστρο του Ινβερνές κόβουν κλαδιά από το δάσος τού Μπέρναμ για παραλλαγή: το δάσος του Μπέρναμ κινείται!
Η Λαίδη Μακμπέθ, που έχει ακολουθήσει τον άντρα της στους σκοτεινούς δρόμους του σαλεμένου μυαλού και υπνοβατεί μιλώντας για φόνους και αίμα, πεθαίνει – αυτοκτονεί; Ο Μακμπέθ δεν το βάζει κάτω. Αντιμετωπίζει τους εχθρούς του με το σπαθί στο χέρι ώσπου βρίσκεται απέναντι στον Μακντάφ. Δεν τον φοβάται -μόνον όποιον δεν έχει γεννηθεί από γυναίκα θα φοβηθεί. Ο Μακντάφ, όμως, του αποκαλύπτει πως έχει έρθει στον κόσμο με καισαρική τομή. Και τον σκοτώνει. Τα στρατεύματα επελαύνουν: η Σκοτία απελευθερώθηκε από τον τύραννο. Ο νόμιμος διάδοχος Μάλκολμ στέφεται βασιλιάς.
Ο Τζιουζέπε Βέρντι συνέθεσε τον τετράπρακτο «Μακμπέθ» του (1847, γαλλική εκδοχή 1865) πάνω σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε με προσθήκες του Αντρέα Μαφέι, βασισμένο στη σκοτεινή τραγωδία του Γουίλιαμ Σέξπιρ (χρονολογείται περί το 1606), που η υπόθεσή της αντλεί από το βίο ενός υπαρκτού βασιλιά της Σκοτίας ο οποίος βασίλεψε μεταξύ 1040 και 1057. Ο συνθέτης δεν έχει αρθεί βέβαια στο ύψος του σεξπιρικού αριστουργήματος αλλά, ακουμπώντας σε ένα ικανοποιητικό λιμπρέτο του οποίου είχε ο ίδιος τον έλεγχο, έχει γράψει μία όπερα που δεν ανήκει στην περίοδο των αριστουργημάτων του, οι μουσικές της είναι ακόμα κάπως «εύκολες» αλλά που, οπωσδήποτε, φέρει τη σφραγίδα της μεγαλοφυίας του και έχει μερικά υπέροχα κομμάτια. Και με τον οποία κάνει ένα βήμα μπροστά από το μελόδραμα της εποχής του.
Η παράσταση. Ο ιταλοαμερικανός σκηνοθέτης Λορέντσο Μαριάνι είδε σεξπιρικά τον βερντιάνικο «Μακμπέθ»: μία κατάδυση στην καρδιά του Σκότους. Μία κόλαση που δεν είναι οι άλλοι, εμείς είμαστε -η κόλαση μέσα μας είναι. Απάλυνε τις τυχόν ευκολίες του έργου, το βάθυνε και σχεδίασε με σκέψη και γνώση την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδοχή μιας τραγωδίας της μοίρας. Οι τρεις μάγισσες/χορεύτριες που, βουβές, πανταχού παρούσες, ακολουθούν τα βήματα των ηρώων και κινούν τα νήματα, από τον «πρόλογο» που σχεδιάστηκε πάνω στην εισαγωγή της όπερας και την εγκαταβύθιση του θρόνου με τον νεκρό Μακμπέθ α λα «Ντον Τζοβάνι» σε μία κόλαση χωρίς επιστροφή, αφού του αφαιρούν την ερμίνα και το σκήπτρο, μέχρι και το τέλος, όπου επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή με τον Μακμπέθ να «βουλιάζει» στο πουθενά, αφού οι μάγισσες του αφαιρούν και το στέμμα -σαν να κλείνει ένας κύκλος αίματος, σαν όλο το έργο να ήταν ένα εφιαλτικό φλάσμπάκ- είναι η Μοίρα. Ψυχρή, αδυσώπητη, αμείλικτη.
Το «φλάσμπάκ» αυτό ανέβηκε με τρόπο μοντέρνο αλλά τα ευρήματα -η πλειονότητά τους- αντλούνται από το κείμενο ή από τις καταστάσεις. Ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να καπελώσει το συνθέτη, δεν αυθαιρετεί, δεν αφήνεται σε εξυπνακισμούς και σκηνοθετισμούς, ακόμα και στα τολμηρότερα από τα ευρήματα: η άφιξη Μακμπέθ και Μπάνκο στην πρώτη σκηνή με τις μάγισσες σαν να προσγειώνονται με αλεξίπτωτα, που στην αρχή την εξέλαβα ως προς εντυπωσιασμό, είναι, τελικά, η αρχή της καθόδου στην κόλαση. Η σκηνοθεσία υπηρετεί τον Βέρντι και μέσω αυτού τον Σέξπιρ χωρίς να χάνει καμία στιγμή τον έλεγχο.
Στο στόχο αυτό ο σκηνοθέτης είχε πολύτιμους συνεργάτες. Ο ιταλός σκηνογράφος Μαουρίτσιο Μπάλο σχεδίασε ένα εντυπωσιακό αλλά και λειτουργικό, μόνιμο μεταλλικό σκηνικό από λαμαρίνα, ψυχρό, στο οποίο και από το οποίο επιδέξια προσθαφαιρούνται σε κάθε σκηνή στοιχεία ενώ η απόσπαση τμημάτων του στη σκηνή του δάσους του Μπέρναμ είναι μία πανέξυπνη λύση και μία συναρπαστική έκπληξη. Στο ανάλογο ύφος και η μεταλλική αυλαία με τα αίματα -το κόκκινο του αίματος κυριαρχεί απόλυτα στην παράσταση.
Εξαίρετα και τα -πέραν εποχής- κοστούμια της επίσης Ιταλίδας Σίλβια Αϊμονίνο που έπαιξε πολύ με το μαύρο -ευφάνταστη η ιδέα της να βάλει κόκκινα γαντάκια στις μάγισσες της χορωδίας: κοστούμια μοντέρνας γραμμής αλλά και υψηλού γούστου. Την Σίλβια Αϊμονίνο θα μπορούσα να την κρίνω υπερθετικά και μόνο από τον τρόπο που έντυσε τη δύσκολη φιγούρα της Δήμητρας Θεοδοσίου/Λαίδης Μακμπέθ, όταν οι ενδυματολόγοι αυτιστικά σχεδιάζουν ακόμα και αριστουργηματικά κοστούμια αλλά ερήμην του σώματος που θα τα φορέσει
Η Αμερικανίδα Λούσι Μακ Κίνον που σχεδίασε τις άψογες βιντεοπροβολές έβαλε, επίσης, ένα πετραδάκι στο οικοδόμημα. Πολύ καλή η δουλειά και του Ιταλού καλλιτεχνικού διευθυντή του Μπαλέτου της Λυρικής Ρενάτο Τζανέλα στις χορογραφίες. Και ικανοποιητικότατη η εκτέλεση από τους χορευτές της Λυρικής -έξοχη η Αλίνα Στεργιανού/Βασίλισσα των Μαγισσών. Αλλά βρήκα εντελώς περιττή -φάλτσο- τη χρησιμοποίηση του με-το-ζόρι γραμμένου για το Μπαλέτο της παρισινής Όπερας πρόσθετου και εκτός του γενικού ύφους κομματιού της παρισινής εκδοχής -«Όντιν και συλφίδες…». (Στα μείον, και η σκηνή της δολοφονίας του Μπάνκο με το αγοράκι. Μου φάνηκε άτεχνη).


Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τον σουηδό διευθυντή φωτισμών Λίνους Φέλμπομ. Τα σκοτάδια του, οι εντελώς ιδιαίτεροι φωτισμοί του –ράμπα, κάθετοι, κόντρα…-, ο τρόπος που αντιφεγγίζουν πάνω στο μέταλλο του σκηνικού, οι σκιές του είναι καρπός ενός σοφού, λεπτοδουλεμένου σχεδιασμού στον οποίο η παράσταση του Λορέντσο Μαριάνι πολλά, μα πάρα πολλά χρωστάει: μία ατμόσφαιρα εφιάλτη, κόλασης, σκοτεινή, θολή, αποπνικτική, απεγνωσμένη. Και κάθε σκηνή, ένας λειτουργικά ενταγμένος στην παράσταση ζωγραφικός πίνακας -για παράδειγμα η αισθητικά εκπληκτική πρώτη σκηνή της τέταρτης πράξης, με την χορωδία. Έως και τη σπάταλη χρήση του κόκκινου που σιχαίνομαι στους φωτισμούς τού συγχώρησα...
Το μουσικό μέρος δεν υστερεί. Το αντίθετο! Ο Μύρων Μιχαηλίδης οδηγεί από το πόντιουμ την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για άλλη μια φορά σε μία εξαίρετη βερντιάνικη ερμηνεία. Με απόλυτο έλεγχο, δεν αναλώνεται σε δραματουργικές υπερβολές και συνεχείς εκκωφαντικές εντάσεις αλλά διάλεξε να πραγματοποιεί τις κορυφώσεις όπου πρέπει και όσο πρέπει –επιλογή έξυπνη- δίνοντας στη μουσική του Βέρντι ποιότητες που δεν έχει πάντοτε. Η μπάντα υπό τον Γιώργο Αραβίδη τον ακολουθεί.
Θα σταθώ ξεχωριστά και στην Χορωδία της ΕΛΣ που υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο δείχνει να έχει κάνει μεγάλες προόδους: είναι σπουδαία. Ένα σύνολο που μπορεί να συναγωνιστεί τα ανάλογα μεγάλων οπερατικών συγκροτημάτων. Μπράβο!

Οι ερμηνείες. Ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός στον επώνυμο ρόλο, αν και με ηχόχρωμα ίσως λίγο πιο φωτεινό απ’ όσο απαιτεί ο ρόλος, αντεπεξέρχεται άψογα. Με φιγούρα ιδεώδη, με ικανοποιητική υποκριτική, με φωνή ισχυρή αλλά και μουσικότατη, με τραγούδι μαλακό, με γερή τεχνική είναι ο Μακμπέθ που απαιτεί η παράσταση. Και την τιμάει.
Άνιση βρήκα τη σοπράνο Δήμητρα Θεοδοσίου. Χωρίς να είναι η ιδεώδης για το ρόλο της Λαίδης Μακμπέθ, διαθέτει δραματική φωνή μεγάλων δυνατοτήτων. Που τις έδειξε, όμως, πλήρως μόνο στη σκηνή της υπνοβασίας. Στην τρίτη πράξη έμοιαζε σαν να έχει καταπιεί τη φωνή της. Η συμπόρευσή της, επίσης, με την ορχήστρα συχνά ήταν προβληματική. Η υποκριτική της, επαρκής αλλά η κίνηση των χεριών με διαρκή περιστροφή των καρπών, υπερβολική και όχι πάντα αποδοτική.
Ο Τάσος Αποστόλου, ώριμος φωνητικά, με μεστή φωνή μπάσου και ικανότατος υποκριτικά, στέκεται επάξια πλάι στον Μακμπέθ του Δημήτρη Τηλιακού. Πολύ καλές εντυπώσεις μού άφησε και ο Δημήτρης Πακσόγλου στο ρόλο του Μακντάφ: φωνή άνετη, με ανοίγματα και με προοπτικές περαιτέρω εξέλιξης. Ένας τενόρος ικανότατος.
Από τους υπόλοιπους ξεχώρισα το μπασοβαρύτονο Διονύση Τσαντίνη και, κυρίως, τη σοπράνο Αντωνία Καλογήρου. Ο μπάσος Χρήστος Αμβράζης έχει την πιο ενδιαφέρουσα, ίσως, φιγούρα στην Λυρική αλλά μου δίνει την αίσθηση πως στη σκηνή βγαίνει μόνο για να διεκπεραιώσει.
Το συμπέρασμα. Αν όχι η καλύτερη, μία από τις καλύτερες παραστάσεις της Λυρικής τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια που την παρακολουθώ. Μία παράσταση εξαιρετικού αισθητικού, θεατρικού και μουσικού επιπέδου, ευφάνταστη, συγκροτημένη, που την τιμά. Και που θα μπορούσε να είναι το ένδοξο όχημα για την είσοδό της στο –προσεχώς- νέο της κτίριο και σε μία περίοδο αναγέννησης. Ελπίζω πως θα κρατηθεί στο ρεπερτόριο.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», από την Εθνική Λυρική Σκηνή, 19 Ιανουαρίου 2014.

No comments:

Post a Comment