Το έργο. Μέγας τσιγκούνης. Ο γερο-Αρπαγκόν. Από παντού αρπάζει και δεν δίνει ούτε του αγγέλου του νερό. Στον κήπο του έχει θάψει κρυφά, μέσα σε μία κασελίτσα, 10.000 χρυσά σκούδα για να τα φυλάξει από τους κλέφτες αλλά, πάντα καχύποπτος, υποπτεύεται τους πάντες ότι μπορεί να του την κλέψουν. Δύο τα παιδιά του: η Λίζα που είναι ερωτευμένη -και κρατούν, βέβαια, τη σχέση τους κρυφή- με τον Βαλέριο, βαλέ στην υπηρεσία του πατέρα της που καλοπιάνει τον Αρπαγκόν για να τα έχει καλά μαζί του αλλά που στην πραγματικότητα είναι ναπολιτάνος ευγενής ο οποίος κρύβει τη ταυτότητά του. Και ο Κλεάνθης που είναι ερωτευμένος με ένα κορίτσι χωρίς περιουσία, την Μαριάννα -σχέση που επίσης κρατούν κρυφή.
Ελάτε, όμως, που έχει βάλει και ο Αρπαγκόν στο μάτι την Μαριάννα, η οποία έχει την ηλικία της κόρης του… Έχει, μάλιστα, αναθέσει την υπόθεση στην προξενήτρα Φροσύνη που τον έπεισε πως η Μαριάννα μπορεί να μην έχει προίκα αλλά δεν θα έχει και απαιτήσεις, άρα δεν θα του κοστίζει πολλά και έτσι θα ισοφαρίσει τη χασούρα, άρα τον συμφέρει. Το γιο του τον προορίζει για μία πλούσια χήρα. Και την Λίζα για ένα συνομήλικό του πλούσιο γέρο, τον Ανσέλμ. Η Λίζα θα αρνηθεί. Ο Αρπαγκόν αναθέτει -κακή επιλογή…- στον «πιστό» του Βαλέριο να την πείσει.
Όταν του κλέβουν την κασελίτσα με τα σκούδα και ο Λαφλές, ο υπηρέτης του Κλεάνθη, κατηγορεί ως κλέφτη της, για να τον εκδικηθεί, τον Βαλέριο, ο Αρπαγκόν γίνεται έξαλλος με τον «έμπιστό» του. Πόσω μάλλον όταν αυτός, ο «ταπεινός» υπηρέτης, από παρεξήγηση, αποκαλύπτει ο ίδιος τη σχέση του με την Λίζα. Ταυτόχρονα, με τέχνασμα, ο φιλάργυρος θα επιβεβαιώσει και τις υποψίες του για τη σχέση του γιου του με την Μαριάννα. Εκτός εαυτού! Αλλά θα τον κατευνάσει η εμφάνιση του Ανσέλμ, του υποψήφιου γαμπρού της Λίζας, ο οποίος τυχαία θα ακούσει τον Βαλέριο να ανακοινώνει ποιος πραγματικά είναι και ξαφνικά θα γίνει το κλειδί για τη λύση: ο Βαλέριος και η Μαριάνα είναι αδέλφια. Τα παιδιά του που τα έχασε σε ένα ναυάγιο! Άρα έχουν περιουσία. Ο Αρπαγκόν, κατόπιν αυτού, υποκύπτει: τα δύο ταιριαστά ζευγάρια μπορούν να παντρευτούν. Και το αταίριαστο του γέρου με τη μικρούλα δεν πρόκειται να σμίξει. Η «φυσική» τάξη αποκαθίσταται και ο Αρπαγκόν παρηγοριέται όταν ο Κλεάνθης εμφανίζει την κλεμμένη κασελίτσα με τα σκούδα: αυτή, τελικά, είναι και η μεγάλη του αγάπη.
Από την κωμωδία του Πλαύτου «Aulularia» («Η τσουκάλα με το χρυσάφι») άντλησε βασικά το υλικό ο Μολιέρος για τον «Φιλάργυρό» του (1668) χωρίς να λείπουν και τα προσωπικά βιώματα ανάμεσα στις πηγές του. Και η πεντάπρακτη κωμωδία του, που την έγραψε σε πρόζα, μπορεί να μην κατατάσσεται στα πρώτης τάξεως αριστουργήματά του, μπορεί η δομή της να δίνει την εικόνα της συρραφής και να παραπέμπει στην κομέντια ντελ’ άρτε, μπορεί τα φαρσικά στοιχεία να υπερτερούν αλλά ο βασικός χαρακτήρας του φιλάργυρου που έπλασε σφράγισε την ιστορία του θεάτρου.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος θέλησε προφανώς να αντιστοιχίσει το έργο που απευθυνόταν στην εποχή του σε ένα λαϊκό κοινό με μία ανάλογη παράσταση: που να απευθύνεται στο σημερινό λαϊκό κοινό. Αλλά, μολονότι έχει κάνει αρκετά έργα του Μολιέρου -ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτης-, απορώ πώς, αυτή τη φορά, δεν πρόσεξε ότι οι παράμετροι είναι διαφορετικές. Τα 350 περίπου χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν προσδώσει στα έργα του Μολιέρου ένα προσωπικό ύφος που δεν είναι εύκολο να το παραβείς εκτός και αν προτείνεις μία ευφυή λύση. Και η αντιστοίχισή τους με τις τηλεοπτικές κωμικές σειρές στις οποίες ο Γιάννης Μπέζος πρωταγωνιστεί, όπως εδώ έπραξε, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, λύση ευφυής.
Σε σημείωμά του στο πρόγραμμα ο σκηνοθέτης αναφέρει πως η παράσταση τοποθετείται στη δεκαετία του ’60. Πουθενά δεν το είδα αυτό. Η μετάφραση, πρώτα-πρώτα, μόνο στη δεκαετία του ’60 δεν παραπέμπει. Από τη μετάφραση -η οποία καταχρηστικά αναφέρεται ως μετάφραση ενώ, το λιγότερο που θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται είναι απόδοση- αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για το μεγάλο ατόπημα της παράστασης αυτής. Διότι εκφράσεις όπως «βρε, τι Τομάς και ντολμάς;», «ο βουρδούλακας των Παρισίων», «πιπίνι», «είναι μεγάλη ανωμαλάρα ο άνθρωπος», «ο γέρος έκαψε φλάντζα», «ξετσουτσούρωσε το λείψανο», «σελέμπριτι», «άσε τα κουλτούρ-μουλτούρ», «μικρή σαλούφα με γυαλιά», «μου φαίνεται και λίγο τσιριμπίμ-τσιριμπόμ» -επιλέγω ελάχιστα από όσα ακούγονται στη σκηνή του Εθνικού- μόνο σε φτηνιάρικη τηλεόραση -την οποία ΔΕΝ κάνει ο Γιάννης Μπέζος- και σε φτηνιάρικη κωμωδία παραπέμπουν και μόνο το χάχανο μπορούν να προκαλέσουν, όχι το γέλιο. Τσιρίδες, παπούτσια που βγαίνουν από τα πόδια και οι ηθοποιοί τα βαρούν στα τραπέζια, ένας Λαφλές κραγμένη επιθεωρησιακή αδερφή -αυτός είναι που χαρακτηρίζεται από τον Αρπαγκόν τσιριμπίμ-τσιριμπόμ-, πλήρης επί σκηνής ανομοιογένεια -οι δύο υπηρέτες κάνουν ξαφνικά κομέντια ντελ’ άρτε-, αστεία άνοστα και ελάχιστα επιτυχημένα, ένα φινάλε που ο μεταφραστής-σκηνοθέτης το άλλαξε χωρίς να γίνεται εμφανής ο λόγος παραγεμίζουν την παράσταση -μία παράσταση η οποία μόνον ήθος δεν θα μπορούσα να πω ότι κομίζει- και την οδηγούν στην εκτροπή.
Ο Γιώργος Πάτσας έχει σχεδιάσει ένα τυπικό, καλόγουστο πρώτο σκηνικό που, όταν ανοίγει, προβάλλει ένα δεύτερο, σουρεαλιστικής έμπνευσης -φωτισμένο επαρκώς από τον Χρήστο Τζιόγκα-, το οποίο, όμως, μάλλον πολύ εύκολη λύση αποδεικνύεται. Τα κοστούμια του έχουν φως και χρώματα αλλά συμπλέουν με τη φιλοσοφία της παράστασης, αν μπορεί να χαρακτηριστεί φιλοσοφία η φτήνεια. Και μερικά, όπως της Φροσύνης, τα βρήκα κραυγαλέα. Ο Κωστής Μαραβέγιας έγραψε μία εύπεπτη μουσική που ερμηνεύουν ζωντανά τρεις από τους ηθοποιούς και χαριτωμένα, ελκυστικά τραγούδια (στιχουργός δεν αναφέρεται), επίσης, όμως, εντελώς άσχετα με Μολιέρο.
Οι ερμηνείες. Ο Γιάννης Μπέζος, ηθοποιός πολύ καλός, παίζει μάλλον επιδερμικά και χωρίς πολλή δουλειά πίσω του, απ’ ό,τι εγώ τουλάχιστον κατάλαβα, τον Αρπαγκόν. Και χάνει μία μεγάλη ευκαιρία. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη είναι μία ηθοποιός ταλαντούχα, με πολλά προσόντα, που ξεκίνησε σαν μία χυμώδης σουμπρέτα αλλά στο δρόμο, άγνωστον για ποιούς λόγους, κατέληξε να παίζει σαν κουρδισμένη: τη Φροσύνη της τη δίνει με μία ωραιοπάθεια ενοχλητική -σε μένα τουλάχιστον-, εντελώς ποζάτη -παρατηρήστε τις σαν μελετημένες στον καθρέφτη θέσεις των χεριών της- και με μία υποβόσκουσα υστερία. Τι κρίμα…
Ο καλός Γιάννης Στόλλας έχει οδηγηθεί να παίξει τον Ανσέλμ σε πλήρη υπερβολή, σαν τα ραμολιμέντα της παλιάς επιθεώρησης. Από τους νεότερους, βρήκα, στο πλαίσιο της άτεχνης σκηνοθετικής γραμμής, συμπαθητικό τον Παναγιώτη Κατσώλη. Ουδέτεροι ο Κώστας Κοράκης, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, ο Γιωργής Τσουρής. Ο ταλαντούχος Μιχάλης Τιτόπουλος υπερβάλλει στον τσιριμπίμ-τσιριμπόμ Λαφλές: σειέται και λυγιέται σαν Φτερού αλλά μόνον όταν μιλάει. Στα ενδιάμεσα… ουδετεροποιείται. Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς δεν με έπεισε πως έχει πειστεί με το ρόλο και τις σκηνοθετικές οδηγίες. Όσο για την Ντένια Στασινοπούλου απόρησα πως βρέθηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τόσο αδύναμη ηθοποιός. Δεν ξέρει τι της γίνεται. Και απόρησα περισσότερο που, επιπλέον, της έχουν δώσει να τραγουδήσει και τραγούδι ενώ είναι φάλτσα…
Οι μόνοι τους οποίους σχετικά ξεχώρισα θετικά είναι το ζευγάρι Ιάκωβος (μάγειρας+αμαξάς)/Άγγελος Μπούρας και Κλοντ/Κίττυ Παϊταζόγλου.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ανέμπνευστη που δεν τιμά το πρώτο κρατικό Θέατρό μας. Ο Γιάννης Μπέζος, που πριν από τέσσερα χρόνια ανέβασε το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα με δικό του θίασο κατά ένα υ-πο-δει-γμα-τι-κό τρόπο σε μία παράσταση που σεβόταν το κείμενο και το κοινό, πήγε στο Εθνικό -που ανάμεσα στους στόχους του είναι και πρέπει να είναι και ο διδακτικός- να ανεβάσει Μολιέρο σαν μπαλαφάρα! Δεν καταλαβαίνω.
Αν πηγαίνετε απλώς να «δείτε Μπέζο», πιθανόν θα σας ικανοποιήσει. Εγώ, πάντως, θύμωσα.
Εθνικό Θέατρο/Κτίριο Τσίλερ-Κεντρική Σκηνή, 22 Ιανουαρίου 2014.