January 30, 2014

Νικαίτη Κοντούρη: «Πέρσες» στην Επίδαυρο με το ΚΘΒΕ και Γιάννη Φέρτη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο 


Τους «Πέρσες» του Αισχύλου θα παρουσιάσει το καλοκαίρι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συμμετέχοντας, με την παράσταση αυτή, στο φετινό, 60ο Φεστιβάλ Επιδαύρου. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Νικαίτη Κοντούρη κι από τη διανομή το μόνο δεδομένο είναι πως ο Γιάννης Φέρτης θα ερμηνεύσει το Φάντασμα του Δαρείου.
Θα ’ναι η δεύτερη φορά που η Νικαίτη Κοντούρη ασχολείται με Αισχύλο κι η πέμπτη που κάνει τραγωδία. Το περσινό καλοκαίρι ανέβασε για το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, σε περιοδεία, «Αγαμέμνονα» σε μια ενδιαφέρουσα παράσταση που παίχτηκε και στο Ηρώδειο, έχοντας ήδη σκηνοθετήσει «Μήδεια» του Ευριπίδη και «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Εθνικό και «Τρωάδες» στο ΚΘΒΕ, που όλες έχουν παιχτεί στην Επίδαυρο.
Θα ’ναι, επίσης, η δεύτερη φορά στην 53χρονη ιστορία του που το ΚΘΒΕ παρουσιάζει τους «Πέρσες». Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 1978 όταν τους σκηνοθέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος -η παράσταση επίσης συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Το πιο πρόσφατο ανέβασμα των «Περσών» του Αισχύλου στην Ελλάδα έγινε μόλις πριν από τρεις περίπου μήνες απ’ την Βαρβάρα Δούκα σε μια εκδοχή μικρού κλειστού χώρου στο «Εν Αθήναις».
Στην Επίδαυρο η τραγωδία έχει να παρουσιαστεί απ’ το 2009 όταν την ανέβασε ο πολύ πρόσφατα χαμένος, πολιτογραφημένος Γερμανός, Βούλγαρος Ντίμιτερ Γκότσεφ για το Εθνικό Θέατρο, παράσταση που αποδοκιμάστηκε από ένα μέρος του κοινού.
Η υπόλοιπη διανομή για το νέο ανέβασμα των «Περσών», όπως και οι συντελεστές -πλην Γιώργου Πάτσα, μόνιμου συνεργάτη της Νικαίτης Κοντούρη, ο οποίος θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος για τα σκηνικά και τα κοστούμια- είναι στις συζητήσεις.

Κρατικό Βαριετέ Βορείου Ελλάδος ή Απ’ το Νομπέλ και τις «Κούκλες» τι να διαλέξω;


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Ιανουαρίου 2014












Ανέβηκα Θεσσαλονίκη την Πρωτοχρονιά. Πέρασα κι απ’ το ΚουΘουΒουΕ να δω τι γίνεται. Είδα την πρώτη μέρα Ίψεν, «Πέερ Γκιντ» του Γιάννη Μαργαρίτη -σας έγραψα ήδη αναλυτικά-, κι αναθάρρησα. «Κάτι γίνεται εδώ, μετά από έξι χρόνια», σκεφτόμουνα. «Η παράσταση αυτή τιμάει ένα κρατικό Θέατρο».
Η… επάρατη εξαετία Χατζάκη όχι ότι δεν είχε μερικές καλές παραστάσεις, όχι ότι δε σκηνοθέτησαν μερικοί καλοί σκηνοθέτες στο ΚΘΒΕ. Αλλά το πρώτο Θέατρο της Θεσσαλονίκης, με τις «Λωξάντρες», και τις «Μαντάμ Σουσούδες», και τα «Αμάν αμήν», και τους «Άγαμοι Θύται», και με «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» που του ετοίμαζαν αλλά στο παρά πέντε τη γλυτώσαμε, κι όχι με τα έργα καθαυτά αλλά με τον τρόπο που τα παρουσίαζαν, με τον τρόπο που τα πλάσαραν, που τα σέρβιραν, με τα πούλμαν που ξέχυναν στα θέατρα τα ΚΑΠΗ, με τους τουρίστες εσωτερικού τουρισμού που μάζευαν, με τα στρατά και τα σχολεία που επιστράτευαν, μ’ όλη τη σχετική λαϊκίστικη «φιλοσοφία», το ’χαν ξεφτιλίσει. «Ν’ αρχίσω να ελπίζω σε ανάκαμψη;», έλεγα μέσα μου.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις… Πάω την άλλη μέρα στους Λαζαριστές να δω το «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές!...» (σ.σ. και με Ζωζώ) το οποίο φέρει τον υπότιτλο «Μια μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης». Και το υπογράφουν ο Λάμπρος Λιάβας (κείμενα-ιστορική και μουσική έρευνα) κι η Σοφία Σπυράτου (σκηνοθεσία-χορογραφία). Ήμουν κάπως προϊδεασμένος -κάτι ο καβαφογενής τίτλος, κάτι η προϊστορία των δυο πρωτεργατών στο «Ακροπόλ» της Λυρικής -τότε- με οπερέτες-αχταρμάδες που απ’ αλλού -απ’ τον Σακελλαρίδη κι απ’ τον Γιαννίδη- ξεκινούσαν κι αλλού -χωρίς να ξέρουν πού…- κατέληγαν, κάτι η Ζωζώ (Σαπουντζάκη) που πρωταγωνιστεί και την περιέφεραν ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της Θεσσαλονίκης για προμόσιον…
Αλλά αυτό που είδα υπερέβαινε πάσαν… προσδοκίαν: ένα κακοχωνεμένο τουρλού με άξονα υποτίθεται την Θεσσαλονίκη -όπου πάνω απ’ τα μισά νούμερα -κάτι κείμενα αφελή- και τα μισά τραγούδια μπορούσαν να κολλήσουν οπουδήποτε, από Καβάλα μέχρι Σκόπια. Όπου ο ένας χορευτής που χορεύει ημίγυμνος το «παραδοσιακό αρμένικο», όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, «Habrban», στην πρώτη σκηνή, η οποία χρονικά τοποθετείται στις «αρχές του 20ου αιώνα», να ’ναι τίγκα στα μοδάτα τατουάζ. Όπου το «Ευζωνάκι γοργό» (το οποίο χαρακτηρίζεται στο πρόγραμμα «παραδοσιακό εμβατήριο» αλλά πώς εγώ έχω την εντύπωση πως είναι εμβατήριο του Σούζα που πέρασε, μέσω του πρώτου διδάξαντος τον τσολιά Μητρούση στο αντίστοιχο νούμερο Άγγελου Σαρηγιάννη ο οποίος προηγουμένως περιόδευε στην Αμερική, στα «Πολεμικά Παναθήναια του 1913» των οποίων τη μουσική, στο σύνολό της, άλλωστε, υπογράφει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης; Ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος υπογράφει την έρευνα, δεν τα ξέρει αυτά ή διαφωνεί;) να χορεύεται πηδηχτό-πηδηχτό, σχεδόν κοντά στο φοξ τροτ. Όπου ξαφνικά να κυκλοφορεί επί σκηνής έως και λιτανεία με ψαλλόμενον το απολυτίκιον του Αγίου Δημητρίου, βοήθειά μας, που να νομίζω πως όπου να ’ναι βγαίνει κι ο Άνθιμος στο σανίδι. Όπου το θέαμα να εκτρέπεται σε τρανς καμπαρέ, με τον Γιάννη Σιαμσιάρη να υπερθεματίζει. Με κάτι υπολείμματα απ’ τον «Αττίκ» που ’καναν οι ίδιοι συντελεστές στο «Badminton» -ποτέ μην πετάς φαγητά που περισσεύουν… Με το απαραίτητο «Βίρα τις άγκυρες» του Μουζάκη -το χρήμα πολλοί εμίσησαν, το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου-Ρέππα στην αξεπέραστη παράσταση του Σταμάτη Φασουλή, ουδείς, μόνο που οι απομιμήσεις άργησαν, ξεκίνησαν ξαφνικά από πέρσι… Όπου η Μαριώ, που το πάλκο του λαϊκού κέντρου είναι που ξέρει, στο πάλκο να θεωρεί ότι βρίσκεται και κανείς να μην της έχει εξηγήσει ότι σε θέατρο είμαστε και να μας εύχεται «Καλή χρονιά» -επίσης! Όπου να μη λείπει κι η απαραίτητη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, που πάει κι έρχεται τελευταία στο Κρατικό -γκραν σουξέ. Όπου να μη λείπει και το Φεστιβάλ Τραγουδιού, αλλά το χουντικό, υποτίθεται ως σάτιρα -Μπαλαφάρα.
Όπου η αναστηλωμένη Ζωζώ -την οποία μεταφέρουν γιατί κάπως αποπροσανατολισμένη την είδα, να μην ξέρει από πού να φύγει απ’ τη σκηνή- να μας κλείνει το ματάκι και να μας λέει με την πονηριά στο μάτι, λάγνα, «θα ξανάρθω» και μετά να ξανάρχεται με τα φτερά και τα πούπουλα και να μας αφηγείται -τον ατελείωτο, Σαπουντζακειάς…- διάφορα απ’ τη ζωή της κι απ’ τα πρώτα της βήματα στην Θεσσαλονίκη -υποθέτω υπολείμματα απ’ το μονόλογο-αυτοβιογραφία «Ζωζώ…Ζωή σαν παραμύθι» που ’κανε προ τριετίας στο «Αγγέλων Βήμα- και μετά να την κατεβάζουν και στο αμφιθέατρο και να κάνει πασαρέλα…
Στο τέλος περίμενα να μας φέρουν και πιάτα να τα σπάσουμε. Και στα ενδιάμεσα να οι Αναγνωστάκηδες, κι οι Γιώργηδες Ιωάννου, κι οι Ζωές Καρέλλες, κι οι Λαπαθιώτηδες… Και μέσα σ’ όλα αυτά να αισθάνομαι βαθύτατη θλίψη βλέποντας τον Άκη Σακελλαρίου ως κομπέρ και ως Αττίκ να στομφάρει -αχ, πού ’σαι νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος… Ό,τι έβλεπα επί Χατζάκη διάσπαρτα, ΟΛΑ εδώ συγκεντρωμένα. Βαθιές οι ρίζες που άφησε…
Τρεις ώρες και… Βγήκα απ’ τα ρούχα μου. Ήθελα να γράψω αναλυτικά αμέσως Αλλά άφησα να περάσει λίγος χρόνος για να καταλαγιάσει η οργή. Και γράφω τώρα αυτό το σχόλιο. Κατασταλαγμένος. Απλώς έμεινα με την απορία: Οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης -νομίζω υπάρχουν κάποιοι ακόμα… – δε βγήκαν να διαμαρτυρηθούν; Κανένας τους; Το κατάπιαν; Εγώ, πάντως, αν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής, την επομένη της πρεμιέρας θα ’χα παραιτηθεί. Γι αυτό που επέλεξα. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το θέατρο γεμίζει, ενθουσιασμένος ο κόσμος, άρα ο Γιάννης Βούρος μ’ επιτυχία χρεώνεται. Έτσι νοείται σήμερα η επιτυχία σ’ ένα κρατικό Θέατρο. Σου λέει «τα φέρνει». Μα ΕΤΣΙ τον μάθατε τον κόσμο αυτόν, κύριοί μου, χρόοονια τώρα. Πώς να ξεμάθει; Ταΐστε τον κι άλλο, λοιπόν, με τα ίδια. Αλλά, αν αυτό είναι παράσταση αρμόζουσα σε Θέατρο κρατικό, εγώ το αμφισβητώ πλήρως. Διότι εδώ πλέον πρόκειται περί ΚουΒουΒουΕ -Κρατικό Βαριετέ Βορείου Ελλάδος. Κι ό,τι θέλουν ας μου πούνε.                                     




Αμ, οι «φιλόζωοι» πάλι. Που ’παθαν υστερία με τον «αποστεωμένο», λέει, σκύλο στον «Φάουστ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού; Τον οποίο η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, όπου παίζεται η -με εμμονές, αργόσυρτη και κουραστική αλλά, τελικά, ενδιαφέρουσα, για μένα, παράσταση (η φωτογραφία του Άρη Καμαρωτού)- αναγκάστηκε ν’ απομακρύνει υπακούοντας, λέει, σε κάποιο νόμο που, βασικά, τα ζώα τα οποία χρησιμοποιούν στα τσίρκα, θέλει να προστατεύσει. Φιλόζωοι και να μην ξέρουν τη ράτσα Λεβριέ -φύσει αδύνατα σκυλιά; Και να θρηνούν για «αποστεωμένο» σκύλο; Ο Χριστός!
(Ζωόφιλος είμαι. Και λατρεύω τα σκυλιά. Τη φιλοζωική υστερία δε λατρεύω. Και -φιλόζωοι, συμπαθάτε με- κάπως γελοία τη βρήκα όλη αυτή την ιστορία…).


Α, μια κι ο λόγος για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. «Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα να περάσει η διακυβέρνηση της χώρας, τουλάχιστον τα κρίσιμα υπουργεία, στην Ευρώπη» δήλωσε σε συνέντευξή του στην Έφη Μαρίνου στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Α, ναι; Μα αυτό είναι ο «Φον Δημητράκης»!


Η Νόνικα Γαληνέα, η Κάτια Δανδουλάκη, η Μιμή Ντενίση αλλά κι ο Θανάσης Βαλτινός κι η Ζυράννα Ζατέλη. Η Άννα Νταλάρα, η Λόλα Νταϊφά αλλά κι ο Θανάσης Νιάρχος κι ο Γιάννης Κοντός. Ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Σταμάτης Φασουλής αλλά κι ο Λάκης Γαβαλάς «με κόκκινο τσαντάκι ασορτί με κόκκινο παπούτσι». Και η κορωνίς: «Τα κορίτσια που κάνουν ντραγκ σόου στο θρυλικό κλαμπ ‘Κούκλες’», ο Τάκης Ζαχαράτος αλλά και η Κική Δημουλά. Όλοι αυτοί -μεταξύ άλλων, υποθέτω- παρέστησαν, απ’ ό,τι διάβασα στο γλαφυρό ρεπορτάζ του Δημήτρη Ν. Μανιάτη, στα «Νέα», στην επίσημη πρεμιέρα της Ζωής Λάσκαρη. Που ’χει ανεβάσει στην Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη», στο «Αθηναΐς», με τον Στέφανο Κυριακίδη και την Βέρα Κρούσκα, σε σκηνοθεσία Άντολφ Σαπίρο, το έργο του Πίντερ «Ωραία χρόνια» (τους «Παλιούς καιρούς» εννοεί ο μεταφραστής Σταμάτης Φασουλής, έτσι θέλησε ν’ αποδώσει τον τίτλο όταν ανέβασε κι ο ίδιος το έργο πριν από μερικά χρόνια).

Στη φωτογραφία απ’ το event, η τέχνη συναντάει το πνεύμα. Όπου ένα Νομπέλ -ο Πίντερ- συναντάει, μέσω της ερμηνεύτριάς του, ένα υποψήφιο Νομπέλ: Ζωή Λάσκαρη-Κική Δημουλά. (Και τι δε θα ’δινα για μια φωτογραφία της Κικής Δημουλά με τα κορίτσια απ’ τις «Κούκλες»… Το βασίλειό μου -που δεν έχω. Ίσως όταν η ποιήτρια πάει -ή την πάνε- ΚΑΙ στις «Κούκλες», αν κάνουν «επίσημη». Κορίτσια, δεν ειν’ κακή ιδέα).


Και κάτι για να ευθυμήσουμε λιγάκι στο τέλος (δανεισμένο απ’ το timeline της Αργυρώς Μποζώνη στο facebook):







January 29, 2014

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη γίνεται Ελληνίδα Μπλανς Ντιμπουά για το Φεστιβάλ Αθηνών


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο


Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη θα πρωταγωνιστήσει στο νέο έργο της Γλυκερίας Μπασδέκη που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών απ’ την ομάδα «Bijoux de Kant» και σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη συνεχίζοντας τη συνεργασία της με την ομάδα και το σκηνοθέτη/εικαστικό, η οποία άρχισε με το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός: Μία κοσμική τραγωδία» που φέρει ως ανάμνηση μακρινή την «Μήδεια» του Ευριπίδη και το οποίο παρουσιάζεται στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».

Το έργο, γραμμένο για τέσσερα πρόσωπα και ατιτλοφόρητο ακόμα, αντλεί απ’ το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Γουίλιαμς. Η συγγραφέας κρατάει το βασικά πρόσωπα -Μπλανς Ντιμπουά, Στάνλεϊ Κοβάλσκι, Στέλα Κοβάλσκι…- αλλά τα «μετασχηματίζει» δίνοντάς τους χαρακτηριστικά ελληνικά ή που έχουν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα -ο Στάνλεϊ, που θα τον επωμιστεί ο Βούλγαρος Κρις Ραντάνοφ, ο οποίος ζει εδώ και εδώ σπούδασε και αναδείχτηκε σε ηθοποιό, δεν είναι πολωνός, όπως στο έργο του Γουίλιαμς, αλλά βούλγαρος μετανάστης. Η Λένα Δροσάκη και ο Γιώργος Παπαπαύλου θα παίξουν τους άλλους δυο ρόλους ενώ ο μόνιμος συνεργάτης του σκηνοθέτη Κώστας Δαλακούρας θα γράψει τη μουσική για την παράσταση που δεν έχει ακόμα αποφασιστεί σε ποιο χώρο θα παρουσιαστεί.
Η ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη -με δυο μόνο ποιητικές συλλογές που απέχουν είκοσι τρία χρόνια (1989, 2012) στο ενεργητικό της-, Λαρισαία φιλόλογος που ζει στην Ξάνθη, ντεμπουτάρησε ως θεατρική συγγραφέας μόλις το περασμένο καλοκαίρι, ακριβώς μέσω της ομάδας «Bijoux de Kant» που παρουσίασε, και πάλι σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη,
στα Δημοτικά Σφαγεία της οδού Πειραιώς, το έργο της «Στέλλα Travel: Η γη της απαγγελίας» εμπνευσμένο απ’ την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, την οποία όμως άφηνε μακριά. Κάτι ανάλογο, προφανώς, η συγγραφέας έχει κάνει και με το «Λεωφορείο ο Πόθος».
Το πρωτότυπο έργο (1947) του Τενεσί Γουίλιαμς, που το ανέβασε πρώτος ο Ηλία Καζάν με την Τζέσικα Τάντι και τον Μάρλον Μπράντο στους δυο βασικούς ρόλους -ο ίδιος το μετέφερε και στον κινηματογράφο το 1951 με την Βίβιαν Λι και τον Μάρλον Μπράντο σε μια ταινία που άφησε εποχή- και που στην Ελλάδα το πρωτοπαρουσίασε ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» και με την Μελίνα Μερκούρη ως Μπλανς και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο ως Στάνλεϊ τη σεζόν 1948/1949, έχει παρουσιαστεί στην ελληνική σκηνή για τελευταία φορά απ’ το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη με την Κάτια Γέρου και τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη τη σεζόν 2010/2011 -η παράσταση παίχτηκε και στην Αθήνα, στο θέατρο «Ιλίσια».
(Οι τρεις πρώτες φωτογραφίες είναι του Πάνου Μιχαήλ).

January 27, 2014

Ο 26χρονος Δημήτρης Καραντζάς ανεβάζει «Ελένη» στην Επίδαυρο


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο


Ο μόλις 26χρονος Δημήτρης Καραντζάς θα γίνει το καλοκαίρι ο νεότερος σκηνοθέτης στην 60χρονη ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Στο πλαίσιο του ανοίγματος των Επιδαυρίων -είναι η τολμηρότερη, ίσως, μέχρι τώρα απόφαση της διοίκησής του- θ’ ανεβάσει την «Ελένη» του Ευριπίδη, την οποία, όμως, ήδη πρωτοδοκίμασε την περσινή σεζόν με το Εθνικό Θέατρο και την Εφηβική Σκηνή του στο φουαγιέ της Νέας Σκηνής «Νίκος Κούρκουλος».
Στην ειρωνική, ιλαρή τραγωδία του Ευριπίδη ο Μενέλαος, ναυαγός στην Αίγυπτο μετά την άλωση της Τροίας, συναντάει τη γυναίκα του, την Ελένη, την οποία είχε μεταφέρει εκεί απ’ την Σπάρτη, κατ’ εντολή του Δία, ο Ερμής. Και αποκαλύπτεται πως ο δεκάχρονος Τρωικός Πόλεμος που ξεσήκωσε ο Μενέλαος για να πάρει πίσω την Ελένη την οποία, υποτίθεται, του είχε κλέψει ο Τρώας Πάρις έγινε «για ένα πουκάμισο αδειανό»: η Ελένη την οποία πήρε πίσω ύστερα απ την πτώση της Τροίας και μεταφέρει με το πλοίο του και που, μετά το ναυάγιο, την έκρυψε σε μια σπηλιά, δεν είναι παρά ένα είδωλό της. Το οποίο, γι αυτό ακριβώς το λόγο, στο μεταξύ αναλαμβάνεται.
Αλλά την πραγματική Ελένη την πιέζει να γίνει δική του ο Θεοκλύμενος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Η Ελένη με δόλο και με τη συμπαράσταση της μάντισας Θεονόης, αδελφής του βασιλιά, θα τα καταφέρει να το σκάσει με τον Μενέλαο και να γυρίσουν στην Σπάρτη. Οι Διόσκουροι, τ’ αδέλφια της, είναι οι από μηχανής θεοί που θα εμφανιστούν στο τέλος για να σώσουν την Θεονόη απ’ την οργή του Θεοκλύμενου και να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους.
Η «Ελένη» στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για τελευταία φορά μόλις το περασμένο καλοκαίρι και μάλιστα στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, συμπαραγωγή των ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου και Καλαμάτας. Σκηνοθετούσε ο Βασίλης Νικολαΐδης με την Πέμη Ζούνη στον επώνυμο ρόλο και τον Αντώνη Καφετζόπουλο ως Μενέλαο.
Στην Επίδαυρο, όμως, έχει να παιχτεί δεκαπέντε χρόνια. Πρωτοπαρουσιάστηκε απ’ το Εθνικό Θέατρο το καλοκαίρι του 1962 – ήταν η πρώτη επαγγελματική παρουσίαση του έργου στη σύγχρονη εποχή. Σκηνοθέτης, ο Τάκης Μουζενίδης, στον επώνυμο ρόλο η Άννα Συνοδινού, Μενέλαος ο Θάνος Κωτσόπουλος. Η Άννα Συνοδινού κράτησε το ρόλο της Ελένης και στο δεύτερο ανέβασμα της τραγωδίας απ’ το Εθνικό στην Επίδαυρο, το 1977. Σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, αυτή τη φορά, και με Μενέλαο τον Βασίλη Κανάκη. Η «Ελένη» παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο και το 1982 απ’ το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά με την Αλεξάνδρα Λαδικού και τον Δημήτρη Καρέλλη –παράσταση πολυσυζητημένη-, το 1996 απ’ το «Θέατρο του Νότου» του Γιάννη Χουβαρδά σε σκηνοθεσία του και με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Λευτέρη Βογιατζή και το 1999 –η πιο πρόσφατη παρουσίαση του έργου στο Φεστιβάλ Επιδαύρου- απ’ το «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου σε σκηνοθεσία του με Ελένη την Λήδα Τασοπούλου και Μενέλαο τον Κώστα Αθανασόπουλο.
Ο νεαρός Δημήτρης Καραντζάς που θα παραλάβει τη σκυτάλη έχει μια εντυπωσιακή άνοδο: μετά το Φεστιβάλ Αθηνών και το Εθνικό, του έχουν ανοίξει τις πόρτες τους, η Λυρική Σκηνή μέσω της Παιδικής Σκηνής της και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματοις Ωνάση όπου ανέβασε φέτος με εξαιρετική επιτυχία, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Δημήτρη Δημητριάδη, το έργο του «Ο κυκλισμός του τετραγώνου». Ενώ, φέτος επίσης, το Εθνικό του δίνει την Κεντρική πια Σκηνή του για να κάνει το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο.
Η διανομή στην «Ελένη» δεν είναι ακόμα γνωστή.

January 26, 2014

Ένας «Φιλάργυρος» τσιριμπίμ-τσιριμπόμ





Το έργο. Μέγας τσιγκούνης. Ο γερο-Αρπαγκόν. Από παντού αρπάζει και δεν δίνει ούτε του αγγέλου του νερό. Στον κήπο του έχει θάψει κρυφά, μέσα σε μία κασελίτσα, 10.000 χρυσά σκούδα για να τα φυλάξει από τους κλέφτες αλλά, πάντα καχύποπτος, υποπτεύεται τους πάντες ότι μπορεί να του την κλέψουν. Δύο τα παιδιά του: η Λίζα που είναι ερωτευμένη -και κρατούν, βέβαια, τη σχέση τους κρυφή- με τον Βαλέριο, βαλέ στην υπηρεσία του πατέρα της που καλοπιάνει τον Αρπαγκόν για να τα έχει καλά μαζί του αλλά που στην πραγματικότητα είναι ναπολιτάνος ευγενής ο οποίος κρύβει τη ταυτότητά του. Και ο Κλεάνθης που είναι ερωτευμένος με ένα κορίτσι χωρίς περιουσία, την Μαριάννα -σχέση που επίσης κρατούν κρυφή.
Ελάτε, όμως, που έχει βάλει και ο Αρπαγκόν στο μάτι την Μαριάννα, η οποία έχει την ηλικία της κόρης του… Έχει, μάλιστα, αναθέσει την υπόθεση στην προξενήτρα Φροσύνη που τον έπεισε πως η Μαριάννα μπορεί να μην έχει προίκα αλλά δεν θα έχει και απαιτήσεις, άρα δεν θα του κοστίζει πολλά και έτσι θα ισοφαρίσει τη χασούρα, άρα τον συμφέρει. Το γιο του τον προορίζει για μία πλούσια χήρα. Και την Λίζα για ένα συνομήλικό του πλούσιο γέρο, τον Ανσέλμ. Η Λίζα θα αρνηθεί. Ο Αρπαγκόν αναθέτει -κακή επιλογή…- στον «πιστό» του Βαλέριο να την πείσει.
Όταν του κλέβουν την κασελίτσα με τα σκούδα και ο Λαφλές, ο υπηρέτης του Κλεάνθη, κατηγορεί ως κλέφτη της, για να τον εκδικηθεί, τον Βαλέριο, ο Αρπαγκόν γίνεται έξαλλος με τον «έμπιστό» του. Πόσω μάλλον όταν αυτός, ο «ταπεινός» υπηρέτης, από παρεξήγηση, αποκαλύπτει ο ίδιος τη σχέση του με την Λίζα. Ταυτόχρονα, με τέχνασμα, ο φιλάργυρος θα επιβεβαιώσει και τις υποψίες του για τη σχέση του γιου του με την Μαριάννα. Εκτός εαυτού! Αλλά θα τον κατευνάσει η εμφάνιση του Ανσέλμ, του υποψήφιου γαμπρού της Λίζας, ο οποίος τυχαία θα ακούσει τον Βαλέριο να ανακοινώνει ποιος πραγματικά είναι και ξαφνικά θα γίνει το κλειδί για τη λύση: ο Βαλέριος και η Μαριάνα είναι αδέλφια. Τα παιδιά του που τα έχασε σε ένα ναυάγιο! Άρα έχουν περιουσία. Ο Αρπαγκόν, κατόπιν αυτού, υποκύπτει: τα δύο ταιριαστά ζευγάρια μπορούν να παντρευτούν. Και το αταίριαστο του γέρου με τη μικρούλα δεν πρόκειται να σμίξει. Η «φυσική» τάξη αποκαθίσταται και ο Αρπαγκόν παρηγοριέται όταν ο Κλεάνθης εμφανίζει την κλεμμένη κασελίτσα με τα σκούδα: αυτή, τελικά, είναι και η μεγάλη του αγάπη.
Από την κωμωδία του Πλαύτου «Aulularia» («Η τσουκάλα με το χρυσάφι») άντλησε βασικά το υλικό ο Μολιέρος για τον «Φιλάργυρό» του (1668) χωρίς να λείπουν και τα προσωπικά βιώματα ανάμεσα στις πηγές του. Και η πεντάπρακτη κωμωδία του, που την έγραψε σε πρόζα, μπορεί να μην κατατάσσεται στα πρώτης τάξεως αριστουργήματά του, μπορεί η δομή της να δίνει την εικόνα της συρραφής και να παραπέμπει στην κομέντια ντελ’ άρτε, μπορεί τα φαρσικά στοιχεία να υπερτερούν αλλά ο βασικός χαρακτήρας του φιλάργυρου που έπλασε σφράγισε την ιστορία του θεάτρου.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος θέλησε προφανώς να αντιστοιχίσει το έργο που απευθυνόταν στην εποχή του σε ένα λαϊκό κοινό με μία ανάλογη παράσταση: που να απευθύνεται στο σημερινό λαϊκό κοινό. Αλλά, μολονότι έχει κάνει αρκετά έργα του Μολιέρου -ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτης-, απορώ πώς, αυτή τη φορά, δεν πρόσεξε ότι οι παράμετροι είναι διαφορετικές. Τα 350 περίπου χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν προσδώσει στα έργα του Μολιέρου ένα προσωπικό ύφος που δεν είναι εύκολο να το παραβείς εκτός και αν προτείνεις μία ευφυή λύση. Και η αντιστοίχισή τους με τις τηλεοπτικές κωμικές σειρές στις οποίες ο Γιάννης Μπέζος πρωταγωνιστεί, όπως εδώ έπραξε, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, λύση ευφυής.
Σε σημείωμά του στο πρόγραμμα ο σκηνοθέτης αναφέρει πως η παράσταση τοποθετείται στη δεκαετία του ’60. Πουθενά δεν το είδα αυτό. Η μετάφραση, πρώτα-πρώτα, μόνο στη δεκαετία του ’60 δεν παραπέμπει. Από τη μετάφραση -η οποία καταχρηστικά αναφέρεται ως μετάφραση ενώ, το λιγότερο που θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται είναι απόδοση- αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για το μεγάλο ατόπημα της παράστασης αυτής. Διότι εκφράσεις όπως «βρε, τι Τομάς και ντολμάς;», «ο βουρδούλακας των Παρισίων», «πιπίνι», «είναι μεγάλη ανωμαλάρα ο άνθρωπος», «ο γέρος έκαψε φλάντζα», «ξετσουτσούρωσε το λείψανο», «σελέμπριτι», «άσε τα κουλτούρ-μουλτούρ», «μικρή σαλούφα με γυαλιά», «μου φαίνεται και λίγο τσιριμπίμ-τσιριμπόμ» -επιλέγω ελάχιστα από όσα ακούγονται στη σκηνή του Εθνικού- μόνο σε φτηνιάρικη τηλεόραση -την οποία ΔΕΝ κάνει ο Γιάννης Μπέζος- και σε φτηνιάρικη κωμωδία παραπέμπουν και μόνο το χάχανο μπορούν να προκαλέσουν, όχι το γέλιο. Τσιρίδες, παπούτσια που βγαίνουν από τα πόδια και οι ηθοποιοί τα βαρούν στα τραπέζια, ένας Λαφλές κραγμένη επιθεωρησιακή αδερφή -αυτός είναι που χαρακτηρίζεται από τον Αρπαγκόν τσιριμπίμ-τσιριμπόμ-, πλήρης επί σκηνής ανομοιογένεια -οι δύο υπηρέτες κάνουν ξαφνικά κομέντια ντελ’ άρτε-, αστεία άνοστα και ελάχιστα επιτυχημένα, ένα φινάλε που ο μεταφραστής-σκηνοθέτης το άλλαξε χωρίς να γίνεται εμφανής ο λόγος παραγεμίζουν την παράσταση -μία παράσταση η οποία μόνον ήθος δεν θα μπορούσα να πω ότι κομίζει- και την οδηγούν στην εκτροπή.
Ο Γιώργος Πάτσας έχει σχεδιάσει ένα τυπικό, καλόγουστο πρώτο σκηνικό που, όταν ανοίγει, προβάλλει ένα δεύτερο, σουρεαλιστικής έμπνευσης -φωτισμένο επαρκώς από τον Χρήστο Τζιόγκα-, το οποίο, όμως, μάλλον πολύ εύκολη λύση αποδεικνύεται. Τα κοστούμια του έχουν φως και χρώματα αλλά συμπλέουν με τη φιλοσοφία της παράστασης, αν μπορεί να χαρακτηριστεί φιλοσοφία η φτήνεια. Και μερικά, όπως της Φροσύνης, τα βρήκα κραυγαλέα. Ο Κωστής Μαραβέγιας έγραψε μία εύπεπτη μουσική που ερμηνεύουν ζωντανά τρεις από τους ηθοποιούς και χαριτωμένα, ελκυστικά τραγούδια (στιχουργός δεν αναφέρεται), επίσης, όμως, εντελώς άσχετα με Μολιέρο.
Οι ερμηνείες. Ο Γιάννης Μπέζος, ηθοποιός πολύ καλός, παίζει μάλλον επιδερμικά και χωρίς πολλή δουλειά πίσω του, απ’ ό,τι εγώ τουλάχιστον κατάλαβα, τον Αρπαγκόν. Και χάνει μία μεγάλη ευκαιρία. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη είναι μία ηθοποιός ταλαντούχα, με πολλά προσόντα, που ξεκίνησε σαν μία χυμώδης σουμπρέτα αλλά στο δρόμο, άγνωστον για ποιούς λόγους, κατέληξε να παίζει σαν κουρδισμένη: τη Φροσύνη της τη δίνει με μία ωραιοπάθεια ενοχλητική -σε μένα τουλάχιστον-, εντελώς ποζάτη -παρατηρήστε τις σαν μελετημένες στον καθρέφτη θέσεις των χεριών της- και με μία υποβόσκουσα υστερία. Τι κρίμα…
Ο καλός Γιάννης Στόλλας έχει οδηγηθεί να παίξει τον Ανσέλμ σε πλήρη υπερβολή, σαν τα ραμολιμέντα της παλιάς επιθεώρησης. Από τους νεότερους, βρήκα, στο πλαίσιο της άτεχνης σκηνοθετικής γραμμής, συμπαθητικό τον Παναγιώτη Κατσώλη. Ουδέτεροι ο Κώστας Κοράκης, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, ο Γιωργής Τσουρής. Ο ταλαντούχος Μιχάλης Τιτόπουλος υπερβάλλει στον τσιριμπίμ-τσιριμπόμ Λαφλές: σειέται και λυγιέται σαν Φτερού αλλά μόνον όταν μιλάει. Στα ενδιάμεσα… ουδετεροποιείται. Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς δεν με έπεισε πως έχει πειστεί με το ρόλο και τις σκηνοθετικές οδηγίες. Όσο για την Ντένια Στασινοπούλου απόρησα πως βρέθηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τόσο αδύναμη ηθοποιός. Δεν ξέρει τι της γίνεται. Και απόρησα περισσότερο που, επιπλέον, της έχουν δώσει να τραγουδήσει και τραγούδι ενώ είναι φάλτσα…
Οι μόνοι τους οποίους σχετικά ξεχώρισα θετικά είναι το ζευγάρι Ιάκωβος (μάγειρας+αμαξάς)/Άγγελος Μπούρας και Κλοντ/Κίττυ Παϊταζόγλου.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ανέμπνευστη που δεν τιμά το πρώτο κρατικό Θέατρό μας. Ο Γιάννης Μπέζος, που πριν από τέσσερα χρόνια ανέβασε το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα με δικό του θίασο κατά ένα υ-πο-δει-γμα-τι-κό τρόπο σε μία παράσταση που σεβόταν το κείμενο και το κοινό, πήγε στο Εθνικό -που ανάμεσα στους στόχους του είναι και πρέπει να είναι και ο διδακτικός- να ανεβάσει Μολιέρο σαν μπαλαφάρα! Δεν καταλαβαίνω.
Αν πηγαίνετε απλώς να «δείτε Μπέζο», πιθανόν θα σας ικανοποιήσει. Εγώ, πάντως, θύμωσα.

Εθνικό Θέατρο/Κτίριο Τσίλερ-Κεντρική Σκηνή, 22 Ιανουαρίου 2014.

January 24, 2014

Η πειραιώτικη Τρούμπα στο Δημοτικό Πειραιά. Σκηνοθέτης ο Νίκος Μαστοράκης.


Το Τέταρτο κουδούνι / Έκτακτο

Το έργο του Αλέκου Γαλανού «Κόκκινα φανάρια» επανέρχεται στην επικαιρότητα. Θα ’ναι το εναρκτήριο για την επόμενη θεατρική περίοδο του πανέμορφου Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά -τη δεύτερη μετά το καινούργιο του ξεκίνημα- με τον οποίο τόσο συνδέεται -σύνδεση με την ιστορία της πόλης και τη σημερινή της πραγματικότητα που ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Τάκης Τζαμαργιάς επιδιώκει στο πρόγραμμα το οποίο καταρτίζει.
Τη σκηνοθεσία θα υπογράφει ο Νίκος Μαστοράκης -ένα έργο που μοιάζει πολύ να του πάει και που επελέγη όταν τελικά δεν ευοδώθηκε η μεταφορά στη σκηνή σε διασκευή για το θέατρο απ’ τον ίδιο σκηνοθέτη, ο οποίος θα υπέγραφε βέβαια και το ανέβασμα, του μυθιστορήματος του Πειραιώτη Διονύση Χαριτόπουλου «Εκ Πειραιώς» που συζητούνταν.
Στο έργο, που γράφτηκε (1960) σε ύφος ρεαλιστικό χωρίς πολλούς μελοδραματισμούς, γι αυτό και άρεσε όχι μόνο στο κοινό αλλά και στην κριτική της εποχής του, και που διαδραματίζεται στο «σπίτι» της Μαντάμ Παρής, ένα απ’ τα μπορντέλα της κακόφημης πειραιώτικης Τρούμπας -την οποία «έκλεισε» η χούντα τον Σεπτέμβριο του 1967-, πρωταγωνιστεί μια ομάδα γυναικών που εκδίδονται, τροφίμων του. Όλες σχεδόν ονειρεύονται να ξεφύγουν απ’ το επάγγελμα. Για όσες το τολμούν, το κόστος αποδεικνύεται επώδυνο. Αλώβητες μένουν μόνο όσες μπορούν να προχωρήσουν χωρίς συναισθηματισμούς και δεσμεύσεις. Το έργο κλείνει με το κλείσιμο του σπιτιού και το σκόρπισμα των γυναικών.
Τα «Κόκκινα φανάρια» πρωτοανέβηκαν τη σεζόν 1961/1962 στο θέατρο «Πορεία» του Αλέξη Δαμιανού, σε σκηνοθεσία του, με πρωτοφανή για την εποχή επιτυχία –το έργο παιζόταν για τρεις συνεχείς σεζόν.

Το 1963 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο απ’ τον Βασίλη Γεωργιάδη σε μια προσεγμένη παραγωγή -η ταινία μάλιστα συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Κανών το 1964, όπου ο Βασίλης Γεωργιάδης ήταν υποψήφιος για τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ την ίδια χρονιά ήταν ανάμεσα στις υποψήφιες για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. 
Το καλοκαίρι του 1973, ο Αλέκος Γαλανός διασκεύασε το έργο σε, κατά κάποιο τρόπο, μιούζικαλ που ανέβηκε στο «Περοκέ» σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα.
Η πιο πρόσφατη αναβίωση των «Κόκκινων φαναριών» έγινε απ’ το Εθνικό Θέατρο μόλις τον περασμένο χειμώνα του 2012/2013 στην Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου «Rex», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου και σε μια διασκευή -που υπέγραφε η Έρι Κύργια- βασισμένη στο πρωτότυπο θεατρικό έργο, στη μιούζικαλ εκδοχή του αλλά και στο σενάριο της ταινίας, το οποίο είχε υπογράψει επίσης ο συγγραφέας του έργου Αλέκος Γαλανός.
Προς το παρόν ο Νίκος Μαστοράκης θα ετοιμάσει για το Εθνικό (η πρεμιέρα είναι προγραμματισμένη για τις 25 Απριλίου στην Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του «Rex») το «Μεφίστο» -τη βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν προσαρμογή για το θέατρο απ’ την Αριάν Μνουσκίν-, σε δική του διασκευή.

January 23, 2014

Κάτι τρίζει, κάτι τρίζει… Τι είναι; Το Εθνικό!


Το Τέταρτο Κουδούνι /23 Ιανουαρίου 2014

Η Ειρήνη Λεβίδη που ανέλαβε να χειριστεί τις τύχες του θεάτρου «Οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής» ανακοινώνει ρεπερτόριο διετίας -προς τριετία- και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει σ’ αυτό το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη «Κάτω απ’ το δέρμα μου ένας άλλος». Σε σκηνοθεσία, λέει, Νίκου Μαστοράκη. Ο Νίκος Μαστοράκης βγαίνει και δηλώνει σε ιστοσελίδα πως η ανακοίνωση έγινε ερήμην του, πως δε θα το κάνει το έργο ούτε είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί με το συγκεκριμένο θέατρο.
Στην ίδια συνέντευξη ανακοινώνεται πως επίσης στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων» ο Νίκος Καραθάνος θ’ ανεβάσει «το τελευταίο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου».
Σε καθημερινή εφημερίδα διαβάζω χτες πως το τελευταίο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου -«Nothing for Nothing» ο τίτλος του- θα το ανεβάσει η Ρούλα Πατεράκη που αναζητά θέατρο για να το κάνει.

Στην ίδια με παραπάνω ιστοσελίδα βγαίνει η είδηση πως ο Στάθης Λιβαθινός θα κάνει στο Εθνικό Θέατρο την επόμενη χρονιά το «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Αμέσως μετά, επίσης στην ίδια ιστοσελίδα, κατόπιν, προφανώς, παρεμβάσεως του Στάθη Λιβαθινού, ο ίδιος ο συντάκτης που ’γραψε την είδηση τη διαψεύδει. Αμέσως μετά βγαίνει σε κυριακάτικο φύλλο συνέντευξη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Σωτήρη Χατζάκη ο οποίος επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει τη διαψευσθείσα είδηση ακριβώς με το όνομα του σκηνοθέτη αλλά και με έργο και πρωταγωνιστή. 
Αμέσως μετά ο Στάθης Λιβαθινός στέλνει ανακοίνωση πως ιδέα δεν έχει ούτε είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί με το συγκεκριμένο Θέατρο. Αμέσως μετά σε καθημερινή εφημερίδα βγαίνει ρεπορτάζ επί του θέματος, στο οποίο ο σύμβουλος του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Αντώνης Κούφαλης δηλώνει πως ο ίδιος τηλεφώνησε εκ μέρους του Σωτήρη Χατζάκη στον Στάθη Λιβαθινό και «του είπα ότι θα θέλαμε πολύ να είναι στο Εθνικό και να σκηνοθετήσει το εναρκτήριο έργο της επόμενης σεζόν. Πραγματικά χάρηκε ο Λιβαθινός και νομίζω ότι κάθε σκηνοθέτης θα χαιρόταν. Συμφωνήσαμε ότι θα ξαναμιλήσουμε για να βρεθούμε από κοντά όταν θα επέστρεφε από το εξωτερικό. Όταν επιχείρησα να τον ξαναπάρω δεν τον βρήκα». Στο μεταξύ ο κ. Χατζάκης δήλωνε στη συνέντευξή του έργο και πρωταγωνιστή ερήμην του σκηνοθέτη. Αλλά τελικά έμειναν με τη χαρά.
Καλά, ε; Θα τρελαθώ. Η σοβαρότητα… μαστίζει το θέατρό μας.




Οι σεισμικές δονήσεις συνεχίζονται, λοιπόν, σε τακτά διαστήματα στο Εθνικό aka Χατζακιστάν εδώ και έξι μήνες:
Σταύρος Ξαρχάκος, συνθέτης, διαφωνώντας για τις επιλογές του καλλιτεχνικού διευθυντή να εντάξει Λάκη Λαζόπουλο και Πέτρο Φιλιππίδη στο ρεπερτόριο του Εθνικού, τα βροντάει και παραιτείται από πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου (πού είναι ο νέος πρόεδρος οέο;).
Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, σκηνογράφος, συγκρούεται με τη διεύθυνση και το «περιβάλλον» της, τα βροντάει και βγαίνει στις εφημερίδες καταγγέλλοντας επεμβάσεις -για να επανέλθει, πάντως.
Δημήτρης Μαυρίκιος, σκηνοθέτης, τα βροντάει, αποχωρεί απ’ το προγραμματισμένο -ως τριετές- σχέδιο «Θεία κωμωδία» του Δάντη -πηγαίνει κατευθείαν στην Κόλαση… -, βγαίνει στις εφημερίδες και καταγγέλλει παλινωδίες της διεύθυνσης.
Τώρα, Στάθης Λιβαθινός, σκηνοθέτης (βλέπε ανωτέρω).
Βασίλης Βαφέας, σκηνοθέτης. Ο τόπος έχει βουίξει πως τα βρόντηξε – ή τον απομάκρυναν; - απ’ τις δοκιμές της θεατροποιημένης «Πρόβας νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου -που το Εθνικό, κατά τη γνωστή ήδη απ’ το ΚΘΒΕ «φιλοσοφία» Χατζάκη, τη θεωρεί, μάλιστα, γερό χαρτί του και που ετοιμάζεται για την Σκηνή «Κοτοπούλη». Αναμένονται νεότερα.
Όσο για την Φωτεινή Μπαξεβάνη, ηθοποιό/σκηνοθέτρια που ’χε εμπλακεί τ’ όνομά της στο θέμα Παπαγεωργακοπούλου και η οποία είχε παρουσιαστεί απ’ τον Σωτήρη Χατζάκη ως αναπληρώτρια διευθύντρια (ενώ η θέση έχει διά νόμου καταργηθεί στα κρατικά Θέατρα προ πολλού) αλλά μάλλον ως σύμβουλος είχε προσληφθεί δε βλέπω να δίνει σημεία ζωής αφότου προσελήφθη σε θέση ανάλογη ο Αντώνης Κούφαλης. Εκ των συμφραζομένων οσμίζομαι σιωπηλή, βελούδινη αποχώρηση –ή απομάκρυνση;- για να μη δημιουργηθεί κι άλλος ντόρος.
Τόσοι τριγμοί και τόσες ρωγμές σε τόσο σύντομο διάστημα, ελπίζω το Τσίλερ να το ’χουν γερά αναστηλώσει μην πέσει και τους πλακώσει. Οι σεισμολόγοι, πάντως, δήλωσαν πως παρατηρούν με προσοχή τη σεισμική εξέλιξη.




Πολλά διάβασα για την «ξεχασμένη», λέει, «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν που ανέβασε –ενδιαφέρουσα πρόταση- η Λυδία Κονιόρδου κρατώντας και τον επώνυμο ρόλο για το Εθνικό Θέατρο στην Σκηνή –το «Νέα» εξηφανίσθη…- «Νίκος Κούρκουλος». Όντως ολιγοπαιγμένη, η «Φλαντρώ». Πάντως «ξεχασμένο» είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί ένα έργο που ’χει παιχτεί τα τελευταία 35 χρόνια ήδη τέσσερις φορές.
Καθότι κοντή η μνήμη στα ελληνικά θεατρικά πράγματα, να θυμίσω, λοιπόν, πως η «Φλαντρώ» έχει ανεβεί:τη σεζόν 1978/1979 απ’ το Εθνικό Θέατρο στην –τότε- «Νέα Σκηνή» του –τότε ήταν που και το έργο ήρθε πάλι στην επικαιρότητα- σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου με την Αλέκα Κατσέλη –μια στιβαρή ερμηνεία θυμάμαι- εναλλάξ με την Κάκια Παναγιώτου στον επώνυμο ρόλο και τους Βιβέτα Τσιούνη, Τιτίκα Βλαχοπούλου, Μαργαρίτα Λαμπρινού, Κώστα Καστανά, Γιάννη Αργύρη. Το 1980/1981 απ’ το –τότε- «Άρμα Θέσπιδος» με σκηνοθέτη τον Κωστή Μιχαηλίδη και με Φλαντρώ την Τιτίκα Νικηφοράκη.
Το 2002/2003 στο θέατρο «Αθηνών» απ’ το «Θέατρο τση Ζάκυθος» της Τζένης Ρουσσέα με την ίδια στον επώνυμο ρόλο σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη και με Άννα Κουτσαφτίκη, Μαρία Καλλιμάνη, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Λεωνίδα Κακούρη, Κυριάκο Βελισσάρη επίσης στη διανομή.
Και το 2007/2008 στο θέατρο «Πρόβα» με σκηνοθέτη τον Σωτήρη Τσόγκα, Φλαντρώ την Μαίρη Ραζή και μαζί της Νίκο Παπαδόπουλο, Άντρια Ράπτη, Χρυσανθή Γεωργιάδου, Κοραλία Τσόγκα. Νομίζω πως αυτή η αναδρομή λείπει απ’ το –πολύ καλό, πάντως- πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού.


Κι άλλος Δημήτρης Δημητριάδης φέτος στη σκηνή! Το παλαιότερό του έργο «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» ανέβηκε απ’ την ομάδα «Ασίπκα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου στην «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης. Πίκρααααα -για ορισμένους.



Δεύτερη, μέσα σε μικρό διάστημα, συναυλία -της Καμεράτας αυτή τη φορά- στο Μέγαρο Μουσικής, που τα έντυπα προγράμματα εξαντλούνται γρήγορα-γρήγορα και μετά, στους υπόλοιπους που ζητούν πρόγραμμα, μοιράζουν πρόχειρες φωτοτυπίες με τη βασική σελίδα του προγράμματος και πάνω απ’ το μισό κοινό κρατάει στα χέρια του φωτοτυπίες. Δεν υπολογίζουν καλά; Οικονομία κάνουν; Δεν έχω καταλάβει.

Η απαραίτητη αυλαία που πάνω της προβάλλονταν, κατά τη σκηνοθετική άποψη, τίτλοι εν είδει κινηματογραφικής ταινίας δεν κατέβηκε, διάβασα, στην πρεμιέρα του «Ριγκολέτο» της Λυρικής στην Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου. Η παράσταση διακόπηκε κάνα δεκάλεπτο, μήπως κι η βλάβη αποκατασταθεί, τελικά δεν αποκαταστάθηκε κι η παράσταση συνεχίστηκε χωρίς την αυλαία. Όπως και στις επόμενες παραστάσεις -σ’ αυτή που ’δα εγώ τουλάχιστον.
Ενάμιση μήνα μετά, η Λυρική επανέρχεται στην ίδια αίθουσα με «Μακμπέθ» -εξαιρετική παράσταση κατά τη γνώμη μου. Τελευταία σκηνή, η σκηνοθεσία θέλει τον κόκκινο θρόνο με τον νεκρό πάνω του Μακμπέθ να «βυθίζεται» με τραμπουκέτο -με τον ίδιο τρόπο που άνοιξε η παράσταση. Γκντουμπ, γκντουμπ, γκντουμπ, το τραμπουκέτο τραντάζεται αλλά δεν ξεκολλάει. Πανικοβλήθηκα καθώς συνήθως ταυτίζομαι με τους επί σκηνής -καταστρέφεται η παράσταση. Δυο προσπάθειες, γκντουμπ, γκντουμπ, γκντουμπ, τρεις προσπάθειες, τελικά λειτούργησε -ουφ!
Φινάλε, χαιρετούν οι καλλιτέχνες, ενθουσιασμός, χειροκροτήματα, όταν κοπάζουν, οι καλλιτέχνες υποχωρούν περιμένοντας να κατεβεί η αυλαία. Αμ δε! Αυλαία γιοκ -δεν κατεβαίνει. Αμηχανία -φεύγουν ή περιμένουν; Το κοινό το πιάνει κι αρχίσει πάλι το χειροκρότημα για συμπαράσταση -για να καλύψει το κενό. Για πόσο όμως να το κάνει; Αυλαία τίποτα -δεν κατεβαίνει. Αμηχανία: «Θα μείνουμε αμανάτι στη σκηνή;». Τελικά πήρε μπρος. Οπότε και οι καλλιτέχνες είτε από χιούμορ είτε από ανακούφιση τη… χειροκρότησαν. Μόνο που δεν κατέβηκε εντελώς. Όοοοχι. Κανένα μέτρο πριν φτάσει στο ύψος της σκηνής κόλλησε πάλι. Και βλέπαμε αποχωρούντα πόδια. Ίσως είναι καιρός το πρόβλημα της αυλαίας να αντιμετωπιστεί σοβαρά και κάποια συντήρηση να γίνει. Αλλά… Δει δη χρημάτων, προφανώς, ω άνδρες Αθηναίοι. Και πού’ ν’ τα…
Μελαγχολικές -πολύ μελαγχολικές- εικόνες παρακμής του Μεγάρου.


Και κάτι για το τέλος, να ευθυμήσουμε λιγάκι. Το τελευταίο, ΠΟΛΥ καλό ανέκδοτο: «Την πεποίθησή της ότι αυτή τη φορά ο αντικαπνιστικός νόμος θα εφαρμοστεί και οι έλληνες καπνιστές θα πειθαρχήσουν, διατύπωσε […] η υφυπουργός Υγείας, Ζέτα Μακρή, η οποία σε ραδιοφωνική της συνέντευξη […] είπε ότι η αυστηρότητα των προβλεπόμενων ποινών θα κάνει τους πάντες να συμμορφωθούν», διαβάζω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

January 22, 2014

Τα τρολ ποτέ δεν πεθαίνουν


Το έργο. Φευγάτος ο Πέερ Γκιντ. Ζει με τις φαντασιώσεις του. Ενθουσιώδης, ασυγκράτητος, επιπόλαιος, καυχησιάρης, φοβιτσιάρης, ασταθής, τυχοδιώκτης -αλλά γοητευτικά ονειροπαρμένος- δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με ευθύτητα, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του… Η μάνα του, η Όσε, περιμένει μέσω του γιου που τον λατρεύει να πάρει πίσω το αίμα της από τον πατέρα του που σπατάλησε όλη τους την περιουσία και τους εγκατέλειψε. Αλλά ο νεαρός Πέερ δεν ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες της. Επιπλέον μπλέκεται σε μία απαγωγή. Στο γάμο της Ίνγκριντ, που δεν μπόρεσε να την καταφέρει ο ίδιος να γίνει γυναίκα του, γνωρίζει την Σούλβαϊγ και την ερωτεύεται. Όταν εκείνη τον απορρίπτει πείθει τη νύφη, την Ίνγκριντ, και το σκάνε μαζί στα βουνά. Γρήγορα, όμως, θα την εγκαταλείψει. Ο πατέρας της, για αποζημίωση της τιμής της κόρης του, θα σηκώσει όλα τα φτωχικά υπάρχοντα του Πέερ και της Όζε αφήνοντάς τους στην έσχατη, πια, ένδεια.
Στην περιπλάνησή του, μία μυητική πορεία ενηλικίωσης και αναζήτησης του εαυτού του, ο Πέερ θα συναντήσει την Γυναίκα με τα Πράσινα και θα τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της, τον Γέρο του Ντοβρέ, τον βασιλιά των τρολ, από τον οποίο θα διεκδικήσει και το βασίλειό του. Ο Γέρος – α λα Μεφιστοφελής- του υπόσχεται πως θα έχει και τα δύο αλλά μόνον εφόσον ο Πέερ γίνει τρολ. Εκείνος στην αρχή θα δεχτεί αλλά μετά θα φοβηθεί και θα υπαναχωρήσει.
Όταν κτίσει στα βουνά μία καλύβα για να μείνει θα εμφανιστεί η Σούλβαϊγ για να μείνει μαζί του. Αλλά τότε εμφανίζεται και η Γυναίκα με τα Πράσινα, γερασμένη και με ένα αγόρι μαζί της. Του λέει πως είναι γιος του. Όταν ο Πέερ αρνηθεί πως έχει οποιαδήποτε σχέση με το παιδί, εκείνη θα τον καταραστεί. Ο Πέερ τρομοκρατημένος θα φύγει και πάλι, ζητώντας από την Σούλβαϊγ να τον περιμένει. Είναι ώρα να γυρίσει στη μάνα του. Δύσκολη ώρα, ώρα του οριστικού αποχωρισμού: η Όσε πεθαίνει στα χέρια του.
Μεσήλικας και πάμπλουτος πια επιχειρηματίας ο Πέερ, στο Μαρόκο, θα πέσει θύμα ληστείας από τους συνεταίρους του που θα τον εγκαταλείψουν και θα φύγουν με το πλοίο του όταν τους λέει πως επέλεξε να βοηθήσει τους Τούρκους κατά των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Θα φύγει στην έρημο όπου μία φυλή θα τον υποδεχτεί ως προφήτη. Θα προσπαθήσει να ξεμυαλίσει την Ανίτρα, την κόρη του αρχηγού της φυλής, αλλά και εκείνη θα τον κλέψει και θα τον εγκαταλείψει. Αρχαιολόγος πια στην Αίγυπτο, θα βρεθεί στο τοπικό ψυχιατρείο όπου θα νοιώσει πως χάνει το μυαλό του.
Όταν επιστρέψει στην Νορβηγία με ένα πλοίο που ναυαγεί -αλλά εκείνος κολυμπάει και σώζεται-, θα είναι πια γέρος. Θα συναντήσει πρόσωπα του παρελθόντος. Ανάμεσά τους η Σούλβαϊγ. Που τον περίμενε. Εκείνη θα του αποκαλύψει με ένα νανούρισμα τι απέγινε ο πραγματικός εαυτός του που όλα αυτά τα χρόνια τον έψαχνε.
Δύσκολο, αινιγματικό, δύσκαμπτο έργο ο -γραμμένος σε στίχο- «Πέερ Γκιντ» (1867). Ένα έπος. Ο Χένρικ Ίψεν άντλησε από τους λαϊκούς μύθους της πατρίδας του και περνώντας στοιχεία αυτοβιογραφικά έχει αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη να καλπάσει σε ένα έργο όπου τα ύφη μπλέκονται ειρωνικά, με το συμβολισμό να κυριαρχεί. Ένα έργο υπαρξιακό που δεν είναι παρά το ταξίδι μας στη ζωή. Ένα έργο το οποίο γράφτηκε σε μορφή θεατρική χωρίς όμως να προορίζεται για το θέατρο. Αλλά, παρά τις δυσκολίες του, παραμένει ένα ποιητικό έργο μεγάλης πνοής.
Η παράσταση. Ο Γιώργος Ξενίας έχει κάνει μία μετάφραση/διασκευή που σέβεται απόλυτα το ιψενικό πνεύμα. Σ’ αυτή βασίστηκε, αφού έκανε και τη δική του δραματουργική επεξεργασία, ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης. Βασικό του εύρημα, το μοίρασμα του επώνυμου ρόλου σε τέσσερις ηθοποιούς ανάλογα με τις τέσσερις ηλικίες του στο έργο. Εύρημα καθόλου ασυνήθιστο. Απλώς πιστεύω πως προέκυψε περισσότερο από την ανασφάλεια του σκηνοθέτη να στήσει ολόκληρο το ευαίσθητο οικοδόμημα σε έναν και μόνο πρωταγωνιστή ο οποίος θα έπρεπε να έχει μέγεθος που θα ήταν δύσκολο να βρει στο δυναμικό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος -διχοτομημένος εμφανίζεται και ο ρόλος της Σούλβαϊγ. Η ουσία, πάντως, είναι πως το εύρημα λειτουργεί. Η «παράδοση» από τον ένα στον άλλο Πέερ, με «σκυτάλη» ένα κόκκινο μαντηλάκι -διακριτικά έξυπνη ιδέα-, γίνεται ομαλά, χωρίς κενά και απώλειες. Και η επινόηση ενός Διευθυντή Σκηνής-«αφηγητή» διευκολύνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.Για να στήσει το οικοδόμημα αυτό ο Γιάννης Μαργαρίτης ακολούθησε ένα λιτό δρόμο, ελεγμένα μοντέρνο, που σέβεται το κείμενο και τα ύφη τα οποία τόσο μπλέκει ο Ίψεν. Ένα δρόμο με ευρήματα ενίοτε τολμηρά -όπως η χαρντ ροκ σκηνή στο βασίλειο των τρολ- αλλά όχι ξεκάρφωτα, μέ δάνεια –όπως η καταδίωξη του Πέερ και της Ίνγκριντ στο βουνό, που παραπέμπει στην «Έβδομη σφραγίδα » του Μπέργκμαν- νόμιμα όμως, χωρίς σκηνοθετισμούς και εξυπνάδες -δρόμο σεμνό. Η παράσταση ρέει αβίαστα, με πολύ καλούς ρυθμούς, με παύσεις και σιωπές γεμάτες όσο σπάνια έχω δει στο θέατρό μας, με εσωτερική ενέργεια και εκτεταμένα αλλά όχι δουλικά στηρίζεται σε μπρεχτικούς μηχανισμούς που ήρθαν και ταίριαξαν με το κείμενο.
Η Αγνή Ντούτση με τα αφαιρετικά αλλά ευκίνητα και ιδιαίτερα καλαίσθητα σκηνικά της και ο Αλέκος Αναστασίου με τους ομιχλώδεις φωτισμούς του ενισχύουν αποφασιστικά το αισθητικό αποτέλεσμα -ένα τοπίο στην ομίχλη. Βρήκα άνισα τα κοστούμια του Δημήτρη Κακριδά που πολύ σωστά τα έχει δουλέψει χωρίς πολύ χρώμα: μερικά –Όσε, Πέερ Γκιντ για παράδειγμα- πολύ σωστά, μερικά – όπως οι χορεύτριες στην τέταρτη πράξη- άστοχα. Πολύ ενδιαφέρουσες και άψογα ενσωματωμένες στη σκηνοθετική γραμμή οι μουσικές του Δημήτρη Οικονομάκη και ουσιαστική η βοήθεια του Νίκου Βουδούρη στη μουσική διδασκαλία των τραγουδιών που τους στίχους τους υπογράφουν ο συνθέτης και ο μεταφραστής. Αλλά εκείνη που βοήθησε περισσότερο την παράσταση νομίζω πως είναι η Αμάλια Μπένετ. Οι χορογραφίες της και η κίνηση που επιμελήθηκε, σε μία παράσταση στην οποία η σωματικότητα παίζει ρόλο καίριο, είναι απολύτως αποτελεσματικές.
Κρατώ τη σκηνή του θανάτου της Όσε στα χέρια του Πέερ που την κατευοδώνει -υπέροχο, βαθύτατα συγκινητικό ξεπροβόδισμα- με τον τρόπο που μόνον εκείνος ξέρει και που μόνον εκείνη νοιώθει.
Οι ερμηνείες. Από τους τέσσερις Πέερ Γκιντ ξεχώρισα τη φρεσκάδα του Γιώργου Βουρδαμή-Μαυρογένη/1ου Πέερ και τον Χρίστο Στυλιανού/2ο. Ο Δημήτρης Σιακάρας/4ος, ένας ώριμος, γεμάτος, ταλαντούχος ηθοποιός, κάποιες στιγμές γλιστράει σε μία περιττή υποκριτική σοβαροφάνεια. Ο Ιορδάνης Αϊβάζογλου/3ος εμφανίζεται να έχει το σύνηθες ελάττωμα των επαρκών ηθοποιών των κρατικών Σκηνών, ειδικά του ΚΘΒΕ: με προσόντα, σωστός, άρτιος αλλά υπερβολικά «άνετος» και «σίγουρος». Που σημαίνει υποκριτική χύμα, χωρίς καλούπια και επιφανειακή, εύκολη. Γίνεται πιο ουσιαστικός στη σκηνή του ψυχιατρείου.
Η Χρυσάνθη Δούζη δίνει, αν και κάπως στεγνά, τον καλύτερό της, νομίζω, ρόλο με την Όσε: έχει δύναμη, αίσθημα, εξαιρετική κίνηση και ένα υποκριτικό βάθος. Με αδυναμίες βρήκα την Ειρήνη Καζάκου/Ίνγκριντ και την Ειρήνη Φαναριώτη/1η Σούλβαϊγ και εξωτερική την Ανίτρα της Δέσποινα Γιαννοπούλου.
Από τους υπόλοιπους –πολλούς- ηθοποιούς πρόλαβα να ξεχωρίσω τον γεμάτο ενέργεια Νίκο Καπέλιο, τον Νίκο Νικολάου που δίνει με κύρος τον Διευθυντή Σκηνής, την Ιωάννα Παγιατάκη, τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, την Μομώ Βλάχου, την έξοχη, σωματικά και εκφραστικά, παντομίμα του ναυαγίου από τον Γιώργο Κολοβό/Τιμονιέρη. Και, κυρίως, την Λαμπρινή Αγγελίδου/2η Σούλβαϊγ: έχει μία σπάνια σκηνική ποιότητα και φινέτσα, υποκριτική ακρίβεια και εσωτερικότητα. Και της αξίζουν σημαντικότεροι ρόλοι.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που ανταποκρίνεται στα ζητούμενα ενός κρατικού θεάτρου και που –επιτέλους!-τιμά το ΚΘΒΕ. Μία παράσταση που το κοινό της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να υποστηρίξει. Κερδισμένο θα βγει.

Θεσσαλονίκη, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος/θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1 Ιανουαρίου 2014.